Με αφορμή το βιβλίο το Ορχάν Παμούκ Κάτι παράξενο στο νου μου (μτφρ. Στέλλα Βρετού, εκδ. Ωκεανίδα)
Της Μαρίας Λιλιμπάκη-Σπυροπούλου
Ακόμα ένα βιβλίο από τον νομπελίστα συγγραφέα Ορχάν Παμούκ, ακόμα ένα δείγμα του ύφους και του στόχου που έχει υιοθετήσει και προβάλλει στα βιβλία του: Την ανάδειξη της πολύμορφης Πόλης. Έχει ειπωθεί πως κάθε συγγραφέας γράφει το ίδιο πάντα βιβλίο και ο Ορχάν Παμούκ είναι μια περίπτωση που το αποδεικνύει. Συχνά απλώνεται, μακραίνει από την πόλη, μετακινείται στην ύπαιθρο, στην ενδοχώρα και δίνει την πνοή και τη γνώση του και από εκεί.
Ο Ορχάν Παμούκ είναι ένας δρομέας που μας αφιερώνει τη ματιά του, μας δανείζει τη διεισδυτικότητα και την ερμηνεία του εστιάζοντας και φωτίζοντας τις μνήμες και το παρελθόν. Κοινές πρακτικές στα έργα του είναι η κίνηση, η πορεία, η εξερεύνηση σε πόλεις και χωριά, σε μυσταγωγικούς και κοινωνικούς χώρους. Επιτομή των παραπάνω αποτελεί το τελευταίο βιβλίο του. Χρησιμοποιώντας μια ιστορία-σενάριο που στην Πόλη μόνο μπορεί να παιχτεί, μας παρασύρει με τα χρώματα και την πλοκή ώστε να αφηγηθεί την ιστορία, την κοινωνία και τις ζωές των ανθρώπων του τόπου, μέσα από τους δρόμους και τα κρυμμένα στα στενά κτίσματα.
Το παρόν κείμενο έχει σκοπό να διερευνήσει το χώρο και ειδικότερα την πόλη και την ιστορία της με τα μέσα που εμπνέουν τον Ορχάν Παμούκ. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στη Πόλη και τις διαδικασίες που προκάλεσαν την επεκτατική της διόγκωση. Η ιστορία κοινή, θίγει τα παραδοσιακά ήθη που μεταφέρθηκαν από την τουρκική ύπαιθρο στην αστική κοινωνία και την εξέλιξή τους στις δεκαετίες 1970-2010. Το βασικό στη υπόθεση είναι κατά πόσο οι ήρωες και κυρίως ο πρωταγωνιστής επηρεάζονται από το περιβάλλον της Πόλης, δηλαδή τη δόμηση, τον εκσυγχρονισμό, τα ιστορικά κατάλοιπα, την ίδια τη φυσιογνωμία της.
Κοινό μοντέλο οικιστικής ανάπτυξης
Δεν είναι άγνωστη στη χώρα μας η διαδικασία ανάπτυξης και ουσιαστικά διόγκωσης της πόλης: η σταδιακή και χωρίς έλεγχο επέκταση ακολουθεί το ίδιο μοντέλο σε όλες τις υπανάπτυχτες πόλεις της υφηλίου, και είναι αυτή που έχει αποδώσει τις σημερινές μεγαλουπόλεις.
Δεν είναι άγνωστη στη χώρα μας η διαδικασία ανάπτυξης και ουσιαστικά διόγκωσης της πόλης: η σταδιακή και χωρίς έλεγχο επέκταση ακολουθεί το ίδιο μοντέλο σε όλες τις υπανάπτυχτες πόλεις της υφηλίου, και είναι αυτή που έχει δημιουργήσει τις σημερινές μεγαλουπόλεις. Η συσσώρευση του πληθυσμού σ' αυτές, αποτέλεσμα της ερήμωσης της υπαίθρου, εκτινάσσει τον πλούτο για τους κρατούντες, υποβιβάζει το περιβάλλον και καθιστά ελάχιστα βιώσιμη τη λειτουργία της πόλης ως κοινωνίας. Γι' αυτό το λόγο γίνεται η ακόλουθη καταγραφή και κατά κάποιο τρόπο αποτύπωση, για να βοηθήσει ουσιαστικά να εντοπίσουμε τα κοινά σημεία με τις οικείες πόλεις, πέραν βέβαια του ότι η Κωνσταντινούπολη είναι μια πόλη που βρίσκεται σε γείτονα χώρα και άπτεται της ιστορίας μας. Το βιβλίο και ο μύθος ξεκινάει από την ύπαιθρο και το χωριό, όπως και οι ήρωες του, όπως ο περισσότερος κόσμος που συγκεντρώθηκε στην Πόλη. Στην αφήγησή του περιλαμβάνει την κρύα βρύση, το στενό ρυάκι, το λόφο με τα δένδρα, το μικρό κήπο, τη γέφυρα, τη σκοτεινιά, τη βοσκή στα ξέφωτα, τη φτώχεια. Σε αντίθεση προβάλλει η ολόφωτη πόλη που κρύβει μυστικά. Αλλά και στην Πόλη ξεκινά από τις παλιές οικοδομές, χωρίς ασανσέρ, με το καλάθι να προμηθεύει το παραδοσιακό μποζά, αναγκαστική και σωτήρια ενασχόληση, για να στραφεί κατόπιν στα εσωστρεφή πολυώροφα κτίρια όπου οι κάτοικοι απομακρύνονταν από την παράδοση.
Η ιστορικότητα και η εξέλιξη της πόλης
Ο Ορχάν Παμούκ παραδίδει κάποιους από τους καλύτερους ορισμούς της πόλης ως άστεως απ' το δικό του λογοτεχνικό πρίσμα: Ο άνθρωπος στην πόλη, γράφει, μπορεί να είναι μόνος ακόμη και μέσα στο πλήθος – άλλωστε αυτό που κάνει μια πόλη πόλη, είναι η δυνατότητα κάποιου να κρύβει μέσα στο πλήθος εκείνο το «κάτι» το παράξενο στο νου του (σ. 143). Αγαπούσε (ο ήρωας) την πόλη, επειδή ήταν ένα μέρος όπου γίνονταν πολλά πράγματα ταυτόχρονα, με καθένα από αυτά, καθώς τα έβλεπε, να του προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το άλλο (σ. 178). Οι επιγραφές, οι λέξεις πάνω στα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία έδιναν την αίσθηση ότι η πόλη μιλούσε (σ. 356). «Στην πόλη δεν υπάρχει δίκιο. Υπάρχει κέρδος, δεν το έχεις μάθει ακόμα;» (σ. 677). Η δύναμη της πόλης, η τρομακτική πραγματικότητά της, η αγριότητά της, δημιουργούσαν την εντύπωση απαραβίαστου τοίχου... Καθένα από τα χιλιάδες, τα εκατομμύρια παράθυρα ήταν σαν ένα μάτι που παρακολουθούσε. Ηταν κάτι τρομακτικό όσο και όμορφο... αισθάνθηκε ότι το φως και το σκοτάδι στο μυαλό του έμοιαζαν με το νυχτερινό τοπίο της πόλης (σ. 702). Εκεί, το βράδυ θα είχε γόνιμες συνομιλίες με τα σοκάκια (σ. 705).
Ο ήρωας θεωρεί πως έχει «κάτι παράξενο στο νου του» και πάντα στο γύρο του στους δρόμους και στα σοκάκια της Πόλης αναζητά αυτό το απροσδιόριστο «κάτι» που πιθανόν να είναι η συσσωρευμένη μνήμη, η παράδοση και συγχρόνως ο προβληματισμός, η ονειροπόληση, η κίνηση της μέρας, η ιστορία και οι άνθρωποι, οι αλλαγές, όλα καταγραμμένα στον ιστό της πόλης. Το «κάτι παράξενο» που διαπιστώνει ο ήρωας συχνά στον εαυτό του, ο συγγραφέας το λέει μάλλον καλοπροαίρετα και σκωπτικά, καθώς εκφράζει την αμφισβήτηση και το σκεπτικισμό του για ό,τι συμβαίνει γύρω του. Οι μετασχηματισμοί της πόλης, αδιόρατοι με το ρυθμό που λαμβάνουν χώρα, ξεκινούν από τα λιθόστρωτα σοκάκια που ασφαλτοστρώθηκαν έως την αλλαγή στον τρόπο διασκέδασης.
Ο Ορχάν Παμούκ βάζοντας τον ήρωα να αναρωτιέται πόσο οικεία ή αποξενωμένη πλέον είναι η πόλη που γνώριζε, με τον εκσυγχρονισμό της, τους δρόμους που ανοίχθηκαν και επιστρώθηκαν, τις πολυκατοικίες, τα καταστήματα με νέον, θέτει το πρόβλημα της συνοχής του αστικού ιστού, της συνάφειας παλιού και νέου. Οι άνθρωποι είναι στην πραγματικότητα γνώστες της ιστορικότητας, τη βιώνουν και την αποζητούν. Οσο η πόλη διατηρεί μια λογική κλίμακα είναι διακριτά τα μνημεία όπως τα ιστορικά τείχη που παρέμεναν εκτός του αστικού ιστού. Με την ανεξέλεγκτη και ραγδαία επέκτασή της, τα τείχη ανταγωνίζονται τις οκταώροφες πολυκατοικίες, τις υπέργειες διαβάσεις, τους ουρανοξύστες. Οι βασικές λειτουργίες επαναλαμβάνονται στις νέες συνοικίες, τα τζαμιά, τα μαγαζιά ρουχισμού, τα υποκαταστήματα τραπεζών, οι νέες πλατείες, τα καφενεία κά., εξαφανίζοντας οποιαδήποτε παλιά αγροτική εικόνα, με το τσιμέντο να κυριαρχεί παντού. Οι πολυκατοικίες που αυξάνονται, η χρήση των πρώτων ασανσέρ επιλεκτικά, φέρνει και την περιορισμένη πια επαφή με τους γυρολόγους. Με τον εξακοντισμό της κλίμακας οι κοινωνικές σχέσεις χαλαρώνουν, οι ανθρώπινες συγκεντρώσεις μειώνονται και η γενική εικόνα δύσκολα εξακριβώνεται. Τα τοπόσημα της πόλης αφορούν τα στρατόπεδα, τα νεκροταφεία και τα τζαμιά της οθωμανικής εποχής, αλλά και τις βυζαντινές αρχαιότητες ακόμα κι αν παραμένουν θαμμένες. Είναι φανερές οι καταστροφές ιστορικών χώρων, θύματα της αιώνιας έχθρας των διαφόρων λαών (Αρμενίων- Ορθοδόξων- Ισλαμιστών κ.ά.), όπως η καταστροφή ενός αρμενικού ξύλινου θεάτρου. Γνωστές είναι και σήμερα ακόμα οι φυλετικές διακρίσεις κυρίως σε βάρος των Κούρδων, και η σιωπηρή αντίδραση στα ξένα (εβραϊκά κ.ά.) νεκροταφεία. Λέγεται ότι η πλατεία Ταξίμ είναι εκεί όπου υπήρχε αρμενικό νεκροταφείο που ακολούθησε τη συνήθη τύχη των νεκροταφείων, να αποψιλώνονται προκειμένου να «αξιοποιηθούν» για κοινωφελείς ή κοινόχρηστες λειτουργίες.
Οσα αναφέρονται παρακάτω από τον συγγραφέα σκιαγραφούν διαδικασίες ανάπτυξης πόλης σε χώρες υποανάπτυκτες, στο μεσογειακό ή και στον αμερικανικό νότο. Η αναφορά στην Πόλη και την εξέλιξή της δεν έχει στόχο μόνο την πολεοδομική της ιστορία. Καθώς το θέμα αυτό αναπτύσσεται από έναν λογοτέχνη, αποκτά ιδιαίτερη σημασία γιατί πέρα από κάθε ιστορική πληροφορία, διακρίνεται η ιδιαίτερη ματιά του, ως προς την εμπλοκή του χώρου στην ζωή των ηρώων και στην μυθοπλασία γενικότερα. Το ζήτημα θεωρείται μέσα από τα μάτια όχι ενός επιστήμονα αλλά ενός συγγραφέα φωτίζοντας τη γνώση και το ενδιαφέρον κοινού και ειδικών. Η αναφορά και η ανάλυση στα προαναφερόμενα είναι συχνή στο έργο σαν ένα είδος αστικής γεωγραφίας.
Κοντά σε βιομηχανίες, βιοτεχνίες, αποθήκες, επαγγελματικούς χώρους, ακόμα και σε χωματερές και νεκροταφεία, περιοχές φθηνές, μη φρουρούμενες, χτίζουν οι νέοι οικιστές. Χτίζουν όσο μπορούν κοντά στον κεντρικό δρόμο, χτίζουν με ταχύτητα που ξεπερνά τα φυσιολογικά μέτρα, με υλικά που πουλιούνται σαν είδη πρώτης ανάγκης, ακόμα και στα μπακάλικα ή και από πλανόδιους.
Η γεωμορφολογία της Πόλης με τους χαρακτηριστικούς λόφους, καταγράφεται συχνά στις δράσεις, στη σύγκριση ανάμεσα στις γειτονιές, στη μετάβαση από τη μια περιοχή στην άλλη κ.λπ. Σε αυτούς τους λόφους, στο όριο της πόλης, στο γυμνό τοπίο οικοδομούνται οι νέες γειτονιές. Σταδιακά εξαφανίζονται τυχόν ρέματα και μένουν μόνο ως ανάμνηση. Το φυσικό τοπίο παραβιάζεται. Το δάσος, φυσική οριοθέτηση, καταπατιέται από τους νεοφερμένους κατοίκους. Παράλληλα υπάρχουν χαμηλές καλλιέργειες για βιοπορισμό. Κοντά σε βιομηχανίες, βιοτεχνίες, αποθήκες, επαγγελματικούς χώρους, ακόμα και σε χωματερές και νεκροταφεία, περιοχές φθηνές, μη φρουρούμενες, χτίζουν οι νέοι οικιστές. Χτίζουν όσο μπορούν κοντά στον κεντρικό δρόμο, χτίζουν με ταχύτητα που ξεπερνά τα φυσιολογικά μέτρα, με υλικά που πουλιούνται σαν είδη πρώτης ανάγκης, ακόμα και στα μπακάλικα ή και από πλανόδιους. Η διάνοιξη ενός δρόμου διαφοροποιούσε τις τιμές, τη φυσιογνωμία, τις χρήσεις, τις κινήσεις, τις προσβάσεις, την κοινωνική διαστρωμάτωση. Στα καφενεία είχε ήδη αρχίσει να παρατηρείται διαχωρισμός, ανάλογα με τις κοινωνικο - πολιτικές πεποιθήσεις (π.χ εθνικόφρονες-σοσιαλιστές), ενώ και στις συνοικίες παρατηρούνται διαχωρισμοί ανάλογα με την προέλευση, τη φυλή, τα ήθη. Ο συγγραφέας περιγράφει μια διαμάχη μεταξύ 2 συνοικιών (σ. 165), εκφραστών αντίθετων αντιλήψεων και παροχών υποδομής: Οι ταξικοί διαχωρισμοί αποτυπωμένοι στο χώρο, ενώ δεν λείπει και η βία. Από τις άκρες της πόλης, που διαρκώς μετατοπίζονται, διακρίνεται η πόλη και το αδιόρατο περίγραμμά της στην ομίχλη, «σαν πλάσμα απροσδιόριστο ξαπλωμένο στη λάσπη», γράφει ο Ορχάν Παμούκ. Στο σκοτάδι οι σκιές μετατρέπουν τα σοκάκια σε πέτρινα τοπία, το τοπίο μεταβάλλεται σε μέρος μυστηριακό.
Από τις παράγκες στις πολυώροφες οικοδομές
Η αστικοποίηση του τόπου ολοκληρώνεται με την «αστική ανανέωση» που μεταφράζεται σε δόμηση, από κατασκευαστική εταιρεία, 12όροφων πολυκατοικιών στη θέση των παλιών γκετζέκοντου που διέθεταν γη ίσως και θέα. Τα διαμερίσματα που δίνονται στους υποψιασμένους ιδιοκτήτες (κάτοχους τίτλων ιδιοκτησίας) είναι ανάλογα της έκτασης που διέθεταν αλλά και του ποσοστού που συμφωνούσαν. Έτσι από τις παλιές ξύλινες παράγκες που κατεδαφίζονται όπου διέμεναν εσωτερικοί μετανάστες, εργάτες στις οικοδομές και τα αυθαίρετα, οι κάτοικοι μετακινούνται στις πολυώροφες οικοδομές μετά από διαπραγματεύσεις που συχνά καταλήγουν σε φιλονικίες. Ο καθορισμός ως περιοχή ανανέωσης δεν είναι άσχετος με τις διασυνδέσεις της κατασκευάστριας εταιρείας με το κυβερνόν κόμμα. Μέτρο για τις χαρακτηρισμένες σεισμικά ευαίσθητες περιοχές γίνεται όπλο σε εταιρείες που έχοντας τα 2/3 των ενδιαφερομένων μπορούν να αφοπλίσουν όσους ενεργούσαν κωλυσιεργώντας.
Στο μυθιστόρημα δεν λείπουν σχολιασμοί για την χαμηλή υπεραξία λόγω απαράδεκτων κατασκευών με πανω-σηκώματα άσχετα μεταξύ τους και προβληματικού συστήματος αποχέτευσης. Συχνά παρεμβάλλονται κάποιες ερμηνείες μεταφυσικού χαρακτήρα: όνειρα, φήμες για μελλοντική καταστροφή από σεισμό αλλά και συνειδητοποίηση ως προς τις ραγδαίες αλλαγές της πόλης λόγω της «επίθεσης» των εσωτερικών μεταναστών στη μια πλευρά της και ως προς την κλίμακα που χάθηκε, ιδιαίτερα με τους πανύψηλους πύργους. Περπατώντας δούλευε η φαντασία του ήρωα: οι μάντρες γύρω απ τα τζαμιά, τα ξύλινα σπίτια που ήταν έτοιμα να πέσουν, τα νεκροταφεία, όλα, λέει, του θύμιζαν ότι μέσα σε αυτόν τον κόσμο υπήρχε ένα άλλο κρυφό σύμπαν (σ. 480): αυτό της μνήμης και των βιωματικών εικόνων.
Οι νέες γειτονιές όπου συσσωρεύτηκαν οι κάτοικοι των γκετζέκοντου είχαν κάτι το ανοίκειο, ακόμα και για τα αδέσποτα ζώα. Υπήρχαν πολλοί που νοσταλγούσαν το παλιό «σπίτι» με την αυλή, τις επάλληλες προσθήκες και τα δένδρα. Οι γειτονιές με χαμηλές οικοδομές στέγαζαν υψηλής οικονομικής κατάστασης κατοίκους. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που αναζήτησαν σπίτι στις παλιές ιστορικές περιοχές αγνοώντας τα νεωτερικά κτίρια όπως τους πύργους των 30-40 ορόφων. Από αυτά ωστόσο μπορούσε κάποιος να δει τη θέα όπως κάποτε από την κορυφή των λόφων, χωρίς όμως πλέον να διακρίνει εύκολα τη θάλασσα και τα άλλα φυσικά όρια.
Περιγράφει με κάποια νοσταλγία τα τοπία της υπαίθρου ή την πώληση του μποζά από πλανόδιους πωλητές.
Μιλώντας για τους ανθρώπους και τα ήθη, ο συγγραφέας διακρίνει και στηλιτεύει πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά στοιχεία. Γενικά θεωρεί ότι όταν η ζωή πληγώνει, διαπνέεται από διαφθορά και άρα αδικία και ανισότητα. Περιγράφει με κάποια νοσταλγία τα τοπία της υπαίθρου ή την πώληση του μποζά από πλανόδιους πωλητές. Γύρω στο 1989 άρχισε να αραιώνει η δουλειά των πλανόδιων μικροπωλητών του οθωμανικού φαγητού κυρίως, ενώ τα εργαλεία τους, αμαξίδια κά, κατάσχονται από την αστυνομία. Κι αυτό ήταν η αρχή τόσο του τέλους των πλανόδιων μικροπωλητών, όσο και του εκσυγχρονισμού. Ωστόσο είναι ξεκάθαρη η μαρτυρία για την υποβιβασμένη κοινωνική και οικογενειακή θέση κάποιων ομάδων, όπως των γυναικών. Ο δρόμος, για τις γυναίκες, είχε την έννοια της εξόδου κι όχι της μετάβασης. Χρειάστηκε να περάσει χρόνος για ουσιαστική στροφή των γονέων στην ανατροφή των κοριτσιών ως προς τη μόρφωση και την παιδεία τους, ενώ υφίσταται πάντα το ζήτημα της μαντήλας.
Η προκατάληψη απέναντι στο πλήθος των αδέσποτων ίσως αποτελεί μαρτυρία από μέρους του Ορχάν Παμούκ μιας ακαθόριστης φοβίας και ερημιάς. Η εκμετάλλευση των σκυλιών προς εκφοβισμό ωστόσο πρέπει να ήταν συνήθης. Η ερημιά κάποιων στενών (σοκάκια), η απομόνωσή τους και η κυκλοφορία σκύλων σε αγέλες συνεχίστηκε στους μαχαλάδες όπως στους οθωμανικούς χρόνους, ακόμα κι όταν άρχισαν να ανεγείρονται 5όροφες οικοδομές.
Χαρακτηριστικά ακόμα καταγράφονται, η λαθραία σύνδεση με το δίκτυο του ηλεκτρισμού, η ιδιωτικοποίηση του ρεύματος, οι έλεγχοι και το παράνομο αλισβερίσι, η εξαπάτηση του κράτους και η ρευματοκλοπή, αλλά και η λεπτομερής στοιχειολόγηση και αρχειοθέτηση των καταναλωτών, τα σχόλια, οι χρηματισμοί και η παράνομη σχέση με την αστυνομία, όταν επρόκειτο για νυχτερινά κέντρα και λέσχες. Η μετέπειτα ανάληψη των εισπράξεων από ιδιωτικές εταιρείες τάραξε τα νερά του καθεστώτος. Έτσι, απ' τη μια πλευρά υπήρχε η κατάχρηση της ηλεκτρικής παροχής από μέρους των καταναλωτών κι απ' την άλλη μια ελάχιστα επαγγελματική συναλλαγή των καταμετρητών με τους πελάτες που άνοιγε νέες τραυματικές καταστάσεις στον τομέα της ενέργειας.
Διακριτή η αφήγηση για την περίοδο μετά το 1971 οπότε και το στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο αντίκτυπος της κατάστασης στην πόλη, η προσπάθεια να «καθαρίσει», να εξαγνιστεί, να μοιάζει με στρατόπεδο, να εξαφανίσει από το πρόσωπό της τους μικροπωλητές, τις πόρνες, τους χαρτοπαίχτες, τους λαθρέμπορους, τα πειρατικά ταξί, και στην ουσία κάθε φωνή που δεν ήταν αρεστή και μαζί αυτή της δημοκρατίας, υπήρξε αντιπροσωπευτική των αντίστοιχων καθεστώτων. Η δικτατορία έχει το ίδιο πρόσωπο παντού, τονίζει ο συγγραφέας.
Ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη φέρνουν, μεταξύ άλλων, μια καινούρια γέφυρα στον Βόσπορο, την κατασκευή νέου περιφερειακού, ενώ οι κατεδαφίσεις προκαλούν θόρυβο και σκόνη! Και μαζί η εξαφάνιση των ιστορικών ξύλινων σπιτιών που τα αντικαθιστούν εξαώροφες οικοδομές καθώς και η διάνοιξη μεγάλων λεωφόρων που σαν οδοστρωτήρες ισοπεδώνουν κατοικίες και σοκάκια. Αναφέρεται και ο πρωθυπουργός Μεντερές που τριγυρνούσε την Πόλη, κατεδάφιζε τα παλιά σπίτια και τα κονάκια και άνοιγε φαρδιές λεωφόρους. Ο συγγραφέας δίνει ιστορικά τεχνικά στοιχεία, όπως την κατά πρώτον ηλεκτροδότηση το 1966, την υδροδότηση το 1970, την επίστρωση της 1ης ασφάλτου στις περιοχές των αυθαιρέτων το 1973, κά. Παράλληλα σχολιάζει τις αυθαίρετες πρακτικές με τα τραπεζοκαθίσματα στα πεζοδρόμια, τα μαγαζιά που σέρβιραν ποτά, τις συμμορίες των parking ενώ θέτει φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα, για το κισμέτ ή τη σχέση των νέων ανθρώπων με την πόλη και την κοινωνία. Αναζητά ακόμα τι πραγματικά βλέπουμε, δηλαδή αυτό που θέλουμε ή αυτό που τελικά εκφράζουμε (η πρόθεση της καρδιάς και η πρόθεση των λέξεων).
Συμπεράσματα
Ο Ορχάν Παμούκ επιλέγει ένα καλοκάγαθο ήρωα, έναν άνθρωπο φιλικό στο περιβάλλον του και στον αναγνώστη, χωρίς εντάσεις αλλά με προβληματισμό για ό,τι συμβαίνει γύρω του.
Ο Ορχάν Παμούκ επιλέγει ένα καλοκάγαθο ήρωα, έναν άνθρωπο φιλικό στο περιβάλλον του και στον αναγνώστη, χωρίς εντάσεις αλλά με προβληματισμό για ό,τι συμβαίνει γύρω του. «Θα βγαίνω κάθε βράδυ για μποζά» λέει γλυκοπαίζοντας με την παράδοση αλλά και αναζητώντας την ζωή και τα μυστικά της πόλης: « Σ΄ αυτούς τους δρόμους πέρασε η ζωή μου» λέει για τα ατέλειωτα δρομολόγια, υπαινισσόμενος τη μοναδικότητα, την ιστορικότητα και την αξία εν τέλει του δημόσιου χώρου. Ο Μεβλούτ είναι ένας περιπλανώμενος σε μια περιπλάνηση γόνιμη και διαφωτιστική, αλλά και με ένα ίχνος μεταφυσικής φαντασίωσης: κάποιο «μάτι» τον παρακολουθούσε από ψηλά. Προερχόμενος, όπως οι περισσότεροι, από τα φτωχά χωριά της Ανατολίας, το αυθαίρετο σήμαινε γι' αυτόν και τους ομοίους του, τη μετάβαση σε ένα καινούριο σπίτι στο χωριό ή σε ένα διαμέρισμα στην πόλη, ως πλούσιος πλέον. Ο ήρωας του Ορχάν Παμούκ είναι μοναδικός εκφραστής μιας παράδοσης χωρίς παρωπίδες. Αυτός που βιώνει τη μετεξέλιξη από τις αυθαίρετες περιοχές στους λόφους της περιφέρειας, σε νομιμοποιημένες συνοικίες των επεκτάσεων. Είναι ένας εσωτερικός οικονομικός μετανάστης που εκφράζει την προτίμησή του στην πόλη και τις μεταμορφώσεις της. Διερωτάται και προβληματίζεται για καθετί νέο, χωρίς όμως άρνηση αλλά με πνεύμα διερευνητικό. Προβάλλει έτσι την ύπαρξη 2 παράλληλων απόψεων: Αν και προσλαμβάνεται ως μια παρελκυστική τακτική του συγγραφέα (ναι μεν αλλά..). είναι προτιμότερο να θεωρηθεί ότι με τον τελικό λόγο του δίνει το μήνυμα στο οποίο καταλήγει: «Υπάρχει η προσωπική άποψή του, αλλά και αυτή που θα εξέφραζε δημόσια. Ηταν η πρόθεση της καρδιάς του και η πρόθεση των λέξεών του». O Ορχάν Παμούκ τηρεί και στο έργο αυτό τη συνήθη τακτική του για αναπάντητα ερωτήματα (non finitο) αν και σχεδόν ολοκληρώνει τον κύκλο μιας ζωής. Τα τεχνικά ζητήματα στα οποία υπεισέρχεται δρούν ως ιστορικοί παράγοντες, συχνά μοιραίοι για τα πρόσωπα και την πόλη. Ο χώρος είναι γι αυτόν ο καθρέφτης των δρώμενων, η πόλη το κάτοπτρο των ανθρώπων και της ιστορίας τους. Αυτή η γεμάτη αντιθέσεις πόλη είναι στην πραγματικότητα η πρωταγωνίστρια. Είναι η ίδια η Πόλη βιωμένη από τον συγγραφέα που έχοντας το χάρισμα της γραφής λειτουργεί σαν εκπρόσωπός μας για ό,τι υπάρχει και παρατηρούμε γύρω μας.
* Η ΜΑΡΙΑ ΛΙΛΙΜΠΑΚΗ-ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ είναι Δρ. Αρχιτέκνων - Αρχαιολόγος.