Για το μυθιστόρημα του Dave Eggers, Ένα ολόγραμμα για τον βασιλιά (μτφρ. Ελένη Ηλιοπούλου, εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Το να αναμένεις διαρκώς κάτι που θεωρείς σημαντικό για την οικονομική, κοινωνική και προσωπική σου ζωή, και αυτό το κάτι διαρκώς, και ανεξήγητα, να αναβάλλεται: είναι κάτι σαν μικροί απανωτοί θάνατοι, αλλά ενέχει και την ευκαιρία που προσφέρει ο θάνατος να ξαναδείς τη ζωή σου σαν κινηματογραφικό έργο, με πρωταγωνιστή εσένα. Ο Άλαν Κλέι αναμένει διαρκώς τη λύτρωση μέσα από μπίζνες με τον Σαουδάραβα ηγεμόνα στη νεόδμητη Οικονομική Πόλη Βασιλιάς Αμπντουλάχ, προκειμένου να παρουσιάσει με υπερμοντέρνο τρόπο, με ολογράμματα, πρόταση της εταιρείας Reliant για παροχή υπηρεσιών τεχνολογιών πληροφορικής. Μόνο που η συνάντηση διαρκώς αναβάλλεται, απλώνεται παντού μια ατμόσφαιρα που έχει να κάνει λιγότερο με την ιλιγγιώδη τεχνολογική πρόοδο και περισσότερο με τα υπαρξιακά αδιέξοδα του μπεκετικού σύμπαντος/τέλματος.
Αλλόκοτη, αλλά βαθύτατα ρεαλιστική διαλεκτική: ο υπερπρογραμματισμός υπονομεύεται από την ίδια του τη δυναμική, και εντέλει ακυρώνεται. Η προσδοκία γίνεται προδοσία του ίδιου της του εαυτού. Η μανία για την μεγιστοποίηση του κέδρους με κάθε τίμημα οδηγεί στο τίποτα και στο ακόμα πιο τίποτα. Ο υπερσύγχρονος άνθρωπος, μολονότι εξοπλισμένος με όλη την υπερτεχνολογική σκευή της υπερεπικοινωνίας, είναι απολύτως ανήμπορος να επικοινωνήσει — με τον εαυτό του, πρώτα απ᾽ όλα, και μετά με όλους τους άλλους γύρω του. Η ενδοσκόπηση, η ενίοτε ανελέητη αυτοκριτική, μοιάζει να είναι η μοναδική, και μοναχική, διέξοδος.
Ο Eggers στήνει το σκηνικό του μυθιστορήματος σε ένα νεόδμητο ερείπιο σε μια ζώνη όπου τίποτα δεν είναι σαφές, τίποτα δεν καθορίζεται από τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά όλα υπάρχουν σε μια μετέωρη κατάσταση.
Το μυθιστόρημα Ένα ολόγραμμα για τον βασιλιά του Dave Eggers (Βοστώνη, 1970) θίγει ακριβώς το ζήτημα της τεράστιας πια αμηχανίας μας —ίσως και συντριβής μας— απέναντι σε κάποιες από τις συνέπειες της τεχνολογικής γιγάντωσης. Ύστερα από την αρχική ευφορία, ιδίως στον κόσμο των επιχειρήσεων, ήρθε η πίκρα του λογαριασμού, του απολογισμού, του υπολογισμού των επιπτώσεων. Ο Eggers στήνει το σκηνικό του μυθιστορήματος σε ένα νεόδμητο ερείπιο (για να θυμηθούμε και το όνομα του γερμανικού συγκροτήματος Einstürzende Neubauten), σε μια ζώνη όπου τίποτα δεν είναι σαφές, τίποτα δεν καθορίζεται από τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά όλα υπάρχουν σε μια μετέωρη κατάσταση. Μες στην αναγκαστική, και σπασμωδική, ραστώνη της αναμονής, ο πενηντατετράχρονος Άλαν Κλέι αρχίζει να θυμάται και να αναπολεί. Θυμάται την υπερδυναμική τέως σύζυγό του, την Ρούμπι. Θυμάται την θυγατέρα του, την Κιτ. Θυμάται τον μπεκετικό αυτόχειρα φίλο του, τον Τσάρλι Φάλον — αυτοκτόνησε με τον τρόπο του Κώστα Σφήκα στην ταινία Τα χρώματα της ίριδας του αείμνηστου Νίκου Παναγιωτόπουλου, ήτοι απλώς βάδισε στα παγωμένα νερά μιας λίμνης. Θυμάται τον παλαίμαχο πατέρα του, τον Ρον. Θυμάται ότι κατάγεται από την Ιρλανδία. Θυμάται ότι κάποτε διέθετε προσωπικότητα και χαρακτήρα, που απώλεσε μες στις δεκαετίες στο σύμπαν των μπίζνες. Θυμάται ότι κάποτε είχε την δυνατότητα να θυμάται, και την ξαναβρίσκει τώρα, σε συνθήκες αλλόκοτες. Και, βέβαια, δεν ξέρει τι να την κάνει μια τέτοια δυνατότητα.
Ο Άλαν Κλέι συναντάει, πάλι παράλογα, μια Δανέζα, την Χάνε, με την οποία τείνει, αλλά δεν μπορεί τελικώς, να συνάψει σχέσεις. Η ανημπόρια τον κατακλύζει, η εκκρεμότητα τον παραλύει, η αναμονή τον διαλύει.
Η αναμονή γεννάει σκέψεις και ιδέες. Ο Άλαν Κλέι συναντάει τον Γιουσέφ, έναν σοφέρ που είναι μπλεγμένος, παράλογα επίσης, και κινδυνεύει από τον ζηλιάρη σύζυγο της πρώην συζύγου του, και μπλέκει, με τη σειρά του, σε ανόητες ιστορίες, ενόσω περιμένει να επιστρέψει ο βασιλιάς Αμντουλάχ από τα αλλεπάλληλα ταξίδια του ώστε να γίνει η διακαώς αναμενόμενη παρουσίαση με τα ολογράμματα. Ο Άλαν Κλέι συναντάει, πάλι παράλογα, μια Δανέζα, την Χάνε, με την οποία τείνει, αλλά δεν μπορεί τελικώς, να συνάψει σχέσεις. Η ανημπόρια τον κατακλύζει, η εκκρεμότητα τον παραλύει, η αναμονή τον διαλύει. Και θυμάται, πάλι, διαρκώς, τα λόγια του Ρον, του πατέρα του: «Κάθε μέρα, Άλαν, σε όλη την Ασία, εκατοντάδες φορτηγά πλοία φεύγουν από τα λιμάνια τους, γεμάτα καταναλωτικά αγαθά. Μου λες για τρισδιάστατα ολογράμματα, Άλαν. Αυτά όμως είναι κανονικά πράγματα. Αυτοί φτιάχνουν κανονικά πράγματα εκεί πέρα και εμείς φτιάχνουμε ιστότοπους και ολογράμματα, ενώ καθόμαστε σε καρέκλες φτιαγμένες στην Κίνα, δουλεύουμε σε υπολογιστές φτιαγμένους στην Κίνα, οδηγούμε πάνω σε γέφυρες φτιαγμένες στην Κίνα. Σου ακούγεται βιώσιμο αυτό, Άλαν;»
Η αναμονή φέρνει στο νου λησμονημένες ιστορίες. Ο Άλαν εξοργίζεται, αναδρομικά, με την περιπέτεια, πάντα στο σύμπαν των μπίζνες, του φίλου του, του Τέρι Ρεν, η εταιρεία του οποίου έκλεισε μεγαλειώδες συμβόλαιο προκειμένου να προμηθεύσει το γυαλί για τους είκοσι πρώτους ορόφους του καινούργιου Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου: «Είκοσι όροφοι από γυαλί υψηλής αντοχής σε εκρήξεις, με την τεχνολογία που είχαν φιλόπονα αναπτύξει εδώ, στην Πενσιλβάνια». Μόνο που στο σύμπαν των μπίζνες δεν υπάρχει πια «εδώ», δεν υπάρχει «τόπος», όλα είναι άυλα, υπερσυνδεδεμένα με υπερτεχνολογίες που αφανίζουν την έννοια του «εδώ», ακόμα και την έννοια της «πραγματικότητας». Η μια εταιρεία είναι βιτρίνα μιας άλλης που με τη σειρά της κρύβει μια τρίτη, και ούτω καθεξής. Η ηθική δεν είναι ο τόπος της μοναξιάς μας, όπως έλεγε ο Max Weber. Η ηθική είναι είναι ένα τίποτα, κι ακόμα πιο τίποτα, στο σύμπαν των μπίζνες. Ο Άλαν καταλαβαίνει, αναδρομικά, και αγανακτεί, κατόπιν εορτής: «Θεέ μου, όλη η υπόθεση μαρτυρούσε δόλο, ανανδρία και έλλειψη ηθικής. Ήταν αισχρότητα. Και στο Σημείο Μηδέν. Ο Άλαν βημάτιζε, τα χέρια του γροθιές. Η αισχρότητα! Στο Σημείο Μηδέν! Ανάμεσα στις στάχτες! Η αισχρότητα! Ανάμεσα στις στάχτες! Η αισχρότητα! Η αισχρότητα! Η αισχρότητα!» Καλώς τονε κι ας άργησε!
Ο Dave Eggers, όπως και στο άλλο αντιτεχνολογικό μυθιστόρημα του, τον Κύκλο δείχνει ότι το απόλυτο θύμα της υπερτεχνολογίας είναι η ανθρώπινη βούληση, η βαθιά ανθρώπινη ικανότητα της έλλογης λήψης αποφάσεων.
Ο Άλαν Κλέι συνειδητοποιεί ότι έχει φτάσει η εποχή που οι μηχανές κυριαρχούν επί του ανθώπου. Όχι σε ένα δυστοπικό σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά εδώ και τώρα. Ο Dave Eggers, όπως και στο άλλο αντιτεχνολογικό μυθιστόρημα του, τον Κύκλο (μτφρ. Ιλάειρα Διονυσοπούλου, εκδ. Κέδρος), δείχνει ότι το απόλυτο θύμα της υπερτεχνολογίας είναι η ανθρώπινη βούληση, η βαθιά ανθρώπινη ικανότητα της έλλογης λήψης αποφάσεων. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι μοιάζουν ανίκανοι να λάβουν την παραμικρή απόφαση, ενώ ταυτόχρονα ζουν με την ψευδαίσθηση ότι έχουν το δικαίωμα της επιλογής σε όλα. Ο Eggers, μέσα του Άλαν Κλέι, μιλάει για τον θρίαμβο ενός συστήματος «σχεδιασμένου να σαμποτάρει την ανθρώπινη επαφή, την ανθρώπινη λογική, την ελευθερία βούλησης και τη λήψη αποφάσεων». Ήδη ο Max Horkheimer μιλούσε, εδώ και δεκαετίες, για την «έκλειψη του λόγου». Ο Eggers, όπως και ο Jonathan Franzen στο πρόσφατο ογκώδες μυθιστόρημά του, το Purity, και ο Thomas Pynchon στην Υπεραιχμή (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Ψυχογιός), αλλά και ο Don DeLillo στο Zero K , σχολιάζει διεισδυτικά τα ζητήματα που έχουν ανακύψει από την υπερβολική δόση τεχνολογίας στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου.
Ο παραλογισμός χτυπάει κόκκινο, και δεν είναι ν᾽ απορείς αν ο διπλανός σου στο αεροπλάνο γυρίσει αναπάντεχα και σου ξεφουρνίσει μια φράση σαν αυτή: «Το Άγαλμα της Ελευθερίας κινείται, φίλε!»
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Ένα ολόγραμμα για τον βασιλιά
Dave Eggers
Μτφρ. Ελένη Ηλιοπούλου
Κέδρος 2016
Σελ. 344, τιμή εκδότη €14,90