Για το μυθιστόρημα της Shirley Jackson Ζούσαμε πάντα σ' ένα κάστρο (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Στις 26 Ιουνίου 1948 το περιοδικό The New Yorker δημοσίευσε το διήγημα «The Lottery» της Σίρλεϊ Τζάκσον. Σε μια μικρή αμερικανική πόλη, κάθε χρόνο κληρώνεται με λαχνό ένα μέλος της κοινότητας, που θανατώνεται με λιθοβολισμό, ώστε να ’ναι καλή η σοδειά. Καμία άλλη ιστορία δημοσιευμένη στο The New Yorker δεν είχε προκαλέσει τέτοια θύελλα αντιδράσεων. Εκατοντάδες γράμματα έφτασαν στο περιοδικό: «Να πείτε στην κυρία Τζάκσον να μην πατήσει το πόδι της στον Καναδά», «Περιμένω μια προσωπική συγγνώμη από τη συγγραφέα», «Μου φαίνεται πως θα ’πρεπε να γίνω αναγνώστης του Saturday Evening Post», κ.ο.κ., ένα βουνό από οργισμένες επιστολές διαμαρτυρίας.
Η Σίρλεϊ Τζάκσον διαβάστηκε πολύ, συνάμα υποτιμήθηκε πολύ, και στα σαράντα οχτώ της χρόνια πέθανε, υπέρβαρη και μανιώδης καπνίστρια, έχοντας υποφέρει σ’ όλη της τη ζωή από νευρώσεις και ψυχοσωματικές παθήσεις.
Υπάρχει μια φωτογραφία της, όπου η Σίρλεϊ Τζάκσον κρατά το ένα από τα τέσσερά της παιδιά. Στη φωτογραφία υπάρχει ζεστασιά, αγάπη, μα και μια απρόσωπη απειλή που δεσπόζει πάνω από τη μητέρα με το παιδί της, σάμπως τα τούβλα στο φόντο, το μικρό παράθυρο, η καμινάδα, να έχουν αποχτήσει τη δική τους κακόβουλη ζωή. Η Σίρλεϊ Τζάκσον διαβάστηκε πολύ, συνάμα υποτιμήθηκε πολύ, και στα σαράντα οχτώ της χρόνια πέθανε, υπέρβαρη και μανιώδης καπνίστρια, έχοντας υποφέρει σ’ όλη της τη ζωή από νευρώσεις και ψυχοσωματικές παθήσεις.
Κατά κάποιον τρόπο η αίσθηση τρυφεράδας κι απειλής που υπάρχει στη φωτογραφία, είναι η αίσθηση που αποπνέει το Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο, από τα κορυφαία της έργα, μαζί με το The Haunting of Hill House (Οι δαίμονες του Χιλ Χάουζ, ο μάλλον ατυχής του τίτλος στα ελληνικά) και τα διηγήματα στη συλλογή The Lottery and Other Stories. Και πάνω απ’ όλα υπάρχει σε τούτη τη φωτογραφία μια αίσθηση αποξένωσης. Οι χαρακτηρισμοί «γοτθική λογοτεχνία» ή «τρόμου», που του έχουν αποδοθεί, είναι στρίμωγμα του έργου της Τζάκσον μέσα σε στενά παπούτσια και κορσέ. Όλα ανεξαιρέτως τα σημαντικά γραπτά της είναι λογοτεχνία της αποξένωσης και του ονείρου (ή του εφιάλτη).
Καταφυγή στη φαντασία, ξενότητα, υπερευαισθησία που δίνει ζωή σε καθετί άψυχο (στα δέντρα, στις πέτρες, στα έπιπλα) και μεγεθύνει τα πάντα: τους ήχους, τις εκφράσεις, τις κινήσεις – αυτά είναι τα χαρακτηριστικά τόσο της Έλινορ στο The Haunting of Hill House, όσο και της αλλοπαρμένης, δηλητηριάστριας, πυρομανούς Μέρικατ στο Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο. Ζει σ’ ένα χωριό, σ’ ένα μεγάλο σπίτι καταμεσής σ’ ένα περιφραγμένο κτήμα (το «κάστρο» στον τίτλο), μαζί με την αδελφή της την Κόνστανς, τον άρρωστο θείο τους τον Τζούλιαν, και το γάτο Τζόνας. Όλη η οικογένεια των δύο κοριτσιών πέθανε φαρμακωμένη από αρσενικό, και οι υποψίες έπεσαν πάνω στην Κόνστανς δίχως ποτέ να καταδικαστεί. Από τους τρεις, μονάχα η Μέρικατ έρχεται σε επαφή με τους κατοίκους του χωριού, μία φορά τη βδομάδα που πηγαίνει για ψώνια, μόνη εναντίον όλων σε τούτην την υποχρεωτική έξοδο που ’ναι αληθινός γολγοθάς.
Όλα ανεξαιρέτως τα σημαντικά γραπτά της είναι λογοτεχνία της αποξένωσης και του ονείρου (ή του εφιάλτη).
Προς το τέλος της ιστορίας, στη σκηνή μετά τη φωτιά, όταν οι χωριανοί σπάζουν και καταστρέφουν τα πάντα, παρουσιάζονται μέσ’ από τα μάτια της Μέρικατ σαν χυδαίος όχλος, μια αγέλη λυσσασμένων σκύλων· μα έπειτα, όταν πλέον το σπίτι έχει καεί κι ο θείος Τζούλιαν έχει πεθάνει, σπλαχνίζονται τις δύο αδελφές, αφού τις έχουν τιμωρήσει πρώτα επειδή διαφέρουν – γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι στους μικρούς τόπους.
«Θα μου άρεσε να έρθω ένα πρωί στο παντοπωλείο και να τους δω όλους, ακόμα και τους Έλμπερτ και τα παιδιά, να ψυχορραγούν ουρλιάζοντας από τον πόνο», σκέφτεται στην αρχή η Μέρικατ. «Τότε θα έπαιρνα μόνη μου τα ψώνια, περνώντας πάνω από τα πτώματά τους, διαλέγοντας από τα ράφια ό,τι μου έκανε κέφι, και θα γυρνούσα σπίτι, ρίχνοντας ίσως μια κλοτσιά στην κυρία Ντόνελ έτσι όπως θα ήταν πεσμένη κάτω».
Το καταφύγιο από τον εχθρικό περίγυρο είναι οι κανόνες που βάζει η Μέρικατ για τα πάντα («μου έβαλα έναν κανόνα», λέει και ξαναλέει) και η προσπάθεια τα πάντα να είναι σε τάξη, («αφότου είχαμε ξεσκονίσει, βάζαμε ξανά προσεκτικά τα πράγματα στη θέση τους, δεν αλλάζαμε ποτέ την τέλεια ευθυγράμμιση της χτένας από ταρταρούγα της μητέρας μας»). Είναι ένας παράξενα καθηλωμένος κόσμος απ’ όπου η μόνη φυγή είναι τ’ όνειρο, και παυσίπονο και παυσίλυπό του είναι τα φαγητά που με τόση αγάπη ετοιμάζει η Κόνστανς για την αδελφή της και τον θείο Τζούλιαν, οι σειρές τα βάζα με τουρσιά και μαρμελάδες στο κελάρι, οι πίτες, τα γλυκά.
Τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά της μπορεί να ’ναι τρομαχτικά, μα σε καμία περίπτωση δεν είναι ό,τι στενά αποκαλείται λογοτεχνία τρόμου. Είναι βαθιές ανατομικές σπουδές στην ψυχολογία ενός μοναχικού ανθρώπου μέσα σ’ έναν εχθρικό κόσμο.
Το μοναδικό ζητούμενο είναι η «ασφάλεια» από τους «έξω», όπως ενσαρκώνονται στο πρόσωπο ενός απρόσδεκτου επισκέπτη τους, του αγροίκου εξαδέλφου Τσαρλς. Για να προστατευτεί η Μέρικατ έχει τα περίαπτά της («το κουτί με τα ασημένια δολάρια που είχα θάψει δίπλα στο ρέμα, την κούκλα που είχα θάψει στον μεγάλο αγρό και το βιβλίο που είχα καρφώσει στο δέντρο στο πευκοδάσος»). Σαν σε κατάδεσμο γράφει με τη λαβή ενός κουταλιού τη λέξη μελωδία στη μαρμελάδα βερίκοκο πάνω στο ψωμί της, και μέσα σ’ ένα ποτήρι, πάλι για προστασία, λέει τη λέξη Πήγασος, το γεμίζει με νερό και το πίνει.
Όλο το Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο, ευαίσθητα μεταφρασμένο με τον σωστό τόνο από τη συγγραφέα και μεταφράστρια Βάσια Τζανακάρη, είναι μια μαγική και τρομερή βύθιση στο μυαλό της Μέρικατ, όπως όλο το The Haunting of Hill House είναι μια ίδια βύθιση στο νου της Έλινορ.
Ξεχωριστή, σπουδαία φωνή των αμερικανικών γραμμάτων μες στον περασμένο αιώνα, η Σίρλεϊ Τζάκσον είχε την ατυχία το ουσιαστικά αταξινόμητο έργο της συχνά να παρουσιαστεί, και ακόμα να παρουσιάζεται, με λάθος τρόπο. Εντέλει, τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά της μπορεί να ’ναι τρομαχτικά, μα σε καμία περίπτωση δεν είναι ό,τι στενά αποκαλείται λογοτεχνία τρόμου. Είναι βαθιές ανατομικές σπουδές στην ψυχολογία ενός μοναχικού ανθρώπου μέσα σ’ έναν εχθρικό κόσμο.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Ζούσαμε πάντα σ' ένα κάστρο
Shirley Jackson
Μτφρ. Βάσια Τζανακάρη
Μεταίχμιο 2016
Σελ. 248, τιμή εκδότη €15,50