Σκέψεις για τους νέους συγγραφείς, με αφορμή το μυθιστόρημα του 35χρονου Tristan Garcia Φαμπέρ - Ο καταστροφέας (μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Από μια άποψη παραμένουν παιδιάστικα μειράκια, άκαπνοι και τίγκα στο άγχος ημιαδρανείς ημιπολίτες, θαρρείς παρείσακτοι σε έναν κόσμο που είναι ολοένα και πιο αφιλόξενος, σαστισμένοι τουρίστες της ύπαρξης – και από την άλλη μοιάζουν αιφνιδίως γερασμένοι, ξηροί καρποί που δεν ήσαν άγουροι ποτέ, βαρυμένοι με ευθύνες που τους υπερβαίνουν, ενώ η πυξίδα έχει πέσει από την προσκοπική κωλότσεπη και έχει χαθεί πια ο όποιος προσανατολισμός.
Διαβάζω με ολοένα μεγαλύτερη επιμονή τα μυθιστορήματα των τριαντακάτι που μιλάνε για τους τριαντακάτι. Η αμηχανία μοιάζει να είναι το είδος τους. Οι δανεικοί καημοί είναι κάτι σαν οδοδείκτες, κάτι σαν χειρολαβές για να κρατηθούν. Η κριτική κατά των μεγαλύτερων γίνεται σχεδόν πάντα με τρόπους σπασμωδικούς, με μια διάθεση εσπευσμένης, και άρα πρόχειρης, απόρριψης που μάλλον μένει στην επιφάνεια. Το άγχος να βρουν χώρο, να πιάσουν αμπάριζα, κάπου να σταθούν, μολύνει μεγάλο μέρος από την λογοτεχνική τους παραγωγή. Ακόμα και η ειλικρίνειά τους, όταν πασχίζει να αρθρωθεί στιβαρά, θυμίζει πιο πολύ συνδυασμό τραυλής τραχύτητας και ταχύτητας παρά λογισμό και όνειρο.
Τελειώνεις το σχεδόν πεντακοσίων μυθιστόρημα και αναρωτιέσαι όχι γιατί το διάβασες, όχι γιατί το έγραψε ο Garcia, αλλά για το εάν και πότε αυτή η γενιά θα αγαπήσει κάτι αληθινά, έστω και τον εαυτό της.
Ο Tristan Garcia (Τουλούζη, 1981) υπογράφει το φιλόδοξο, στο σχέδιό του, μυθιστόρημα Φαμπέρ - Ο καταστροφέας (μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου, εκδ. Πόλις). Από τις πρώτες σελίδες βάζει τον αναγνώστη σε ένα κλίμα που προμηνύεται συναρπαστικό. Και παραμένει. Και εδώ είναι το νόστιμο: παρασύρεσαι, όμορφα κι ωραία, στα σκαμπανεβάσματα της γενιάς των τριαντακάτι, μυείσαι στα όσα μυήθηκε, ακούς (και εσύ) τα τραγούδια που τη γαλούχησαν, ρίχνεις λοξές ματιές στα βιβλία και τους συγγραφείς, στα ιδεολογήματα και τους στοχαστές που την έκαναν να θεριέψει, μπαίνεις στις κάμαρές τους, ακούς τις σκέψεις τους, κοινωνείς τις αγωνίες τους, λαμβάνεις πολλές πληροφορίες και πολύ υλικό, μπλέκεις σε μια υπόθεση μυστηρίου που έχει ένα άρωμα τόσο νοσταλγίας όσο και εκδίκησης, περιπλανιέσαι σε σελίδες που μοιάζουν με λογοτεχνίζουσα κοινωνιολογία, περνάς σε άλλες που είναι κάτι σαν κοινωνιολογίζουσα λογοτεχνία, αναρωτιέσαι ποιος φταίει και γιατί, φτάνεις σε σκηνές σπλάτερ αλιευμένες από ανθυπομιμητές του Στίβεν Κινγκ, λαχανιάζεις και κοντοστέκεσαι εκεί όπου η πένα του Garcia αποφασίζει να σοβαρευτεί, τελειώνεις το σχεδόν πεντακοσίων σελίδων μυθιστόρημα και αναρωτιέσαι όχι γιατί το διάβασες, όχι γιατί το έγραψε ο Garcia, αλλά για το εάν και πότε αυτή η γενιά θα αγαπήσει κάτι αληθινά, έστω και τον εαυτό της — ή μάλλον εάν και πότε θα αγαπήσει τον εαυτό της μπας και καταφέρει να αγαπήσει, να ερωτευτεί, να παθιαστεί, να στοχαστεί, να τρελαθεί λίγο ώστε να μπορέσει να λογικευτεί, και να λογικευτεί, πολύ και βαθιά, ώστε να δικαιούται να τρελαίνεται πού και πού.
Ο Tristan Garcia
|
Ο Φαμπέρ είναι ένας λαβύρινθος με είσοδο την προεφηβική ηλικία και έξοδο αυτήν των τριαντακάτι. Ο Μπαζίλ, η Μαντλέν, και ο Φαμπέρ ανακαλύπτουν τον κόσμο, ψηλαφούν την πραγματικότητα, κάνουν όνειρα από πιτσιρικάδες, και οι δύο πρώτοι, με leader τον απρόβλεπτο και ατρόμητο Φαμπέρ, οδηγούνται στις ατραπούς της εξέγερσης. Αλλά, εν συνεχεία, οι δύο πρώτοι, με την ενηλικίωση, περνάνε στον επισφαλή μικροαστισμό των προκατασκευασμένων και προσυσκευασμένων τρόπων ζωής που προσφέρονται με έντοκες δόσεις από το λεγόμενο σύστημα, ενώ ο τρίτος, τάχατες «Κατά τον δαίμονα εαυτού», όπως διαβάζουμε στον τάφο του Τζιμ Μόρισον, εμμένει σε μιαν ατελέσφορη σφαδάζουσα επαναστατικότητα. Αλλά πριν από αυτό, διαπράττει ένα έγκλημα: σκοτώνει εκ λάθους έναν τραγικά αθώο άνθρωπο, ενώ ήθελε να ξεκάνει έναν που του φαινόταν ένοχος και απεχθής, τομάρι πουλημένο και εκμεταλλευτής ονείρων και ψυχών — όπως και να ᾽χει ήθελε να καθαρίσει, αλλά καθάρισε λάθος άνθρωπο.
Τα χρόνια κυλάνε, ο Μπαζίλ γράφει το μυθιστόρημα των χρόνων που κύλησαν, και των όσων δράσεων οδήγησαν στο έγκλημα, καθώς ο Garcia έχει αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το χιλιοχρησιμοποιημένο τέχνασμα του «μυθιστορήματος μέσα στο μυθιστόρημα» — η «νύχτα εναλλάσεται με νύχτα», καταπώς τραγουδούσε ο Σαββόπουλος, ένα σχέδιο εκδίκησης των Μπαζίλ και Μαντλέν κατά του Φαμπέρ εξυφαίνεται σχεδόν ηλιθιωδώς και άνευ λόγου, ο Φαμπέρ καλείται να επιστρέψει, και επιστρέφει όντως στη μικρή άχαρη πόλη της Γαλλίας όπου υποτίθεται ότι συμβαίνουν όλα αυτά, κακοχωμένες σκηνές ροκ εναλλάσσονται με κακοχωνεμένες πολιτικές του πολτού, ποιητικές εξάρσεις σκάνε σαν τζούφια πυροτεχνήματα σε έναν αέρα πηχτόν από το τίποτα της ανίας, και, όσο πιο πολύ επιτείνεται, επιφανειακά, η ένταση τόσο περισσότερο ο αναγνώστης κυριεύεται από την ιδέα ότι ο φιλόδοξος συγγραφέας τα θαλάσσωσε.
Αφού καταβρόχθισα βουλιμικά το μυθιστόρημα και έμεινα με τις ώρες να κοιτάζω το θαυμάσιο εξώφυλλό του, σκεπτόμενος ποια στ᾽ αλήθεια είναι αυτή η Γενιά των Τριαντακάτι και πού πάει, άλλο δεν άκουγα, νοερά, ξανά και ξανά, παρά ένα τραγούδι που δέσποσε δυναμικά σε μια περιπετειώδη συναυλία, και μου καρφώθηκαν οι στίχοι του ρεφραίν του στο μυαλό: «Είμαι παντού, παντός και πάντα,/ είμαι εντός, εκτός κι αμήν./ Γέρασα πριν απ’ τα τριάντα/ μονάχα για τα προς το ζην».
Παρά τις πολλές και ωραίες και δυνατές μουσικές που κυκλοφορούν στις σελίδες του Φαμπέρ — ο Garcia μάς κερνάει από Pink Floyd και Wish You Were Here μέχρι Nirvana, γαλλικό hip-hop, Dire Straits, Βιβάλντι, Stone Roses, Thugs, Smiths, New Order, Echo and the Bunnymen, και ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου—, αφού καταβρόχθισα βουλιμικά το μυθιστόρημα και έμεινα με τις ώρες να κοιτάζω το θαυμάσιο εξώφυλλό του, σκεπτόμενος ποια στ᾽ αλήθεια είναι αυτή η Γενιά των Τριαντακάτι και πού πάει, άλλο δεν άκουγα, νοερά, ξανά και ξανά, παρά ένα τραγούδι που δέσποσε δυναμικά σε μια περιπετειώδη συναυλία, και μου καρφώθηκαν οι στίχοι του ρεφραίν του στο μυαλό: «Είμαι παντού, παντός και πάντα,/ είμαι εντός, εκτός κι αμήν./ Γέρασα πριν απ’ τα τριάντα/ μονάχα για τα προς το ζην».
Το μυθιστόρημα του Garcia μοιάζει να είναι μια ατέρμονη, πότε συναρπαστική και πότε αφόρητα βαρετή, άλλοτε συγκροτημένη και άλλοτε χαοτική, ανάπτυξη των στίχων αυτών του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη. Μια ανάπτυξη με αστραφτερά ευφυείς φράσεις ανακατεμένες με αποσβολωτικές κοινοτοπίες, εμπλουτισμένη με μια θαυμαστή ευρυμάθεια που όμως μοιάζει κουραστική και περιττή. Η φιλοδοξία είναι η παγίδα που έστησε ο ίδιος ο Garcia στον εαυτό του. Και δεν την απέφυγε. Οι δικοί μας Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978), με τον στρωτό και καλογραμμένο, ήπιων τόνων Καρυότυπο (εκδ. Κίχλη) και ο Λευτέρης Καλοσπύρος (Αθήνα, 1980), με την καλώς συγκερασμένη Μοναδική Οικογένεια (εκδ. Πόλις), καταφέρνουν πολύ καλύτερα να εκφράσουν τους Τριαντακάτι. Ομοίως και ο Χιλιανός, και κατά τι γηραιότερος, Αλεχάντρο Σάμπρα (Σαντιάγο, 1975) με το ηδύτατα γοητευτικό μικρού μήκους μυθιστόρημα Τρόποι να γυρίζεις σπίτι (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος), για το οποίο έχει γράψει διεξοδικά ο Νίκος Ξένιος στην Bookpress (δες: http://www.bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/zambra-alejandro-ikaros-tropoi-na-gurizeis-spiti).
Κλείνοντας παραθέτω μια από τις πιο δυνατές φράσεις του Garcia, υποσχόμενος να επανέλθω στο θέμα των Τριαντακάτι και της αμήχανης και σπασμωδικής σύγκρουσης των γενεών, του παλαιού με το καινούργιο, του άλλοτε με το νυν, και της γόνιμης διαλεκτικής παρελθόντος/παρόντος/μέλλοντος όπως αυτή ξεδιπλώνεται στη μυθιστοριογραφία: «Η μουσική είναι σαν το μετεωρολογικό δελτίο: σου λέει τι καιρό κάνει. Τον τόπο, την εποχή. Την καταιγίδα που θα αργήσει να έρθει». Αλλά, συμπληρώνω, και την καταιγίδα, κυρίως αυτήν, που δεν θα αργήσει να έρθει.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Φαμπέρ
Ο καταστροφέας
Tristan Garcia
Μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου
Πόλις 2016
Σελ. 496, τιμή εκδότη €20,00