
Για τη συλλογή διηγημάτων του Miroslav Penkov Ανατολικά της Δύσης (μτφρ. Άκης Παπαντώνης, εκδ. Αντίποδες).
Του Νίκου Ξένιου
Για μιαν ακόμη φορά αποδεικνύεται πως υπάρχουν δύο παράγοντες που συχνά συμβάλλουν στην παραγωγή καλής λογοτεχνίας: η διπλή εθνικότητα (και διγλωσσία) του συγγραφέα από τη μια, το πανεπιστημιακό εργαστήρι δημιουργικής γραφής από την άλλη. Μελετώντας τη ζωή των τουρκοκρατούμενων Βαλκανίων στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου Δυτικής Ιστορίας, ο Μιροσλάβ Πένκοφ, βούλγαρος μετανάστης και φοιτητής στο Αρκάνσας των Η.Π.Α., μετέφρασε για τον καθηγητή του ένα κείμενο από τα Βουλγαρικά. Αυτό του ανακίνησε παιδικές μνήμες και τον οδήγησε στη συγγραφή της συλλογής διηγημάτων Ανατολικά της Δύσης.
Η συλλογή αντλεί το θεματολόγιό της από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και των απελευθερωτικών κινημάτων, από την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, από την άνοδο και την πτώση του εφαρμοσμένου Σοσιαλισμού, από τη διαχρονική μοίρα Χριστιανών και Μουσουλμάνων, ακόμη και από το φαινόμενο της μετανάστευσης στη σύγχρονη Βουλγαρία. Πρόκειται για ένα βιβλίο με απόλυτα προσωπικό ύφος, σε εξαιρετική μετάφραση, που κυκλοφορεί σε μια άρτια επιμελημένη έκδοση.
Δώθε και κείθε του ποταμού, δώθε και κείθε της ιδεολογίας
Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, το «Ντεβσιρμέ», η «ομορφότερη γυναίκα του κόσμου» (η προγιαγιά του αφηγητή) και ο νεαρός γενίτσαρος Αλή Ιμπραήμ πλέκουν θρύλους που ταξιδεύουν στον Δούναβη, στις κορυφές του Αίμου, στα στενά του Βοσπόρου και φτάνουν στο παλάτι του Σουλτάνου, στην Κωνσταντινούπολη. Σαν σε δημοτικό τραγούδι, και σε έντονη αντίστιξη προς το αφηγηματικό παρόν (ενός αποτυχημένου συζύγου και πατέρα, που περνά το ειθισμένο Σαββατοκύριακο με την κόρη του), η μοίρα του γενίτσαρου ξεπερνά τα όρια του παιδικού παραμυθιού και οικοδομεί ένα παράλληλο σύμπαν.
Τα κρατικά σύνορα μετατρέπονται σε ψυχικά σύνορα, ο ξενιτεμός βιώνεται ως ψυχική αλλοτρίωση και η μνήμη της γλώσσας και της Ιστορίας συνιστούν τους συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στο παρόν και στα απολεσθέντα εθνοτικά γνωρίσματα.
Είναι εμφανές το αίσθημα διχασμού που συγκλονίζει τον συγγραφέα: «το ποτάμι που χωρίζει το χωριό στα δύο έγινε το σύνορο: ό,τι ήταν ανατολικά του ποταμού έμεινε στη Βουλγαρία και ό,τι ήταν δυτικά ανήκε πια στη Σερβία». Είναι χαρακτηριστική η αποξένωση ανάμεσα σε πρόσωπα που αγαπιούνται και τα οποία αντικειμενικές συνθήκες χωρίζουν. Τα κρατικά σύνορα μετατρέπονται σε ψυχικά σύνορα, ο ξενιτεμός βιώνεται ως ψυχική αλλοτρίωση και η μνήμη της γλώσσας και της Ιστορίας συνιστούν τους συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στο παρόν και στα απολεσθέντα εθνοτικά γνωρίσματα, ανάμεσα στη «σούπα» της πολυεθνικής αμερικανικής κοινωνίας και στο καυτό ψηφιδωτό τοπικισμού και εθνικής διαφοροποίησης της Βουλγαρίας.
Οι χάνοι, οι τσάροι, το Κόμμα και το παραμύθι
Το ίδιο συμβαίνει και με την ιδεολογία: το «Αγοράζοντας τον Λένιν» δημοσιεύθηκε στη συλλογή Best American Short Stories 2008 σε επιμέλεια Σαλμάν Ρουσντί: ένας παππούς με αμετακίνηστη πεποίθηση στο κομμουνιστικό καθεστώς σταδιακά υποχωρεί από τις θέσεις του ενώ ο εγγονός που επιλέγει το αμερικανικό όνειρο λίγο λίγο επιστρέφει στα πατρογονικά εδάφη. Ιδιαίτερα κριτικός απέναντι στον συντηρητισμό και τη στενομυαλιά των συντοπιτών του, ο συγγραφέας γκρεμίζει, μία προς μία, τις ιδεοληψίες που αποδείχτηκε ότι κάθε άλλο παρά συνέχουν ένα λαό. Ανάμεσα στα σύμβολα που αποκαθηλώνονται μέσα στο πλαίσιο ενός και μόνου διηγήματος («Οι ληστές του σταυρού») είναι και ο χριστιανικός σταυρός, καθώς και η μη εξαργυρώσιμη έννοια της Ευφυΐας. Αντιδρώντας στην ισοπέδωση και την εξαφάνιση, κάποιοι προσπαθούν να γράψουν τα παιδιά τους σε αγγλόφωνα κολλέγια, γιατί τα θεωρούν ταλαντούχα, και παίζουν «ζβάρκα» με την τράπουλα. Ο νεκροζώντανος μοναχός του διηγήματος κινείται ανάμεσα στον μύθο και την παραίσθηση, όμως κρατά σταθερά τη σαρκική του επαφή με την πραγματικότητα.
Οι γενναίοι ήρωες του Πένκοφ περνούν ποτάμια και κοιλάδες, κοιμούνται και συνομιλούν με τους νεκρούς, έχουν χαλαρό αξιακό σύστημα και επανέρχονται σε συγκεκριμένες συνήθειες: τρώνε γλυκό «γκαράς» και απευθύνονται στον πατέρα τους με τα υποκοριστικά «ντιάντκα» («γέρο») και «τάτε» («μπαμπά»).
Οι γενναίοι ήρωες του Πένκοφ περνούν ποτάμια και κοιλάδες, κοιμούνται και συνομιλούν με τους νεκρούς, έχουν χαλαρό αξιακό σύστημα και επανέρχονται σε συγκεκριμένες συνήθειες: τρώνε γλυκό «γκαράς» και απευθύνονται στον πατέρα τους με τα υποκοριστικά «ντιάντκα» («γέρο») και «τάτε» («μπαμπά»). Τρώνε γιαουρτόσουπα και πίνουν παρβάκ από την πρώτη απόσταξη των σταφυλιών. Αναθυμούνται τον εκχριστιανισμό της χώρας τους από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο και διαβάζουν ποίηση των προγόνων τους, πιστεύουν σε νεράιδες και ξωτικά, αλλάζουν τα τουρκικά ονόματα σε βουλγαρικά και κλείνουν τα τζαμιά, μεταναστεύουν, αποξενώνονται και πεθαίνουν μακριά από τον τόπο τους.
Η καταλυτική λειτουργία της μνήμης μιας κάποιας πατρίδας
Μεγάλο βάθος στο γράψιμο του Πένκοφ προσλαμβάνει η συναίσθηση του παράλογου, την οποία ο συγγραφέας διαχειρίζεται με πικρό χιούμορ, αποδίδοντας ανθρώπινες συγκινήσεις, πολιτιστικές ρίζες και έμφυτες αδυναμίες των ομοεθνών του. Διαχειρίζεται με ωριμότητα τη μαζική αυταπάτη και εκφράζει τη θλίψη του για τη μοίρα της χώρας του, που διώχνει τον ένα στους οκτώ νέους για να βρουν μια καλύτερη ζωή στη Δύση. Τέλος, καταρρίπτει μιαν ακόμη μαζική ψευδαίσθηση, αυτήν της «βουλγαρικής ταυτότητας», τόσο παραποιημένης ήδη στον ρου της Ιστορίας από συμβιβασμούς ανάμεσα σε Μουσουλμάνους, Πομάκους και γηγενείς Βουλγάρους, μιας ταυτότητας που για μιαν ακόμη φορά γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη Δύση και χάνει τον ιδεαλιστικό της χαρακτήρα.
Στη «Μακεδονία» ο συγγραφέας συνθέτει μέσω της αλληλογραφίας και της μαρτυρίας ένα αδιέξοδο ερώτων, υποσχέσεων και σχεδιασμών ζωής που παρεξέκλιναν της αρχικής τους πορείας. Η Βέρα και ο Μύτης συναντιούνται κολυμπώντας στο βουλιαγμένο εκκλησάκι, στη μέση του ποταμού που χωρίζει τους λαούς τους: αυτό θα μείνει και το μοναδικό σημείο συνάντησής τους. Η πραγματικότητα θα τους χωρίσει για πάντα. Το σιωπηρό πένθος, η φωτογράφιση των νεκρών και η συναίσθηση της ετερότητας σε ξένο τόπο διαδραματίζουν σημαντικό αισθητικό ρόλο στη δημιουργία του διηγήματος «Φωτογραφία με τη Γιούκι». Στον «Νυχτερινό ορίζοντα» η θηλυκότητα συνθλίβεται από το ένστικτο της επιβίωσης, το σώμα της Κεμάλ «δεν είναι δικό της σώμα, το όνομά της δεν είναι δικό της όνομα», ενώ η μουσική της γκάιντας πλαισιώνει το μυθολογικό σκηνικό μιας ψυχικής καταστροφής.
Κυρίαρχο συναίσθημα απώλειας και τραυματισμού, ωμότητα και αποκτήνωση ως απόρροια των απάνθρωπων συνθηκών ζωής, η αθεράπευτη αναπόληση περασμένων εποχών και ένας έντονος ρομαντισμός, εμποτισμένος με μια βαρύτατη ιστορική κληρονομιά, όλα μαζί παράγουν αυτές τις πρωτότυπες, αλληλοδιαπλεκόμενες αφηγήσεις, που κύριο γνώρισμά τους είναι η αποτίναξη της ατομικής και της ιστορικής ενοχής.
Ήχοι και αρώματα από ταινίες του Ντουσάν Μακαβέγιεφ, βασανισμένα Βαλκάνια με απρόβλεπτες αλλαγές συνόρων, η ψυχολογική σύγκρουση που προκύπτει από το «ανήκειν» στη μια ή στην άλλη πλευρά. Κυρίαρχο συναίσθημα απώλειας και τραυματισμού, ωμότητα και αποκτήνωση ως απόρροια των απάνθρωπων συνθηκών ζωής, η αθεράπευτη αναπόληση περασμένων εποχών και έντονος ρομαντισμός, εμποτισμένος με μια βαρύτατη ιστορική κληρονομιά, όλα μαζί παράγουν αυτές τις πρωτότυπες, αλληλοδιαπλεκόμενες αφηγήσεις, που κύριο γνώρισμά τους είναι η αποτίναξη της ατομικής και της ιστορικής ενοχής.
Ο Μιροσλάβ Πένκοφ γεννήθηκε το 1982 στη Βουλγαρία και πήγε στις Η.Π.Α. το 2001 για να σπουδάσει Ψυχολογία και Δημιουργική Γραφή. Με μια μητέρα να του διηγείται τις περιπέτειες δύο μικρών ιπποπόταμων και τον πατέρα του να του αφηγείται τις περιπέτειες των χάνων, των τσάρων, των γενίτσαρων και των επαναστατών κατά των Τούρκων από τη βουλγαρική ιστορία [1], ο νεαρός Μιροσλάβ δόμησε σταδιακά ένα αφηγηματικό σύμπαν που είναι εμφανές στο έργο του, αρχίζοντας να αφηγείται ψευδοαμερικανικές ιστορίες στυλ Στήβεν Κινγκ, που σήμερα τις αποκηρύσσει. Από το 2001 ο Πένκοφ εργάζεται ως αναπληρωτής καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Τέξας.
[1] Η Βουλγαρία ιδρύθηκε το 681 μ.Χ. και για έξι αιώνες υπήρξε μεγάλη δύναμη. Μετά πέρασε στην οθωμανική κυριαρχία και μόνο το 1878 μπόρεσε να αποκτήσει πάλι τη δική της, ανεξάρτητη πορεία. Η ιδέα μιας Μεγάλης Βουλγαρίας προκάλεσε τη διαιρετική παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων και τη συμμαχία της χώρας με τη Γερμανία, που την οδήγησε σε μεγάλη απώλεια εδαφών. Ακολούθησαν ο έρωτας ενός μέρους της βουλγαρικής νεολαίας με τον Κομμουνισμό, το κίνημα του 1923 και η κατάπνιξή του από τους τσαρικούς, που είχαν ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση της μοναρχίας μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο και την επικράτηση του Κομμουνισμού για σαράντα πέντε χρόνια.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Ανατολικά της Δύσης
Μια χώρα σε ιστορίες
Miroslav Penkov
Μτφρ. Άκης Παπαντώνης
Αντίποδες 2016
Σελ. 270, τιμή εκδότη €13,80