Για το μυθιστόρημα της Marylinne Robinson «Λάιλα» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο).
Της Έλενας Μαρούτσου
Το μυθιστόρημα της Μέριλυν Ρόμπινσον Λάιλα (εκδ. Μεταίχμιο) είναι το τρίτο μιας τριλογίας μυθιστορημάτων (Γκίλιαντ, Στο Σπίτι, Λάιλα) που όλα τους διαδραματίζονται στην μικρή πόλη Γκίλιαντ της Αϊόβα την εποχή του Οικονομικού Κραχ. Στο ανά χείρας μυθιστόρημα παρακολουθούμε σε τριτοπρόσωπη αφήγηση την ιστορία της Λάιλα, από την ηλικία των τεσσάρων, πέντε χρονών όπου θα την «κλέψει» ή «σώσει» η Ντολ, από ένα οίκημα –κατά πάσα πιθανότητα καταφύγιο αστέγων– όπου σχεδόν φυτοζωεί παραμελημένη από τους δικούς της. Η Ντολ, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μυθιστορηματικές προσωπικότητες, είναι μια γυναίκα προχωρημένης ηλικίας, άστεγη, αγράμματη, πάμφτωχη και βεβαρημένη, απ’ ό,τι μαθαίνουμε, με φόνο, η οποία θα αναλάβει όμως το ρόλο της μητέρας της Λάιλα με αποφασιστικότητα, επιμονή κι αυτοθυσία. Η Ντολ και η Λάιλα θα ακολουθήσουν ένα ασκέρι περιπλανώμενων εργατών της γης, σε μια ζωή σκληρή κι ανασφαλή, όπου οι ηθικοί κώδικες υπαγορεύονται πρωτίστως από την ανάγκη της επιβίωσης.
Η ρωγμή και η πίστη
Την πρώτη φορά που η Ντολ θα αφήσει μόνη της τη Λάιλα θα είναι για να λείψει λίγες μέρες στην πόλη ώστε να τακτοποιήσει «εκκρεμότητες». Ο επικεφαλής του ασκεριού θα αφήσει τότε την Λάιλα στα σκαλιά μιας εκκλησίας. Καθόλου τυχαία η επιλογή της Ρόμπινσον μια που όλο το μυθιστόρημα είναι διάστικτο με θρησκευτικούς συμβολισμούς. Το ίδιο το όνομα της κεντρικής ηρωίδας μάλιστα παραπέμπει σε κρίνο, σύμβολο της άμωμης σύλληψης και της αναγέννησης σε μια νέα ζωή μέσω της πίστης. Για να εισχωρήσει όμως η πίστη στη ζωή της Λάιλα πρέπει να υπάρξει μια ρωγμή. Η ρωγμή αυτή ανοίγει με την πρώτη εγκατάλειψη του κοριτσιού από αυτήν που πήρε αυτόκλητα και αυθαίρετα –όμως υπεύθυνα– τον ρόλο της μάνας της.
Καθόλου τυχαία η επιλογή της Ρόμπινσον μια που όλο το μυθιστόρημα είναι διάστικτο με θρησκευτικούς συμβολισμούς. Το ίδιο το όνομα της κεντρικής ηρωίδας μάλιστα παραπέμπει σε κρίνο, σύμβολο της άμωμης σύλληψης και της αναγέννησης σε μια νέα ζωή μέσω της πίστης.
Η εμπιστοσύνη λοιπόν ραγίζει και μέσα από τη ρωγμή μπαίνει στην ψυχή του κοριτσιού ο παγωμένος αέρας του κόσμου. Η Λάιλα βρίσκεται για δεύτερη φορά στη ζωή της εγκαταλελειμμένη κι αυτή μάλιστα τη φορά είναι αρκετά μεγάλη ώστε να έχει ανάμνηση της πρότερης ευτυχίας, να συνειδητοποιεί την απώλεια της ένωσης. Την μοναξιά της ανεξάρτητης κι οριστικά αποκομμένης ύπαρξης στον κόσμο. Αν και η Ντολ εμφανίζεται εν τέλει εκεί στα σκαλιά της εκκλησίας για να διεκδικήσει την Λάιλα από τις προστατευτικές διαθέσεις του εφημέριου, το νήμα που ένωνε μάνα και κόρη έχει κοπεί οριστικά.
Ο ομφάλιος λώρος και ο Παράδεισος
Η φροϋδική ερμηνεία για τον έρωτα θέλει τον άνθρωπο να πασχίζει –ως επί το πλείστον μάταια– να ξανανιώσει την μακάρια εμπειρία της απόλυτης ένωσης που είχε βιώσει ως έμβρυο στην κοιλιά της μητέρας του. Το κόψιμο του ομφάλιου λώρου θα μπορούσε σε θεολογικό επίπεδο να είναι η πτώση από τον Παράδεισο κι η προσγείωση σε έναν κόσμο τραχύ και άγριο, όπου όλοι μας, εξ αρχής τρωτοί και στην πορεία βασανισμένοι, βαδίζουμε με απλωμένα χέρια σαν τους τυφλούς προς εκεί όπου θα μπορούσε να υπάρχει ανάπαυση και αγάπη. Στην πορεία της η Λάιλα –προτού βρει την αγάπη στο πρόσωπο του ηλικιωμένου πάστορα Τζον Έημς– θα διέλθει όλα τα στάδια της προσωπικής ερήμωσης. Θα χάσει μυστηριωδώς την Ντολ, θα βρεθεί σε ένα πορνείο στο Σεν Λιούις, θα σκεφτεί να κλέψει κι η ίδια το παιδί που κυοφορεί μια πόρνη, θα το σκάσει για να δουλέψει παραδουλεύτρα σ’ ένα ξενοδοχείο ενώ, μετά την τυχαία συνάντησή της εκεί μ’ έναν άντρα που σύχναζε στο πορνείο και τον οποίο είχε ερωτευθεί, θα φύγει σαν κυνηγημένη και θα ζήσει ένα διάστημα σε μια καλύβα στα περίχωρα της Γκίλιαντ.
Η «λύση» που δίνει η συγγραφέας θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν προβλέψιμη κι ίσως πράγματι να συνορεύει με αυτό που ονομάζουμε «κλισέ», μια παγίδα την οποία επιμελώς αποφεύγει όμως η συγγραφέας μέσω της πραγματικά λεπτεπίλεπτης κι εξαιρετικά εμβριθούς διείσδυσης στην ψυχή των ηρώων της.
Ο παράξενος, εκλεπτυσμένος και σχεδόν απαλλαγμένος από εγωισμό ή λαγνεία έρωτας που αναπτύσσεται ανάμεσα στον πάστορα Έημς και τη Λάιλα θα μπορούσε να συμβολίζει την ένωση με την εκκλησία και την αναγέννηση μέσα σε μια καινούργια ζωή πλήρους αποδοχής και αγάπης. Η Λάιλα βαπτίζεται από τον πάστορα και στη συνέχεια κυοφορεί το παιδί του. Η «λύση» που δίνει η συγγραφέας θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν προβλέψιμη κι ίσως πράγματι να συνορεύει με αυτό που ονομάζουμε «κλισέ», μια παγίδα την οποία επιμελώς αποφεύγει όμως η συγγραφέας μέσω της πραγματικά λεπτεπίλεπτης κι εξαιρετικά εμβριθούς διείσδυσης στην ψυχή των ηρώων της. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται η νομαδική ζωή των περιπλανώμενων εργατών της γης, όχι με τον τρόπο που θα το έκανε πιθανώς ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αλλά όπως η ζωή αυτή ανακλάται μέσα στα μάτια της Λάιλα. Ο αναγνώστης έχει συνεχώς την εντύπωση πως βλέπει τα γεγονότα της ζωής της πρωταγωνίστριας να διαβαίνουν στις σελίδες όπως διαβαίνουν επί παραδείγματι τα σύννεφα πάνω στο παρμπρίζ ενός αυτοκινήτου που τρέχει. Παρότι η αφήγηση δεν είναι πρωτοπρόσωπη, η συγγραφέας έχει με τόση αγάπη και σε τέτοια εγγύτητα στρέψει τον φακό της προς την πρωταγωνίστρια, που μοιάζει να ακούμε την ιστορία με τη δική της φωνή.
Σύγχρονος θρησκευτικός ουμανισμός
Η πολυβραβευμένη Μέριλυν Ρόμπινσον καταφέρνει να δημιουργήσει ένα σύγχρονο μυθιστόρημα με υλικά που μοιάζουν παλιομοδίτικα. Κι όμως. Η Αμερική της Οικονομικής Ύφεσης, οι μάζες των εξαθλιωμένων που αναδύθηκαν, η ομαδική πτώση από το όνειρο, αποτελούν κομμάτια ενός σκηνικού που θα μπορούσε να δανειστεί κι ένα σύγχρονο δράμα. Ο θρησκευτικός μάλιστα ουμανισμός με τον οποίο μοιάζει η συγγραφέας να οπλίζει το σκυρόδεμα της κατασκευής της θα μπορούσε πράγματι να ανακινήσει έναν σύγχρονο στοχασμό σχετικά με την ανάγκη της ενσυναίσθησης και της αλληλεγγύης. Φυσικά, όμως, ένα μυθιστόρημα δεν κρίνεται από την κοινωνική του «χρησιμότητα». Αυτό που στην πραγματικότητα καθιστά σύγχρονο αλλά και μακροπρόσθεσμα ίσως κλασικό αυτό το μυθιστόρημα (και όλη την τριλογία στην οποία εντάσσεται) είναι ο τρόπος του να εντάσσει την μικρή ιστορία στη μεγάλη Ιστορία θέτοντας ταυτόχρονα τη γραφή στο κέντρο του προβληματισμού του.
Η Αγία Γραφή και η Γραφή
Η Λάιλα, όταν πρωτοέρχεται σ’ επαφή με τον πάστορα και την εκκλησία που εκπροσωπεί, κλέβει μια Αγία Γραφή. Η Ντολ της έχει ήδη εξασφαλίσει την δυνατότητα να διαβάζει «χαρίζοντάς» της μια χρονιά στο σχολείο. Μέσω της Αγίας Γραφής όμως η Λάιλα θα καταφέρει να «διαβάσει» τη δική της ιστορία μέσα στον κόσμο. Αποσπάσματα από τον Ιεζεκιήλ είναι διάσπαρτα σε όλο το μήκος της πλοκής και στην πραγματικότητα δίνουν στην πρωταγωνίστρια την δυνατότητα να δει στην ιστορία του Μωυσή, του εγκαταλελειμμένου βρέφους μέσα σ’ ένα καλάθι, τη δική της ιστορία εγκατάλειψης. Η ανάγνωση της Αγίας Γραφής θα γεννήσει μέσα της ταραχή και μέσα στην ταραχή θα αναδυθούν τα πρώτα της φιλοσοφικά ερωτήματα. «Γιατί να συμβαίνουν τα πράγματα όπως συμβαίνουν;» ρωτά τον πάστορα προσπαθώντας στην ουσία να απαντήσει στο αναπάντητο ερώτημα του πόνου. Ο χριστιανισμός είναι αλήθεια πως απαντά σε αυτά τα άλυτα αινίγματα με άλλα αινίγματα, ξεκινώντας μια μακρά κι ενδιαφέρουσα συζήτηση που ίσως δεν είναι της παρούσης. Της παρούσης ανάλυσης είναι μια μεταφορά, ίσως λίγο αυθαίρετη, αλλά κατά τη γνώμη μου, ελκυστική. Ίσως –το τονίζω ίσως– η Αγία Γραφή να μπορεί σταθεί σαν μια ευρύτερη μεταφορά για την γραφή στην πλατιά και λογοτεχνική σημασία της, σαν ένας τρόπος να καθρεφτιζόμαστε μέσα στο δράμα του Άλλου, τη μόνη ίσως διαδικασία αναβάπτισης κι αναγέννησης που μπορούμε να διεκδικήσουμε Χριστιανοί και μη. Αμήν.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Λάιλα
Marilynne Robinson
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Μεταίχμιο 2016
Σελ. 422, τιμή εκδότη €16,60