Για το μυθιστόρημα του Ζάουμε Καμπρέ Confiteor (μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Καταλαβαίνεις ότι ένα μυθιστόρημα είναι σπουδαίο από την πρώτη σελίδα, ενίοτε και από την πρώτη φράση. Μπαίνεις κατευθείαν στο πνεύμα, σε δεξιώνεται από την αρχή ένας χώρος με πολλά δωμάτια, που οδηγούν σε άλλα δωμάτια, όλα γεμάτα καθρέφτες, μια λαβυρινθώδης μαγεία που ωστόσο παραμένει καθαρή, διαυγής, και σε οδηγεί, αφού χαθείς και ξαναχαθείς, εκεί από όπου άρχισες, στην πρώτη σελίδα, στην πρώτη φράση, όπου συμπυκνώνονται όλες οι σημασίες, όλα τα γεγονότα, όλες οι περιπέτειες, όλες οι ευτυχίες και οι δυστυχίες που περικλείονται σ᾽ εκείνη την πρώτη σελίδα, στην πρώτη εκείνη φράση. Επί εκατό περίπου ώρες, με ελάχιστα διαλείμματα και ελάχιστο ύπνο, και αφού παράτησα κάθε τι άλλο, περιπλανήθηκα στις 725 σελίδες (που δεν έπαυαν να με παραπέμπουν σε χιλιάδες άλλες σελίδες, σε εκατοντάδες άλλες ώρες ξενυχτιού και επίμονης ανάγωσης, σε δεκάδες άλλα μεγαλειώδη έργα του ανθρώπινου νου), του μυθιστορήματος Confiteor που συνέθεσε, ανάμεσα στα 2003 και 2011, ο Καταλανός συγγραφέας Jaume Cabré (Ζάουμε Καμπρέ).
Πρόκειται για ένα αριστοτεχνικά κατασκευασμένο όργιο συναισθημάτων, εντάσεων, ενοχών, συγκρούσεων, ερώτων, φιλοδοξιών, ιστοριών από το βαθύ παρελθόν, παρακάμψεων και παρεμβολών και παρεκβάσεων, ντοκουμέντων που παρουσιάζονται σαν μύθοι και μύθων που εκτίθεται σαν ντοκουμέντα.
Πρόκειται για ένα αριστοτεχνικά κατασκευασμένο (κάθε έργο τέχνης είναι μια οργανωμένη, μελετημένη, στρατηγικά οργανωμένη, σκακιστικά μεθοδευμένη κατασκευή) όργιο συναισθημάτων, εντάσεων, ενοχών, συγκρούσεων, ερώτων, φιλοδοξιών, ιστοριών από το βαθύ παρελθόν, παρακάμψεων και παρεμβολών και παρεκβάσεων, ντοκουμέντων που παρουσιάζονται σαν μύθοι και μύθων που εκτίθενται σαν ντοκουμέντα. Ο Καμπρέ, γεννημένος στη Βαρκελώνη το 1947, καταπιάστηκε με σχεδόν όλα τα είδη του γραπτού λόγου (διηγήματα, μυθιστορήματα, σενάρια για τον κινηματογράφο και για τηλεοπτικές σειρές, θεατρικά έργα, εφηβική λογοτεχνία, δοκίμιο) και διαθέτει έτσι μια θαυμαστή αφηγηματική άνεση συνδυασμένη με βαθύτατη εμπειρική γνώση δεκάδων τεχνικών. Στο Confiteor όλες αυτές οι τεχνικές συνυπάρχουν αλλά, προσοχή!, όχι για να φτιάξουν ένα αβαθές μεταμοντέρνο παιγνιακό αφήγημα, προορισμένο να καταναλωθεί με αμέριμνη βουλιμία και να λησμονηθεί τάχιστα, αλλά για να συγκροτήσουν ένα βαθύ υπαρξιακό και ιστορικό έργο που θέλει, και καταφέρνει, να συνομιλήσει στα ίσια με άλλα μεγάλα μυθιστορήματα πολλαπλών αφηγηματικών τεχνικών, όπως το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας (1973) του Thomas Pynchon, από τα παλαιότερα χρονολογικά, το Εκκρεμές του Φουκώ (1988) του Umberto Eco, από τα λίγο μεταγενέστερα, το Infinite Jest (1996) του David Foster Wallace και ο Υπόγειος Κόσμος (1997) του Don DeLillo από τα αρκετά πρόσφατα, και το Omega Minor (2004) του Paul Verhaeghen, το 2666 (2004) του Roberto Bolaño, και η Κεντρική Ευρώπη (2007) του Γουίλιαμ Τ. Βόλμαν από τα λίαν πρόσφατα.
Κοινό στοιχείο αυτών των μαξιμαλιστικών μυθιστορημάτων —"μυθιστορήματα-μαστόδοντα", όπως τα έλεγε και ο David Foster Wallace— είναι, πέραν των πολλών εκατοντάδων σελίδων τους, η διαρκής εμπλοκή του προσωπικού-συναισθηματικού με το πολιτικό-ιστορικό, η πολυφωνία, η κίνηση μεγάλων μαζών γεγονότων, το χιούμορ (άλλοτε υπόγειο και άλλοτε περίοπτο), η κριτική του παρόντος μέσα από το παρελθόν ή από το μέλλον, και η πολυδιάστατη προσωπικότητα των κεντρικών χαρακτήρων. Και, βέβαια, ο διαρκής διακαής διάλογος με τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας και του στοχασμού.
Ο Jaume Cabré
|
Ο Καμπρέ στο Confiteor στήνει μια σχετικά απλή ιστορία (αγόρι αγαπάει κορίτσι) και απλώνει άπειρα πλοκάμια, που πάντα συνδέονται, στο μεσαιωνικό παρελθόν της Ευρώπης, στην μεσοπολεμική αναστάτωση και τις ευκαιρίες τυχοδιωκτισμού που άνοιξε, στην Ισπανία του Φράνκο, στον εφιάλτη του Άουσβιτς, στη σημερινή μεταβιομηχανική κοινωνία του θεάματος. Όλο το μυθιστόρημα (υποτίθεται ότι) είναι μια αχανής επιστολή, γραμμένη με παραληρηματικούς ρυθμούς από τον προικισμένο αλλά πάντα σαστισμένο σαν παιδί μπροστά στα γεγονότα της ζωής Αντριά Αρντέβολ ι Μποσκ προς την (νεκρή πια) αγαπημένη του, τη Σάρα Βόλτες-Εψτέιν. Ο Αντριά, χτυπημένος από αρρώστια («Ο αυτοκράτορας που θα με δολοφονήσει δεν λέγεται Θεοδώριχος, αλλά Αλτσχάιμερ ο Μέγας»), πασχίζει με όσες δυνάμεις του απομένουν να μιλήσει για όλους όσοι και για όλα όσα απαρτίζουν την προσωπική του ιστορία, συνδέοντάς την, όμως, με αλλεπάλληλα ιστορικά γεγονότα που την έχουν, έμμεσα και άμεσα, επηρεάσει. Η γιγάντια αυτή "επιστολή" παραδίδεται από τον ίδιο στα χέρια του παιδιόθεν άσπονδου φίλου του, του Μπερνάτ Πλένσα ι Πουνσόδα, ο οποίος (θεωρείται ότι) μας την παραδίδει υπό τη μορφή μυθιστορήματος, του μυθιστορήματος που κρατάμε στα χέρια μας, αφού, έχοντας διαπράξει επονείδιστη λογοκλοπή, την παρουσιάζει ως δικό του έργο. Ο εν λόγω Μπερνάτ, καίτοι προικισμένος βιολιστής επιμένει να γράφει και να θέλει να διαπρέψει ως συγγραφέας. Ένα βιολί διατρέχει όλη την αφήγηση: φτιαγμένο τον 18ο αιώνα από τον Lorenzo Storioni, το βιολί θα αλλάξει χέρια πάμπολλες φορές, θα βαφτεί με αίμα, καθώς εξαιτίας του (λέγεται ότι) ο Guillaume-François Vial δολοφόνησε τον θείο του, τον Jean-Marie Leclair l’aîné, θα βρεθεί στην Ολλανδία επί γερμανικής κατοχής και εν συνεχεία στο Άουσβιτς στα χέρια ενός ταγματάρχη/ιατρού/βασανιστή Ες Ες, κατόπιν στη μεταπολεμική Ιταλία και τέλος στην Ισπανία και στα χέρια του τυχοδιώκτη πατέρα του Αντριά.
Κανένα ερωτηματικό, απ᾽ αυτά που σκορπάει εσκεμμένα εδώ κι εκεί μες στη ροή των σελίδων ο Καμπρέ, δεν μένει αναπάντητο, όλα συνδέονται, όπως επέμενε ο Pynchon, το κείμενο είναι ένα παλίμψηστο, ένα αχανές cut-up.
Όλα μπλέκονται γύρω από το βιολί, και τίποτα δεν σταματάει εκεί. Ο αφηγηματικός οίστρος του Καμπρέ, και η άρτια τεχνική του, ή μάλλον το σύνολο των επιστρατευμένων τεχνικών, δημιουργούν διαρκώς δίνες χρόνου και γεγονότων που μας καταβυθίζουν στο Κακό, στη Βία, στην Οδύνη. Αλλά και στον Ανοξείδωτο Έρωτα, στη Φιλία, στην Τέχνη. Ο δεύτερος ενικός εναλλάσσεται συνεχώς με τον τρίτο και τον πρώτο, η απεύθυνση αλλάζει διαρκώς, μέσα στην ίδια φράση, και αβίαστα (εδώ έγκειται η δεξιοτεχνία του Καμπρέ) μεταφερόμαστε χωρίς μοντάζ και με ανεπαίσθηρα ιδιοφυή ρακόρ από τη μία εποχή στην άλλη, από τον ένα χώρο στον άλλο, από τη μία κατάσταση στην άλλη. Κανένα ερωτηματικό, απ᾽ αυτά που σκορπάει εσκεμμένα εδώ κι εκεί μες στη ροή των σελίδων ο Καμπρέ, δεν μένει αναπάντητο, όλα συνδέονται, όπως επέμενε ο Pynchon, το κείμενο είναι ένα παλίμψηστο, ένα αχανές cut-up (ναι, ο Καμπρέ οφείλει πολλά στον William S. Burroughs), ένα μοιρολόι που γίνεται όπερα που γίνεται σκακιστική παρτίδα που γίνεται κόμιξ που γίνεται δοκίμιο που γίνεται ερωτογράφημα που γίνεται λυγμός που γίνεται χάρτης δακρύων, όπως λέει σε μια σελίδα ο Αντριά.
Γεμάτο μουσική (Μπάρτοκ, Μπετόβεν, Μπρούκνερ, Μπραμς), φορτισμένο με την ένταση ακαριαίων αυτοσχέδιων αποφθεγμάτων («Ο συγγραφέας είναι σολίστας», «Το αινιγματικό ποίημα είναι ο απόηχος μιας άλυτης διαμάχης», «Ἑμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε κάτοικοι μιας χώρας αλλά μιας γλώσσας»), φορτωμένο με τις παλινωδίες των παθών (μίσος, εκδίκηση, φιλία, έρωτας, χρήμα, απληστία, φιλοσοξία), κατοικημένο από μείζονες στοχαστές (Ludwig Wittgenstein, Isaiah Berlin, Hannah Arendt, Vico, Ramon Llull), χρωματισμένο από φιγούρες που στοιχειώνουν την παιδική ηλικία (καουμπόηδες, Ινδιάνοι, ντετέκτιβ), το Confiteor είναι ένα πολύτιμο κιβώτιο μνήμης, ένα σεντούκι με τιμαλφή, που μας καλεί να ανακαλύψουμε και πάλι, και ξανά, και πάντα, τον πλούτο της ανθρώπινης φαντασίας, του ανθρώπινου στοχασμού, της ανθρώπινης τέχνης και να τον στρέψουμε, και συνεχώς να τον στρέφουμε, ενάντια στην κοινοτοπία του Κακού.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Confiteor
Ζάουμε Καμπρέ
Μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός
Πόλις 2016
Σελ. 736, τιμή εκδότη €22,00