Για τη νουβέλα του Michele Serra Οι αραχτοί (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
Αυτοβιογραφική ως ένα βαθμό, κυρίως σε ό,τι αφορά το υλικό της, είναι η νουβέλα Οι Αραχτοί του Ιταλού Μικέλε Σέρρα. Σαν μια παράθεση αποσπασματική σκηνών από τη σχέση ενός πατέρα κι ενός γιου στα πρόθυρα της ενηλικίωσης: πρόκειται για τη σταδιακή μεταμόρφωση ενός νέου σε ενήλικα, σε συνεχή αντιπαράθεση προς το ίδιο μοτίβο, μια γενιά νωρίτερα. Οι δυσκολίες αυτής της αναφοράς γονέα-παιδιού, δοσμένες με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό, συνθέτουν ένα τύπο χρονογραφήματος διανθισμένου με θυμοσοφικές διαπιστώσεις για ό,τι αφορά αυτόν τον νεόκοπο κόσμο των τεχνολογικά εθισμένων, εξαρτημένων νέων του σήμερα, σε γραφική σύγκριση με τον ποιητικό κόσμο του φαντασιακού της γενιάς των γονιών τους.
Ένα παμπάλαιο ζήτημα, μια αρχετυπική σύγκρουση
Το κεντρικό ζήτημα της απώλειας επικοινωνίας διανθίζεται από ερωτήματα που αφορούν το πόσο «αραχτοί» είναι αυτοί οι σημερινοί νέοι και σε ποιον βαθμό την ευθύνη για το «αραλίκι» τους τη φέρουν οι μεγαλύτεροι ή κάποιοι αστάθμητοι παράγοντες.
Στο εικοστό πρώτο βιβλίο του, ο Μικέλε Σέρρα θίγει ένα ζήτημα που ανέκαθεν απασχολούσε κάθε γενεά ενηλίκων: κατά πόσον μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς και τα παιδιά τους. Ο συγγραφέας φαίνεται να πρεσβεύει πως, στις παρούσες συνθήκες έντονης «τεχνολογικής εξάρτησης» της νέας γενεάς, προκύπτει ένα ζήτημα διαφορετικό από όλες τις άλλες εποχές: η απουσία κοινού καμβά σύγκρουσης ή σύγκλισης ανάμεσα στη νέα γενιά και στην προηγούμενη.
Τρεις ιστορίες διαπλέκονται σε αυτό το σύντομο βιβλίο: η κεντρική αφήγηση αφορά τη σχέση ανάμεσα στον πατέρα και στον έφηβο γιο του, που είναι ανίκανος να σεβαστεί τους κανόνες της συμβίωσης και της υγιεινής του χώρου διαβίωσης. Παράλληλα σχεδιάζεται, σε χοντρές γραμμές, η υπόθεση ενός μελλοντικού μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας όπου έχει κηρυχθεί Πόλεμος ανάμεσα στους νέους και τους γέρους. Τέλος, παρεμβάλλονται σύντομα κείμενα μιας «ανοικτής» πρόσκλησης του πατέρα αυτού προς τον γιο του για μια επιθυμητή ανάβαση στην κορυφή Νάσκα, ένα τοπίο ιδεώδες για την αισθητική του πατέρα και για τη σύναψη μιας κάποιας σχέσης μοιράσματος ανάμεσα σ’ αυτόν και το γιο του.
Το κεντρικό ζήτημα της απώλειας επικοινωνίας διανθίζεται, έτσι, από ερωτήματα που αφορούν το πόσο «αραχτοί» είναι αυτοί οι σημερινοί νέοι και σε ποιον βαθμό την ευθύνη για το «αραλίκι» τους τη φέρουν οι μεγαλύτεροι ή κάποιοι αστάθμητοι παράγοντες. Ένα ακόμη πρόσωπο που προκύπτει στην αφήγηση είναι η νεαρή φιλενάδα του γιου, που εκπροσωπεί επαξίως τη γενιά της και φέρει ατόφια τα γνωρίσματά της: ελάχιστη επικοινωνιακή διάθεση, προσήλωση στα τηλεοπτικά δρώμενα, «βύθιση» στα δεδομένα του i-pod της, του facebook της, του υπολογιστή της.
Δύσκολη δουλειά, αυτή του γονιού
Εξατμίστηκε ολοκληρωτικά η εξουσία των γονέων πάνω στα παιδιά; Ναι, ευτυχώς. Από μιαν άποψη, όμως. Γιατί, από την άλλη, μια νοσταλγία κυριαρχεί στο βιβλίο του Σέρρα για την εποχή εκείνη, όχι και πολύ μακρινή, όπου η παρουσία των γονέων ήταν διακριτική και η «ψιλή κυριότης» στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών ήταν μια τέχνη ολόκληρη: ποια ήταν τα προαπαιτούμενα αυτής της δομημένης σχέσης; Μα φυσικά η σιωπηρή αποδοχή των επιλογών των γονέων ως προτύπου προς μίμησιν. Κάθε απόκλιση από αυτό το σκληροπυρηνικό πρότυπο σήμαινε και μια μορφή διαταραχής της ομαλής ψυχολογικής εξέλιξης του παιδιού, πιθανόν δε, με μια φροϋδικήν απλούστευση, και μια μορφή παρέκκλισης του φυσιολογικού. Οι διαφορές και το χάσμα μεταξύ των διαδοχικών γενεών γινόταν κατά κανόνα σε αναφορά προς το γονεϊκό πρότυπο που έπρεπε να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, αμφισβήτησης, απόρριψης ή έπρεπε να υιοθετηθεί ως είχε. Τώρα τα πράγματα, διαπιστώνει με οδύνη και χιούμορ ο συγγραφέας, είναι διαφορετικά: μιλάμε για δυο αποξενωμένα σύμπαντα, με όση δόση υπερβολής και αν περιέχει αυτή η διαπίστωση.
Ο Michele Serra
|
Οι τέλειοι καταναλωτές που είναι οι νέοι
Ίντερνετ, i-pod, συσκευές, συσκευές: ο κόσμος για τους νέους είναι ένα δίκτυο ηλεκτρονικής επικοινωνίας και η πραγματικότητά τους, το λεξιλόγιό τους, η ψυχική τους διάθεση, όλα καθορίζονται απολύτως από την τεχνολογία. Πού η λυρική νοσταλγία για την ομορφιά του τοπίου, πού ο ρομαντικός παρατηρητής ενός κόσμου που εκτυλίσσεται εν χρόνω σαν ομαλό επεισόδιο μιας εκτενούς αφήγησης, πού η ενατένιση της ομορφιάς εν γένει και η απόλαυση του γραπτού κειμένου; Μιλάμε, τώρα, για ένα σύμπαν σημειογραφικών συντμήσεων και καταβύθισης στα τελευταία μοντέλα επικοινωνιακής πολιτικής των πολυεθνικών. Μιλάμε για τον απόλυτο λακωνισμό που αντίκειται σε κάθε πιθανό καθωσπρεπισμό, επίσης ήδη αναφερόμαστε σε μιαν εποχή «υπέρβασης» των βεβαιοτήτων της προηγούμενης δεκαετίας. Το ζοφερό αυτό σκηνικό αποκτά ιλαρότητα μέσω μιας θεώρησης ευρυγώνιας, ενός άλλου ορίζοντα ερμηνείας, μιας βιωματικής σχέσης με το «άρωμα της εφηβείας». Το εφηβικό κορμί αποκτά αυτήν την ανεξήγητη δύναμη, τη forza pulsionale που γίνεται εμβληματική από τη στιγμή που αρπάζει τα ηνία της ζωής. Δραττόμενος της ευκαιρίας, ο πατέρας γίνεται κάτι παραπάνω από παρατηρητής, μάρτυρας και ενεργούμενο μιας εξωγενούς συνθήκης: για μια τελευταία και αποφασιστική φορά, αποφασίζει να καθορίσει το μέλλον του παιδιού του.
Ο πατέρας γίνεται κάτι παραπάνω από παρατηρητής, μάρτυρας και ενεργούμενο μιας εξωγενούς συνθήκης: για μια τελευταία και αποφασιστική φορά, αποφασίζει να καθορίσει το μέλλον του παιδιού του.
Ενώ λοιπόν ο νέος γόνος του είναι απολύτως «καλωδιωμένος» με τις συσκευές μέσω των οποίων επικοινωνεί με τον έξω κόσμο, ο πατέρας-Σέρρα κάνει μια τεράστια συγγραφική «προβολή» στο μέλλον, σ’ εκείνον τον «Ύστατο» φανταστικό πόλεμο Γέρων και Νέων που θα περιλάβει στο βιβλίο της ωριμότητάς του. Χωρίς διάθεση ηθικολογίας, ο πόλεμος αυτός προδιαγράφεται νικηφόρος για τους νέους: πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι, άλλωστε; Εκεί, σε μια ρητορική αντιπαράθεση προς τον αρχηγό των Νέων, ο συγγραφέας, φορώντας το προσωπείο του «κοντοτιέρρου» των Ηλικιωμένων Μπρένο Αλτσχάιμερ, «σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος» και παρά τη σαρκαστική του διαπίστωση για το καταναλωτικό ήθος της νέας γενεάς, προδίδει την παραιτημένη δική του γενιά στον επικεφαλής του τάγματος των σφριγηλών σωμάτων που θα διαχειριστούν το μέλλον. Οι Vecchi παραιτούνται και οι Giovani νικούν χάριν μιας πλατωνικής σύλληψης του Ωραίου.
Η τελική εικόνα είναι συγκινητική: ο γιος του δέχεται να τον συνοδέψει σε αυτήν τη σύντομη εξόρμηση στην κορυφή της Νάσκα για την οποία ο πατέρας τον εκλιπαρεί σε όλο το βιβλίο. Μόνο που τώρα το παιδί με τα σνίκερς έχει τόσο προηγηθεί, έχει τόσο σφριγηλά προηγηθεί που ο πατέρας μένει πίσω για τα καλά. Η τελευταία κραυγή του νέου: «Μπαμπάααα εδώωωω είμαι!» δεν είναι κραυγή βοηθείας αλλά δήλωση υπεροχής. Ο συγγραφέας διασώζει ελάχιστα γνωρίσματα από την εξωτερική «φιγούρα» του Πατέρα που μας είναι οικεία. Προσοικειούμενος έναν ηθικό ρελατιβισμό, αντιμετωπίζει τα σνίκερς του γιου του ως αναπόφευκτη εικόνα, την επιθετικότητά του ως άλλην εκδοχή της ειλικρινούς κατάφασης στους σύγχρονους ρυθμούς ζωής και τη δική του οπισθοχώρηση ως την αναπόφευκτη έκβαση μιας προδιαγεγραμμένης απέλπιδος πάλης.
Ο Μικέλε Σέρρα, ενεργός δημοσιογράφος στην Ιταλία, υποστηρίζει το σχέδιο μιας Αριστεράς «ενωμένης και ανταγωνιστικής». Μεγαλωμένος στο Μιλάνο, άρχισε να εργάζεται στα 21 του, το 1975, στην Unita, επίσημο όργανο του PCI, και το 1996 έγινε αρθρογράφος στη Repubblica και στο περιοδικό Espresso. Στο μεταξύ εμψύχωσε δύο παρεμβατικά περιοδικά πολιτικής σάτιρας, το Tango και το Cuore, και το 1989 πέρασε στη λογοτεχνία. Την ίδια εποχή (1989) κατεβαίνει υποψήφιος ευρωβουλευτής του PCI. Πρόσφατα συνεργάστηκε με τον Ρομπέρτο Σαβιάνο. Στα ελληνικά πρωτοεμφανίστηκε το 2013 με το μυθιστόρημα Το παιδί αγελάδα (εκδ. του Εικοστού Πρώτου).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Οι αραχτοί
Michele Serra
Μτφρ. Δήμητρα Δότση
Ίκαρος 2015
Σελ. 120, τιμή εκδότη €12,00