Για το μυθιστόρημα του Alejandro Zambra Τρόποι να γυρίζεις σπίτι (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
Το βιβλίο του Aλεχάντρο Σάμπρα Τρόποι να γυρίζεις σπίτι είναι το τρίτο μυθιστόρημά του (Μπονσάι - 2006, Η ιδιωτική ζωή των δέντρων - 2007), εκτός από δύο συλλογές ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων και μια συλλογή δοκιμίων. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλές ανθολογίες λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας ανά τον κόσμο και σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά. Ο Σάμπρα γεννήθηκε στο Σαντιάγκο της Χιλής το 1975 και σήμερα διδάσκει λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Ντιέγο Πορτάλες. Σε όλα του τα βιβλία αναπολεί μια παιδική ηλικία ελεύθερη, όχι ακόμη υποκείμενη στις κρίσεις των ενηλίκων: τα σχολικά χρόνια στη Χιλή, μια ζωή που ξεκινά δυο χρόνια μετά το πραξικόπημα που εκτόπισε τον Αγιέντε και εγκαθίδρυσε τον δολοφόνο Πινοσέτ στην εξουσία. Τον ήρωα-συγγραφέα βασανίζει ο παλιός στόχος κάθε ρεαλιστή: πώς θα ολοκληρώσει εκείνο το (ούτως ή άλλως ημιτελές) μυθιστόρημα που θα περιλαμβάνει την αλήθεια μιας ολόκληρης ζωής, αποφεύγοντας το τεχνήεν μέλημα και τον αισθητισμό της συγκεκριμένης φόρμας και εισάγοντας μια νέα εκδοχή ρεαλισμού: την καταγραφή της λίστας των νεκρών χωρίς τον επικήδειο που συνοδεύει, συνήθως, τη λίστα αυτήν. Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται στους πολλούς διαφορετικούς τρόπους επανεπίσκεψης του παρελθόντος, κατανόησής του και συνδιαλλαγής με την παρεννοημένη ιστορία μιας πατρίδας.
Αιώνια επιστροφή
Φτιαγμένο από μια σειρά τυχαιοτήτων και επινοήσεων, το βιβλίο του σταδιακά μετατρέπεται σε σύντομη, sine qua non συνειδησιακή καταγραφή, ενώ ο μηχανισμός λειτουργίας του υπερβαίνει τη βούληση του δημιουργού.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο επιμέρους αφηγήσεις: στα περιστατικά που αφηγείται ο ίδιος ο συγγραφέας και σε όσα αφηγείται ο επινοημένος αφηγητής του. Στην πρώτη κατηγορία, ο ίδιος ζητά από την πρώην ερωμένη του, την Έμε, να αξιολογήσει το κείμενό του, ενώ στη δεύτερη ο επινοημένος αφηγητής αναφέρεται και απευθύνεται στην Κλάουδια, με την οποία είναι ερωτευμένος. Οι κίνδυνοι και οι απολαύσεις της συγγραφής προσλαμβάνουν ηθική βαρύτητα από το γεγονός ότι ένα μικρό παιδί γίνεται μάρτυρας ενός σεισμού στο Σαντιάγκο του Μαρτίου του ’85. Οι φόβοι του συγχέονται με τον ενθουσιασμό του για την ανακάλυψη πρωτόγνωρης ζωής στους δρόμους της πόλης, για την απομάκρυνσή του από το πατρικό σπίτι, και αυτή η μνήμη ξανάρχεται στο τέταρτο μέρος του βιβλίου, με αφορμή τη θέα της γαλάζιας πρόσοψης του σπιτιού όπου είχε πρωτοδεί την Κλάουδια, σε ηλικία δώδεκα χρόνων.
Ο Alejandro Zambra
|
Η φιλία που είχε ξεκινήσει ανάμεσα στον συγγραφέα και την Κλάουδια περιλάμβανε και την αποστολή του να παρακολουθεί τον μοναχικό «θείο» Ραούλ, χωρίς να δικαιούται να κατανοήσει την πολιτική διάσταση της ενέργειάς του. Ο στερεότυπος, ισοπεδωτικός χαρακτηρισμός «κομμουνιστής» του Ραούλ σκιαγραφεί το πολιτικό κλίμα της Χιλής. Ενώ οι ενήλικες βασανίζονταν, τα παιδιά έπαιζαν στον κήπο και ζωγράφιζαν. Ενώ η χώρα κατακερματιζόταν και διαλυόταν, τα παιδιά μάθαιναν πώς να περπατούν, πώς να μιλούν, πώς να φτιάχνουν βαρκούλες από χαρτί. Ενώ το ίδιο το μυθιστόρημα γραφόταν, τα παιδιά έπαιζαν κρυφτό και ασκούνταν στην εξαφάνιση. Ο συγγραφέας του δεύτερου μέρους είναι ο ίδιος με τον κεντρικό ήρωα του πρώτου, ένας συγγραφέας που αυτοβιογραφείται: για την ακρίβεια, γράφει το πρώτο μέρος του βιβλίου, αυτό που ήδη έχουμε διαβάσει. Ο Σάμπρα εγκιβωτίζει ιστορίες μέσα σε άλλες ιστορίες, παράγοντας ένα αυτοαναφορικό είδος λογοτεχνίας (self-reflexive: με την έννοια τόσο της «σκέψης», όσο και της «ανάκλασης»: η ζωή που παρουσιάζει μοιάζει με λογοτεχνία, που κι αυτή με τη σειρά της μοιάζει με μιαν άλλη, ίσως «μεγαλύτερη» λογοτεχνία). Φτιαγμένο από μια σειρά τυχαιοτήτων και επινοήσεων, το βιβλίο του σταδιακά μετατρέπεται σε σύντομη, sine qua non συνειδησιακή καταγραφή, ενώ ο μηχανισμός λειτουργίας του υπερβαίνει τη βούληση του δημιουργού. Κάθε συζήτηση επανεξετάζεται, τόσο ως προς τον βαθμό αλήθειας που περιέχει, όσο και ως προς τη θέση της στην υπό κατασκευήν ιστορία, τόσο στην αποτύπωση της δεκαετίας του ’80 όσο και στην παρουσίαση σκηνών της ζωής του συγγραφέα: αποτέλεσμα αυτής της συνεχούς, ελισσόμενης επανεξέτασης είναι η σταδιακή μετατροπή των κύριων χαρακτήρων του βιβλίου σε δευτερεύοντες. «Το μυθιστόρημα ανήκει στους γονείς μας», δηλώνει ο συγγραφέας, αντιμετωπίζοντας τη γνώση της δικής του γενιάς ως «τουριστική» και τα πρόσωπά της ως «δευτερεύοντες χαρακτήρες» της αφήγησής του.
Ο ήρωας, μια ανάκλαση Εαυτού
Μια πιο αφαιρετική μορφή συγγραφής, δίχως συγκεκριμένες χωροχρονικές αναφορές, αποκαθαίρει το κείμενο από το ψέμα, αφήνοντας χώρο μόνο στην ευαίσθητη καταγραφή «κηλίδων» της μνήμης και πραγματικών ήχων της ζωής. Η λευκή σελίδα στη γραφομηχανή του συγγραφέα μετατρέπεται σε βιβλίο-κάμερα, που ηχογραφεί, μαγνητοφωνεί, καταγράφει την Ύπαρξη που τον περιβάλλει, στις πολλαπλές της εκφάνσεις. Κατά κάποιους αναλυτές, πρόκειται για τη χιλιανή εκδοχή του υπερβολικού ήρωα της ρωσικής λογοτεχνίας, η τοποθέτηση της ζωής του οποίου σε παράλληλους, επινοημένους κόσμους απειλεί τη σταθερότητα της εξωλογοτεχνικής πραγματικότητας, φιλοδοξώντας να αλλάξει τον κόσμο. Αν ο αναγνώστης, υποβοηθούμενος από την υφολογικά και πραγματολογικά άρτια μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, προσεγγίσει την ιστορία του κυνηγημένου δασκάλου που φοβάται τη σύλληψη και τον βασανισμό, θα μπορέσει να αντιληφθεί τη σταδιακή πολιτική συνειδητοποίηση του ήρωα/συγγραφέα.
Η λευκή σελίδα στη γραφομηχανή του συγγραφέα μετατρέπεται σε βιβλίο-κάμερα, που ηχογραφεί, μαγνητοφωνεί, καταγράφει την Ύπαρξη που τον περιβάλλει, στις πολλαπλές της εκφάνσεις.
Καθώς ο δάσκαλος ζητά να μάθει από το παιδί τις πολιτικές πεποιθήσεις των γονέων του (και σ’ αυτό το σημείο ο Σάμπρα έχει την ειλικρίνεια να παραδεχτεί πως οι γονείς του είχαν τηρήσει απόλυτη σιωπή και αποχή από την πολιτική, στάση χαρακτηριστική των δεξιόστροφων πολιτών της περιόδου της δικτατορίας του Πινοτσέτ), ο αναγνώστης που έχει ανά χείρας μια τόσο ποιοτική μετάφραση θα είναι σε θέση να αισθανθεί πόσο βαθιά σιωπηρό είναι το παγιωμένο, ολοκληρωμένο, παλαιού τύπου μυθιστόρημα του ρεαλισμού, αυτό που ο Σάμπρα θεωρεί δικαιωματικά ιδιοκτησία της γενιάς των γονέων του. Πόσο χαρακτηριστικά τα ρήματα της αφήγησης εκείνου του τύπου αποτελούν δική τους πολιτιστική κληρονομιά, τους ανήκουν, τρόπον τινά. Ως εκ τούτου, ο αναγνώστης δεν θα εκπλαγεί από το γεγονός ότι η «αφήγηση εντός αφήγησης» του δεύτερου μέρους αναφέρεται σε «δευτερεύοντες χαρακτήρες» (Για να πετύχει στο σχολικό διαγώνισμα το παιδί μελετά τους δευτερεύοντες χαρακτήρες της Μαντάμ Μποβαρί του Φλωμπέρ).
«Υποτίθεται ότι άνδρας είναι αυτός που φεύγει από το σπίτι»
H αλήθεια του κόσμου είναι αναγκαστικά μια ιστορία παρεξήγησης και απώλειας, ενώ ο σκεπτικισμός του συγγραφέα είναι η μοναδική οδός προς την αλήθεια.
Το τρίτο κεφάλαιο επιστρέφει στη μυθοπλασία: βρισκόμαστε στο παρόν και η δικτατορία του Πινοτσέτ έχει τελειώσει. Ο ήρωας συναντά και πάλι την Κλάουδια και εκείνη του αποκαλύπτει πως ο Ραούλ δεν είναι, στην πραγματικότητα, θείος της, αλλά πατέρας της, πως το πραγματικό του όνομα είναι Ρομπέρτο και πως είναι ένας αριστερός ακτιβιστής που ζει με μια νέα ταυτότητα κάτω από τον ίσκιο της καταδίωξης των δικτατόρων. Η επινοημένη ιστορία της Κλάουδια και του Ρομπέρτο/Ραούλ εναλλάσσεται με κομμάτια που τα αφηγείται απευθυνόμενος στον αναγνώστη ο συγγραφέας της ιστορίας αυτής, επιχειρώντας να ευθυγραμμιστεί με τα πραγματικά πολιτικά γεγονότα της εποχής. Το τέταρτο κεφάλαιο επιστρέφει στην ιστορία του επινοημένου συγγραφέα και στον ατελέσφορο έρωτά του με την Έμε. Σε κάθε ιστορία εμφωλεύει ακούσια μια άλλη, «μικρότερη».
Στη βαθύτερη δομή του το μυθιστόρημα διερευνά τις σχέσεις γονέων και παιδιών: όλοι μας μεγαλώνουμε σε μια οικογένεια της οποίας αγνοούμε το παρελθόν, δηλαδή ζούμε στη σκιά μιας back story. Έτσι, η αλήθεια του κόσμου είναι αναγκαστικά μια ιστορία παρεξήγησης και απώλειας, ενώ ο σκεπτικισμός του συγγραφέα είναι η μοναδική οδός προς την αλήθεια. Ένα «αληθινό» βιβλίο, υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι παρά η αντίστροφη εκδοχή ενός άλλου, «μεγάλου» και σκοτεινού βιβλίου που το αναγιγνώσκουμε προδίδοντας τις σιωπές του. Το βιβλίο που κρατούμε στα χέρια μας και το άλλο -το βιβλίο αναφοράς- μοιάζουν με συγκοινωνούντα δοχεία, η τελική σύνθεση των οποίων αποτελεί μια μετα-λογοτεχνική θεώρηση των ανθρωπίνων που κατατρύχεται από ένα ηθικής τάξεως άγχος: πώς, σε μια πολιτική κουλτούρα απόκρυψης και «εξαφάνισης» ο συγγραφέας θα κατορθώσει, με ακρίβεια κι ευαισθησία, να συνθέσει ένα λογοτεχνικό «ψεύδος» και να είναι, παράλληλα, «αληθώς» παρών μέσα στην κορνίζα του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τρόποι να γυρίζεις σπίτι
Alejandro Zambra
Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Ίκαρος 2016
Σελ. 176, τιμή εκδότη €13,50