Για το μυθιστόρημα του Julian Barnes Ο αχός της εποχής (μτφρ. Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Βέη
Η πεποίθηση του εμβληματικού δημιουργού ηχοτοπίων Ντμίτρι Σοστακόβιτς είναι οριακή, επειδή ακριβώς εγκολπώνεται τη μεταφυσική της μουσικής πρότασης στο σύνολό της. Οι αίσιες νότες αντιμάχονται το κακό. Ή, για να το διατυπώσω διαφορετικά, η αρμονία είναι, ως δομή, ο απόλυτος κανών βίου, ήτοι ο Λόγος. Η εξομολόγηση του περιώνυμου αυτού συνθέτη της Ρωσίας, προς τη μέση της αφήγησης, είναι χαρακτηριστική των προθέσεων και της εν γένει στρατηγικής του. Επιβεβαιώνεται έτσι η αποτίμηση του Αρθούρου Σοπενχάουερ, ο οποίος θεωρεί, ως γνωστόν, ότι η μουσική είναι όντως η υπέρτερη Τέχνη κι όχι η ποίηση, όπως δίδασκε ο μέγας αντίπαλός του στο χώρο του πνεύματος, ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ. Η μουσική μετατρέπει τη ζωή σε όντως Ζωή, υπαινίσσεται σε όλη τη διάρκεια του πικραμένου βίου του ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Παραθέτω την κρίσιμη διακήρυξη επί λέξει: «Ας έχει η εξουσία τα λόγια που θέλει, αφού τα λόγια δεν κηλιδώνουν τη μουσική. Η μουσική δραπετεύει από τις λέξεις – αυτός είναι ο σκοπός της και το μεγαλείο της». (Bλ. σελ. 77).
Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς υπερασπίζεται δηλαδή με ιδιαίτερη θέρμη την όλη συμπεριφορά του σε περιόδους ιδιαίτερα έντονης αυταρχικής διακυβέρνησης της γενέτειράς του. Προσπαθώντας να επιζήσει, δοκιμάζει να συμβιβασθεί grosso modo με το σταλινικό καθεστώς. Χωρίς να καταδώσει φίλους και να επινοήσει δήθεν συνωμότες, επιχειρεί ματαίως να αντιληφθεί τη δικτατορία του προλεταριάτου σαν το αναγκαίο εκείνο όνειδος, που θα οδηγήσει διαλεκτικά ή ομοιοπαθητικά το άτομο στην αυθυπέρβασή του.
Ο πολιτικά διωκόμενος χαρισματικός συνθέτης δεν θα συγχωρήσει τον εαυτό του για τη συγκεκριμένη αυτή στάση του στη διάρκεια των κατά καιρούς δεινών αυτοελέγχων, στους οποίους υποβάλλει το καθημαγμένο είναι του.
Από τις περιδινήσεις του εν λόγω συνθέτη στο δαντικό κέντρο του τραγικού, ο ομολογούμενος τεχνίτης της μυθιστορηματικής ανάπλασης, ο πολυβραβευμένος Τζούλιαν Μπαρνς (1946), αποκομίζει το άλφα και το ωμέγα μιας οδύσσειας στον ωκεανό του εφαρμοσμένου στην πράξη σταλινισμού. Στη σκηνή του δράματος προβάλλεται άλλη μια φορά η γνωστή θουκυδίδεια ετυμηγορία, ήτοι: «Δεν κατακρίνω εκείνους που εννοούν να εξουσιάζουν, αλλά εκείνους που είναι πρόθυμοι να υποδουλωθούν. Διότι είναι φυσικό στον άνθρωπο να υποδουλώνει όσους δεν αντιστέκονται και ν' αντιτάσσεται σε όσους του επιτίθενται». (Θουκυδίδης, Ιστορίαι, Δ’, 61). Εννοείται ότι ο πολιτικά διωκόμενος χαρισματικός συνθέτης δεν θα συγχωρήσει τον εαυτό του για τη συγκεκριμένη αυτή στάση του στη διάρκεια των κατά καιρούς δεινών αυτοελέγχων, στους οποίους υποβάλλει το καθημαγμένο είναι του. Το δίδαγμα από τις ενδοσκοπήσεις αυτές περιορίζεται στα εξής αποκαλυπτικά ευρήματα, όπως τα συνοψίζει ο ανυπόκριτος θαυμαστής και ρηξικέλευθος βιογράφος του: «Αυτό πάθαιναν συχνά οι καλλιτέχνες: Κυριεύονταν είτε από ματαιοδοξία, νομίζοντας ότι ήταν σπουδαιότεροι απ’ ό,τι στην πραγματικότητα, είτε από απογοήτευση. Τον τελευταίο καιρό είχε την τάση να θεωρεί τον εαυτό του έναν πληκτικό μέτριο συνθέτη. Η αμφιβολία του νέου για τον εαυτό του δεν είναι τίποτα μπροστά στην αμφιβολία του γέρου. Αυτός ήταν ίσως και ο τελικός θρίαμβός τους – αντί να τον σκοτώσουν, τον είχαν αφήσει να ζήσει και, αφήνοντάς τον να ζήσει, τον είχαν σκοτώσει. Αυτή ήταν η τελευταία αναπάντητη ειρωνεία της ζωής του: Αφήνοντάς τον να ζήσει, τον είχαν σκοτώσει». (Βλ. σελ. 222). Ο αφηγητής εμμέσως πλην σαφώς παραμένει βεβαίως καθόλα έτοιμος για να εντοπίσει και να σταθεροποιήσει γραμμές αμύνης, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποσείσουν την κατηγορία της ατολμίας, της ανανδρίας ή και της κατ΄ εξακολούθηση, παθητικής έστω αποδοχής του μεμπτού και αήθους από την πλευρά του κορυφαίου συνθέτη.
Ανακριτές και καταπιεστές, θύματα της κομματικής ολιγαρχίας και θύτες, οι οποίοι ανενδοίαστα στελεχώνουν το Πολιτικό Γραφείο, πανικόβλητες οικογένειες αθώων και αρχετυπικοί διώκτες των αντιφρονούντων, ταλαίπωροι προλετάριοι και τυχάρπαστοι επιτηρητές της δήθεν ορθής πολιτικής άποψης συμμετέχουν στη λογοτεχνική διαδικασία σε ισότιμη βάση.
Οι αναγνώστες δεν μπορούν να ξέρουν πότε ο συγγραφέας επινοεί ορισμένα δεδομένα ηθικών συγκρούσεων και πότε ιστοριογραφεί εκ καθήκοντος. Τόσο αριστοτεχνική είναι δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση η μέθεξη αλήθειας-φαντασίωσης, πιθανολογούμενης συμπεριφοράς–εξ αντικειμένου πραγματικότητας, ευλογοφανούς αιτιότητας– εξονυχιστικά διασταυρωμένης μαρτυρίας. Ανακριτές και καταπιεστές, θύματα της κομματικής ολιγαρχίας και θύτες, οι οποίοι ανενδοίαστα στελεχώνουν το Πολιτικό Γραφείο, πανικόβλητες οικογένειες αθώων και αρχετυπικοί διώκτες των αντιφρονούντων, ταλαίπωροι προλετάριοι και τυχάρπαστοι επιτηρητές της δήθεν ορθής πολιτικής άποψης συμμετέχουν στη λογοτεχνική διαδικασία σε ισότιμη βάση. Δεν μετατρέπονται επ’ ουδενί σε καρικατούρες ενός πρωθύστερου ρεπορτάζ. Στο βαθμό μάλιστα που ισχύει ο κανών «δεν αρκεί να αγαπάς τη σοβιετική εξουσία∙ πρέπει εκείνη να σε αγαπάει», όπως διατείνονταν οι ιθύνοντες της εποχής, η δόκιμη γραφή οφείλει, ως εκ των πραγμάτων, όχι μόνο να αποτυπώσει με εμπεριστατωμένη πιστότητα και συστηματική σαφήνεια τα κωμικοτραγικά δρώμενα, αλλά και να φτάσει, ει δυνατόν, ως τα έγκατα της συναφούς πολιτειακής ψύχωσης. Και το επιτυγχάνει με υποδειγματική συνέπεια. Παραμένει από την αρχή ως το τέλος αυστηρά καταγγελτική. Δεν αφήνει περιθώρια εκφυλισμού της σε μονότονη, στείρα πολιτικολογία. Στην παγίδα αυτή ήταν βέβαια αναμενόμενο να μην πέσει ο Αχός της εποχής. Η όλη κειμενική εμπειρία του συγγραφέα υπήρξε πολύτιμο εφόδιο της προληπτικής τακτικής, η οποία συνειδητά τηρήθηκε. Να τονίσω, περαίνοντας, ότι η μετάφραση αντιμετώπισε με άνεση και φρόνηση όλες τις γλωσσικές απαιτήσεις του πρωτοτύπου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών κειμένων «Ινδικοπλεύστης» (εκδ. Κέδρος).
Ο αχός της εποχής
Julian Barnes
Μτφρ. Θωμάς Σκάσσης
Μεταίχμιο 2016
Σελ. 242, τιμή εκδότη €15,50