Για τη νουβέλα του Erri de Luca Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Κέλευθος).
Της Έλενας Μαρούτσου
Η υπνωτιστική γοητεία που άσκησε πάνω μου το ολιγοσέλιδο Βάρος της πεταλούδας ήταν ο λόγος που ξεκίνησα να διαβάζω την εξίσου σύντομη νουβέλα του Erri de Luca Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια, το τέταρτο βιβλίο του πολυγραφότατου και πολυσυζητημένου Ιταλού συγγραφέα που μεταφράζεται στα ελληνικά. Κι ενώ η πλοκή στο Βάρος της Πεταλούδας λάβαινε χώρα στο βουνό με ήρωες ένα αρσενικό αγριόγιδο κι έναν κυνηγό, εδώ έχουμε μεταφερθεί στη θάλασσα. Ο τόπος, στην πραγματικότητα, δεν κατονομάζεται.
Η αλήθεια είναι πως συγγραφέας και αφηγητής, σε αυτό το βιβλίο, μοιάζουν αξεχώριστοι, έτσι όπως ο πρώτος προβάλλει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία πάνω στον δεύτερο.
Ο αφηγητής, ένα αγόρι δέκα χρονών, τον αποκαλεί «το νησί», ενώ εικάζουμε πως πρόκειται για την Ίσκια, το ηφαιστιογενές νησάκι μπροστά από τον κόλπο της Νάπολης, της γενέθλιας πόλης του συγγραφέα. Η αλήθεια είναι πως συγγραφέας και αφηγητής, σε αυτό το βιβλίο, μοιάζουν αξεχώριστοι, έτσι όπως ο πρώτος προβάλλει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία πάνω στον δεύτερο. Στην σελ. 30 λέει, για παράδειγμα, ο εξηντάχρονος συγγραφέας για τον δεκάχρονο αφηγητή: «Πενήντα χρόνια αργότερα, πλευρίζω εκείνη την ηλικία που αρχειοθετούσα τις επόμενες μορφές μου. Έχοντας απομακρυνθεί από αυτή, ανάλωσα το λίπος του αλλοτινού εαυτού μου, αποκλείοντας παραλλαγές. Μέσα σ’ εκείνο το συνεπτυγμένο κορμί υπήρχε η συγκίνηση και η οργή των επαναστατικών χρόνων, στα λατινικά υπήρχε η εξοικείωση με τις γλώσσες που ακολούθησαν, στον κρατήρα του ηφαιστείου υπήρχαν τα βουνά όπου έμελλε να γαντζωθώ για ν’ ανέβω. Στα αναπαυμένα συντρίμμια του πολέμου υπήρχε ο πόλεμος της Βοσνίας που έμελλε να διασχίσω κι οι Ιταλικές βόμβες πάνω απ’ το Βελιγράδι, την τελευταία χρονιά του εικοστού αιώνα, που έμελλε να την υποδεχτώ κολλημένος στο παράθυρο ενός ξενοδοχείου με θέα τον Δούναβη και τον Σάββα».
Η σφραγίδα του βιώματος πάνω στο μύθο
Στα δέκα του χρόνια, λίγο πριν το ξεκίνημα της εφηβείας και την σταδιακή μεταμόρφωση του αγοριού σε άντρα, σε αυτό το παιδικό ακόμα, «συνεπτυγμένο» κορμί, είναι συνεπτυγμένες κι όλες οι εμπειρίες που πρόκειται να σημαδέψουν την ώριμη ηλικία του.
Η ηλικία των δέκα χρόνων που έχει διαλέξει ο De Luca για τον αφηγητή του δεν είναι τυχαία. Στα δέκα του χρόνια, λίγο πριν το ξεκίνημα της εφηβείας και την σταδιακή μεταμόρφωση του αγοριού σε άντρα, σε αυτό το παιδικό ακόμα, «συνεπτυγμένο» κορμί, είναι συνεπτυγμένες κι όλες οι εμπειρίες που πρόκειται να σημαδέψουν την ώριμη ηλικία του. Ψάχνοντας στοιχεία για την πραγματική ζωή του συγγραφέα, μαθαίνουμε πως όταν τέλειωσε το σχολείο προσχώρησε σε ένα ακροαριστερό κίνημα μετά τη διάλυση του οποίου αποσύρθηκε από την ανάμιξη στα πολιτικά, ενώ δεν έπαψε να υποστηρίζει ενεργά τους αγώνες των λαών όπως με την παρουσία και ανθρωπιστική συνδρομή του στον πόλεμο της Βοσνίας. Ήταν αυτοδίδακτος σε διάφορες γλώσσες, όπως τα αρχαία Εβραϊκά (έχει μεταφράσει αρκετά βιβλία της Βίβλου στα Ιταλικά), τα Σουαχίλι, τα Ρώσικα και τα Γίντις. Μέσα στα πολλά επαγγέλματα που άλλαξε, δούλεψε κι ως σεναριογράφος και ηθοποιός, ενώ δηλώνει λάτρης των βουνών και της ορειβασίας.
Νύξεις για την πορεία του συγγραφέα στην ενήλική του ζωή, βρίσκουμε σπαρμένες σε όλο το κείμενο με τη μορφή σύντομων πρόδρομων αφηγήσεων, όπου δηλαδή ο αφηγητής κάνει μικρά ή μεγαλύτερα άλματα στο μέλλον του δεκάχρονου ήρωα. Ο τρόπος μάλιστα που ο συγγραφέας πλέκει τα νήματα του παρόντος με το μέλλον, μοιάζει πολύ με τον τρόπο που στο Βάρος της πεταλούδας πλέκονταν οι αφηγηματικές φωνές του κυνηγού και του αγριόγιδου. Εδώ δεν έχουμε δύο πρόσωπα-αφηγητές αλλά έναν ο οποίος όμως πότε βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του παιδιού και υιοθετεί την σκέψη και τη φωνή του και πότε πηδάει στο μέλλον του ήρωα (και το αντίστοιχο παρόν του συγγραφέα) για να μας μιλήσει με την φωνή ενός ενήλικα που παρατηρεί τον εαυτό του μέσα σε μια μαγική γυάλα, η οποία όμως δεν αποκαλύπτει το μέλλον αλλά το παρελθόν.
Ο Erri De Luca
|
Μωλωπισμένη ενηλικίωση
Η νοσταλγία είναι έντονα παρούσα σε αυτή την αναμέτρηση του παρόντος με το παρελθόν, της ενήλικης ζωής με την παιδική ηλικία, καθώς το παιδί παλεύει να γίνει ενήλικας, ενώ ο ενήλικας να ξανακερδίσει το παιδί. Όπως στο Βάρος της πεταλούδας, έτσι κι εδώ υπάρχει έντονα το ποιητικό στοιχείο κι η ιστορία του παιδιού, παρότι εν μέρει βιωματική, μπορεί να λειτουργήσει και αλληγορικά, τοποθετημένη σε αυτό το νησί χωρίς όνομα.
Χωρίς όνομα άλλωστε παραμένουν τόσο ο μικρός πρωταγωνιστής όσο και η κοπέλα από τον βορρά, την οποία ερωτεύεται και φιλάει με τα μάτια ανοιχτά, ενώ εκείνη τον μαλώνει πως μόνο τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια. Το αγόρι, θέλοντας να μεγαλώσει, επιθυμώντας να σπρώξει το σώμα του να σπάσει τα όριά του και να μεταμορφωθεί, μπλέκει σε πάλη με τρία αγόρια του νησιού που τον ζηλεύουν για το όμορφο ξένο κορίτσι που του δείχνει προτίμηση. Στην πραγματικότητα ξεκινάει οικειοθελώς να τους βρει υπομένοντας τον πόνο και τις πληγές του ξυλοκοπήματος που ξέρει πως τον περιμένει, διαισθανόμενος πως το σώμα πρέπει να χτυπηθεί και να ζυμωθεί για να φουσκώσει και να ψηθεί σαν ψωμί.
«Σαν τον κουβά στο πηγάδι»
Μέσα σε αυτή την ιστορία, εκτός από τον πρώτο έρωτα, αναδύονται και θέματα αγαπητά στον συγγραφέα όπως η δικαιοσύνη, οι ομοιότητες ανθρώπων και ζώων, οι νόμοι της κοινωνίας και αυτοί της αγέλης, η βία, η μνήμη, οι ρίζες μας στον γενέθλιο τόπο και η ανάγκη της περιπλάνησης.
Στη συνέχεια αντιλαμβάνεται πως αυτό που θα τον κάνει να μεγαλώσει δεν είναι τόσο ο σωματικός πόνος όσο η εμπειρία του έρωτα. Μιλώντας για το σώμα του λέει ο αφηγητής: «Κοντά της αυτό αντιδρούσε μ’ ένα τίναγμα των σπονδύλων, ανοδικό, προς μια αιφνίδια ανάπτυξη. Αντιλαμβανόμουν το σώμα μου, το εσωτερικό του, δίπλα της: το χτύπο του αίματος στην επιφάνεια του καρπού, το θόρυβο του αέρα στη μύτη, το πηγαινέλα της μηχανής καρδιά-πνευμόνια. Δίπλα στο σώμα της εξερευνούσα το δικό μου, βουλιάζοντας μέσα μου, βροντώντας σαν τον κουβά στο πηγάδι». Ο αφηγητής λοιπόν οδηγείται δια των πληγών και δια της αγάπης σε μια βαθιά γνώση του εαυτού, σε μια γνώση που γίνεται «βροντώντας» στα τοιχώματα της ψυχής.
Ο δεκάχρονος ήρωας που ήταν βυθισμένος στα βιβλία και γνώριζε την αγάπη μόνο μέσα στις ιστορίες τους, θα την γνωρίσει πρώτη φορά κι από κοντά. «Άρα λοιπόν σου αρέσει η αγάπη;» τον ρωτάει το κορίτσι μετά από τα πρώτα τους φιλιά. «Είναι επικίνδυνη», απαντάει εκείνος. «Πληγώνουμε άθελά μας, κι έπειτα για χάρη κάποιας δικαιοσύνης, πληγώνουμε κι άλλο. Δεν είναι μια καντάδα στο μπαλκόνι, μοιάζει με καταιγίδα όταν φυσάει γαρμπής, η θάλασσα ανταριάζει κι ανακατεύεται στον πάτο. Δεν ξέρω αν μ’ αρέσει».
Μέσα σε αυτή την ιστορία, εκτός από τον πρώτο έρωτα, αναδύονται και θέματα αγαπητά στον συγγραφέα όπως η δικαιοσύνη, οι ομοιότητες ανθρώπων και ζώων, οι νόμοι της κοινωνίας και αυτοί της αγέλης, η βία, η μνήμη, οι ρίζες μας στον γενέθλιο τόπο και η ανάγκη της περιπλάνησης. Δεν παύει όμως στο κέντρο της να είναι μια ιστορία επίπονης ενηλικίωσης. Μια ιστορία που δεν παύει ανά τους αιώνες να παιδεύει τους συγγραφείς και να γοητεύει τους αναγνώστες.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια
Erri De Luca
Μτφρ. Άννα Παπασταύρου
Κέλευθος 2016
Σελ. 168, τιμή εκδότη €8,50