Για το μυθιστόρημα της Edith Wharton Καλοκαίρι (μτφρ. Έλλη Έμκε, εκδ. Παπαδόπουλος).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Το Καλοκαίρι της Ίντιθ Γουόρτον είναι πικρή ιστορία, αλλά ως ένα σημείο ξετυλίγεται μ’ αλαφράδα και φωτεινότητα που ξεγελούν τον αναγνώστη, έτσι η ήττα στο τέλος τον βρίσκει απροετοίμαστο, όταν όλο κι όλο μέσα σ’ ένα καλοκαίρι η Τσάριτι Ρόγιαλ, βιβλιοθηκάριος στο ασήμαντο Νορθ Ντόρνερ, βλέπει πρώτα ν’ ανοίγονται μπρος της κόσμοι μέσ’ από τον έρωτά της για τον Λούσιους Χάρνεϊ, έναν νεαρό αρχιτέκτονα που ’χει επισκεφτεί τον Νορθ Ντόρνερ για να μελετήσει τα παλιά κτήρια, κι έπειτα, στο τελείωμα κείνου του σύντομου καλοκαιριού που τη σημαδεύει παντοτινά, η Τσάριτι βλέπει να γκρεμίζονται όλοι εκείνοι οι κόσμοι που ’χει πλάσει με τη φαντασία της.
Έχοντας ωριμάσει ίσως, και περιμένοντας να γίνει μητέρα, επιλέγει τη μόνη ρεαλιστική λύση, που μάλιστα την κάνει να νιώθει «ασφαλής», και «τη σφιγμένη καρδιά της να φτεροκοπά από ανακούφιση». Κάνει ένα γάμο από ανάγκη, μα η ίδια σαν να είναι απούσα κάνοντάς τον.
Έχοντας ωριμάσει ίσως, και περιμένοντας να γίνει μητέρα, επιλέγει τη μόνη ρεαλιστική λύση, που μάλιστα την κάνει να νιώθει «ασφαλής», και «τη σφιγμένη καρδιά της να φτεροκοπά από ανακούφιση». Κάνει ένα γάμο από ανάγκη, μα η ίδια σαν να είναι απούσα κάνοντάς τον. «Ένιωσε μια βέρα, που της ήταν πολύ μεγάλη, να γλιστράει πάνω στο λιγνό της δάχτυλο. Κατάλαβε τότε πως ήταν παντρεμένη». Και «για ένα δευτερόλεπτο, ένιωσε ξανά την παρόρμηση να φύγει. Όμως, δεν ήταν παρά το ανασήκωμα μιας σπασμένης φτερούγας».
«Η Τσάριτι στεκόταν ανάμεσα σ’ όλα αυτά τα διασταυρούμενα ρεύματα ζωής ασάλευτη και αδρανής, σαν να ’ταν ένα από τα βιδωμένα τραπέζια στο μαρμάρινο πάτωμα. Όλη της η ψυχή είχε συρρικνωθεί σε μια αρρωστημένη αίσθηση επερχόμενης καταστροφής…»
Στην αρχή του Καλοκαιριού η δεκαοχτάχρονη Τσάριτι δυσφορεί μες στα στενά παπούτσια του Νορθ Ντόρνερ με τον ασφυχτικό μικρόκοσμό του, με τους ανύπαρχτους ορίζοντές του, με τον επαρχιώτικο καθωσπρεπισμό του. Και στον κόσμο της κοπέλας όλα είναι κατά κάποιον τρόπο αταίριαχτα. Είναι βιβλιοθηκάριος μα δε σκαμπάζει γρι από βιβλία. Το όνομά της, Τσάριτι, που πάει να πει «φιλανθρωπία» ή «ελεημοσύνη», αποτελεί ανεξίτηλη υπενθύμιση πως τη μεγάλωσε ένας μεσήλικας δικηγόρος μονόχνοτος κι αποτραβηγμένος, ο κ. Ρόγιαλ, ενώ κατάγεται από τους ανθρώπους του Βουνού, που ζουν ψηλά σε κάτι χαμόσπιτα μες στην αθλιότητα και την αποκτήνωση – και μόνο προς το τέλος η Τσάριτι αντικρίζει για πρώτη φορά τη μητέρα της, όταν εκείνη είναι πια νεκρή, σωριασμένη σ’ ένα άθλιο κρεβάτι και κουρελιάρα, με το πρόσωπό της «ισχνό και συνάμα πρησμένο, με χείλη μισάνοιχτα σ’ ένα μαρμαρωμένο αγκομαχητό πάνω από τα σπασμένα δόντια. Τίποτε το ανθρώπινο δεν το διέκρινε· κειτόταν εκεί, σαν ψόφιο σκυλί σε χαντάκι». Ο κ. Ρόγιαλ, που την ανάθρεψε σαν θυγατέρα του, θέλει τώρα να την κάνει γυναίκα του, μα η κοπέλα αποκρούει την πρότασή του και τον περιφρονεί υποτίθεται· όμως, όταν της δίνεται η ευκαιρία να πάει οικότροφος σ’ ένα σχολείο, δεν πηγαίνει για να μην τον αφήσει μόνο.
Θέλει να ξεφύγει μα δεν έχει το σθένος, ή τον τρόπο, για να το κάνει. Είναι σαν χρυσόμυγα δεμένη σε κλωστή που δεν μπορεί να κοπεί· νομίζει πως θα πετάξει μακριά, μα μονάχα κάνει κύκλους.
Θέλει να ξεφύγει μα δεν έχει το σθένος, ή τον τρόπο, για να το κάνει. Είναι σαν χρυσόμυγα δεμένη σε κλωστή που δεν μπορεί να κοπεί· νομίζει πως θα πετάξει μακριά, μα μονάχα κάνει κύκλους. Νιώθει μειονεκτικά απέναντι στην Άναμπελ Μπαλτς, που κοινωνικά είναι ανώτερή της και επίσης διεκδικεί τον Λούσιους. Όταν μαθαίνει ότι κείνος θα πάει στη Νέα Υόρκη, αισθάνεται δέος, γιατί η «μεγάλη πόλη» γι’ αυτήν είναι το Νέτλετον, όπου είχε πάει μία φορά μικρότερη και πάει άλλη μια φορά τώρα με τον Λούσιους, για τον εορτασμό της 4ης Ιουλίου.
Μπορεί ο Χάρνεϊ στο τέλος να την προδίδει, μα η Τσάριτι έχει επίσης προδοθεί απ’ τον εαυτό της.
Η Γουόρτον εξέδωσε το Καλοκαίρι το 1917, μια τριετία πριν από τα Χρόνια της αθωότητας και κατά την πιο γόνιμη συγγραφική περίοδό της, και θεωρούσε ταίρι του τον χειμωνιάτικο Ήθαν Φρομ (1911), που η ιστορία του επίσης εκτυλίσσεται σε μια φτωχή πολίχνη της Νέας Αγγλίας. Είναι ένα μικρό βιβλίο, καταρχάς σε έκταση –μόλις 50.000 λέξεις, στο όριο της μεγάλης νουβέλας–, μα και η ιστορία του είναι μικρή, είναι η εξιστόρηση μιας άδοξης απόπειρας φυγής από μια μονότονη κι ασήμαντη ζωή, μέσ’ από έναν βραχύβιο έρωτα. Αλλά τούτη τη στενότητα –της ζωής στη μικρή πόλη, της μίας μοναδικής επιλογής που προσφέρει αυτή η ζωή– την αντισταθμίζει ο απόηχος των στιγμών που πέρασε η Τσάριτι με τον Λούσιους στο εγκαταλειμμένο σπίτι μες στο δάσος, το φως εκείνων των περιγραφών, όταν η κοπέλα «περπατούσε σαν να ήταν η γη ηλιοφώτιστο κύμα κι εκείνη ο αφρός στην κορυφή του»· την αντισταθμίζουν, μέσα στον υπόλοιπο ασφαλή αλλά περιορισμένο βίο που έχει ζήσει και θα ζήσει η Τσάριτι, οι τρεις μήνες κείνου του σύντομου καλοκαιριού.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Καλοκαίρι
Edith Wharton
Μτφρ. Έλλη Έμκε
Εκδ. Παπαδόπουλος 2016
Σελ. 224, τιμή εκδότη €8,99