Για το μυθιστόρημα του Jonathan Coe, Αριθμός 11 ή Ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η δομή του τελευταίου μυθιστορήματος του Jonathan Coe (αγγλική έκδοση 2015) μοιάζει με πυραμιδωτή σκάλα ή καλύτερα, αν λάβουμε υπόψη μας το τέλος, με ιστό, όπου όλα συγκλίνουν σε ένα αδιόρατο, στην αρχή τουλάχιστον, κέντρο. Σ’ αυτό τείνει η νεαρή πρωταγωνίστρια Ρέιτσελ, που φτάνει στην πολιτική της αφύπνιση και δη στην εσωτερική εξέγερση, αλλά κι εκεί οδηγούνται όλοι οι «ένοχοι», οι οποίοι πέφτουν θύματα μιας από μηχανής τιμωρού αράχνης.
Στα πρώτα σκαλιά της πυραμίδας βρίσκεται η διαφορετικότητα - και ο επακόλουθος ρατσισμός απέναντι σε ό,τι κλονίζει τη συντηρητική ισορροπία μας.
Στα πρώτα σκαλιά της πυραμίδας βρίσκεται η διαφορετικότητα – και ο επακόλουθος ρατσισμός απέναντι σε ό,τι κλονίζει τη συντηρητική ισορροπία μας. Οι μαύροι που «αμαυρώνουν» το λευκό κατεστημένο, η αντισυμβατική γυναίκα με τα τατουάζ που είναι εξαρχής τρελή και δη ύποπτη, οι αλλοδαποί άστεγοι που, ενώ τους εκμεταλλευόμαστε εργασιακά, τους περιθωριοποιούμε και τους ενοχοποιούμε, οι ομοφυλόφιλοι που διαφοροποιούνται σεξουαλικά, οι άνθρωποι με σωματικά ελαττώματα, οι αφανείς σε έναν κόσμο επωνύμων, έστω και μετρίων, οι μεγάλοι σε ηλικία σε μια νεολαγνική κοινωνία, οι φτωχοί δίπλα σε πάμπλουτους κ.ά.
Το έργο, όπως προϊδέασα, είναι σπονδυλωτό, αφού από ιστορία σε ιστορία παραμένει σταθερό το νούμερο 11 (ως αριθμός κατοικίας, ως γραμμή λεωφορείου κ.λπ.) και δύο πρόσωπα που μεταπηδάνε από τη μία στην άλλη, οι δυο πάλαι ποτέ φίλες, η Ρέιτσελ και η ομοφυλόφιλη μαύρη Άλισον. Αυτοί οι εξωτερικοί άξονες συνοδεύονται από τρεις εσωτερικούς, οι οποίοι οδηγούν στα ανώτερα σκαλοπάτια και τελικά επιτυγχάνουν το λογοτεχνικό αποτέλεσμα: αφενός, η εκμετάλλευση και η ανηθικότητα-παρανομία με την οποία οι πλούσιοι αυγαταίνουν τα κέρδη ή τη φήμη τους εις βάρος των αδυνάτων, αφετέρου οι ποικίλες οπτικές γωνίες με τις οποίες οι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο και οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, και τέλος η κοινή γνώμη που διαμορφώνει στερεότυπα και αποδοκιμάζει ή επιδοκιμάζει καταστάσεις και πρόσωπα. Αυτή μάλιστα χτίζεται είτε στο πλαίσιο ενός μικρού μέρους, όπου οι αλλοτριοφοβικές αντιλήψεις αναπαραράγονται και συντηρούνται εύκολα, είτε στο πλαίσιο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, τα οποία διαμορφώνουν με στοχευμένο μοντάζ τον τρόπο σκέψης των πολλών.
Σπονδυλωτή όμως είναι η δομή του βιβλίου και επειδή το αρχικό θέμα της διαφορετικότητας δίνει ανεπαίσθητα τη θέση του σε άλλα, για να ολοκληρωθεί το παζλ της βρετανικής κρίσης, το ίδιο το αρχικό θέμα επανέρχεται και χάνεται, παραλλάσσεται και υπολανθάνει, δίνει τη σκυτάλη στη φτώχια και την κοινωνική αναταραρχή, στην πολιτική καχυποψία, στον ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης (προπαγάνδα, ελευθερία λόγου, ριάλιτυ κ.ά.), στον άμετρο και ανήθικο πλουτισμό, στις διάφορες παθογένειες δηλαδή της βρετανικής κοινωνίας η οποία ζει μισολιπόθυμη, οδηγούμενη εν αγνοία της στο επακόλουθο Brexit.
Ο αριθμός 11, ενώ παίζει διαφορετικό ρόλο σε καθεμιά από τις πέντε ιστορίες, παραπέμπει μονίμως στο νούμερο της κατοικίας του εκάστοτε Υπουργού Οικονομίας.
Στην ουσία τα δύο κορίτσια, η Ρέιτσελ και η φίλη της, ενηλικιώνονται μέσα από τη συνολική πορεία της Βρετανίας, που διακρίνεται πλέον από λιτότητα και οικονομικό τσίτωμα: από τις διακοπές στο σπίτι του παππού και το μυστηριώδες σπίτι του αριθμού 11 έως τη ζάπλουτη οικία της οικογένειας του σερ Γκίλμπερτ Γκαν κι από τη μιντιακή εικόνα της ζωής μέχρι τα συσσίτια για φτωχούς και την επιδοματική πολιτική του κράτους. Ο αριθμός 11, ενώ παίζει διαφορετικό ρόλο σε καθεμιά από τις πέντε ιστορίες, παραπέμπει μονίμως στο νούμερο της κατοικίας του εκάστοτε Υπουργού Οικονομίας.
Ο Jonathan Coe συνεχίζει την πολιτική σάτιρα του βιβλίου του Τι ωραίο πλιάτσικο, αναμιγνύοντας το σοβαρό με σκηνές χιούμορ, τη συγκίνηση με την ελαφρότητα, το ιδιωτικό που έξαφνα γίνεται δημόσιο με το εθνικό. Ο αναγνώστης σαγηνεύεται από το ύφος, που επειδή δεν είναι εξεζητημένο, αλλά απλό, φυσικό και ρέον, ρολάρει πάνω στην ανάγνωση χωρίς προσκόμματα. Η αφήγηση δηλαδή, δουλεμένη πολύ και λειασμένη σε όλες της τις γωνίες, παραγκωνίζει το ασυνεχές του θέματος, κάνει εσωτερικές και εξωτερικές παραπομπές, φέρνει σταδιακά το ένα θέμα να θηλυκώσει με το άλλο, αρκεί ο αναγνώστης να είναι ενεργός και να αναζητεί τα νήματα του κειμένου.
Θέλει πολλή προσοχή και ίσως μια δεύτερη ανάγνωση για να καταλάβει κανείς τις νοηματικές άκρες, τα υπόρρητα δεδομένα, τις συνάψεις, το κοινωνικό χαλί, και να συνδέσει έτσι τα σκόρπια στοιχεία των πέντε κεφαλαίων σε ένα όλο. Θέλει μεταμοντέρνες προσλαμβάνουσες για να μπορέσει κανείς να πειθαρχήσει το ετερόκλητο υλικό και να το εντάξει σε μία ή μάλλον σε περισσότερες γραμμές πλεύσης. Θέλει πολιτικούς κώδικες και γνώσεις της βρετανικής κοινωνίας, η οποία εν μέρει αντανακλά την ευρωπαϊκή μετακύλιση προς την οικονομική και πολιτισμική ύφεση.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Αριθμός 11
Ή ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα
Jonathan Coe
Μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη
Πόλις 2016
Σελ. 528, τιμή εκδότη €20,00