
Για τη συλλογή διηγημάτων του Breece D'J Pancake Τριλοβίτες (μτφρ. Γιάννης Παλαβός, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Η ιστορία της λογοτεχνίας δεν ήταν ποτέ, ούτε θα γίνει, μια γραμμική πορεία στην οποία οι ίδιοι συγγραφείς βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή, ενώ σχεδόν όλοι οι άλλοι είναι πάντα λησμονημένοι. Ακόμα και απολύτως κορυφαίοι λογοτέχνες, ήδη από την αρχαιότητα, γνώρισαν τη λήθη, συχνά για αιώνες, προτού το έργο τους επανέλθει στην επιφάνεια κι εκείνοι καταξιωθούν εκ νέου. Οι αισθητικές προτιμήσεις, καθώς επίσης οι ατομικές και κοινωνικές ανάγκες της εκάστοτε εποχής, ανέδειξαν και εξακολουθούν να αναδεικνύουν πολλούς «θαμμένους» συγγραφείς. Η μεταμοντέρνα εποχή μας, ειδικότερα, με την έντονα πολυπολιτισμική και πλουραλιστική τάση της, αρέσκεται στο να επανακαλύπτει το παραγκωνισμένο και το παραγνωρισμένο, ιδίως μάλιστα όταν αυτά σχετίζονται με τις μη προνομιούχες τάξεις.
Ο Μπρις Ντέξτερ Πάνκεϊκ είναι ως έναν βαθμό μια τέτοια περίπτωση. Όπως μας πληροφορεί ο Γιάννης Παλαβός στα Προλεγόμενα της συλλογής διηγημάτων Τριλοβίτες (εκδ. Μεταίχμιο), την οποία έχει μεταφράσει και η οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, ο Πάνκεϊκ γεννήθηκε στη Δυτική Βιρτζίνια το 1952 και σπούδασε φιλολογία, ενώ εργάστηκε ως καθηγητής. Άρχισε να γράφει ιστορίες από νωρίς, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα γραφής. Τα πρώτα διηγήματα που δημοσίευσε προκάλεσαν τέτοια αίσθηση, ώστε αρκετοί καταξιωμένοι συγγραφείς έσπευσαν να μιλήσουν ένθερμα για το ταλέντο του. Στη συνέχεια, ωστόσο, και ιδίως μετά την αυτοκτονία του συγγραφέα στην ηλικία των μόλις 27 ετών, τα διηγήματά του, παρότι κυκλοφορούσαν, δεν είχαν την αναμενόμενη απήχηση. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, το ενδιαφέρον για το έργο του έχει αναθερμανθεί, όχι μόνο στην Αμερική, μα και σε αρκετές άλλες χώρες.
Ο Πάνκεϊκ γεννήθηκε στη Δυτική Βιρτζίνια το 1952 και σπούδασε φιλολογία, ενώ εργάστηκε ως καθηγητής. Άρχισε να γράφει ιστορίες από νωρίς, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα γραφής. Τα πρώτα διηγήματα που δημοσίευσε προκάλεσαν τέτοια αίσθηση, ώστε αρκετοί καταξιωμένοι συγγραφείς έσπευσαν να μιλήσουν ένθερμα για το ταλέντο του.
Στα δώδεκα διηγήματα που συγκροτούν αυτό τον τόμο, τα μισά από τα οποία πρόλαβε να δημοσιεύσει ο Πάνκεϊκ όσο ζούσε, ενώ τα υπόλοιπα εντοπίστηκαν στα κατάλοιπά του (κι έτσι συναποτελούν το corpus του συγγραφέα), συναντούμε ανθρώπους των κατώτερων κοινωνικά και οικονομικά τάξεων που ζουν (ή, συχνότερα, απλώς επιβιώνουν) στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Βιρτζίνια. Η αρκούντως ενιαία αφηγηματική φωνή φανερώνει, ανεξάρτητα από το αν μιλά σε πρώτο ή σε τρίτο πρόσωπο, τις σημαντικότερες πτυχές της ζωής τους, όσο κοινότοπες κι αν φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Συχνά, μάλιστα, η απόλυτη και εμμονικά επαναληπτική κοινοτοπία των πράξεων και των παραλείψεών τους είναι το κατεξοχήν «κακό» που τους συμβαίνει.
Οι χαρακτήρες, απλοί άνθρωποι, αγρότες και ανθρακωρύχοι, εργάτες και πόρνες, άεργοι και παρίες πάσης φύσεως, είναι εγκλωβισμένοι στις συνθήκες του περιβάλλοντός τους και ανίκανοι να τις αλλάξουν, οπότε είτε συντρίβονται είτε –στην καλύτερη περίπτωση– προσαρμόζονται με κάποια επιτυχία. Όσοι δουλεύουν είναι κάπως πιο τυχεροί, ενώ όσοι δεν δουλεύουν προσμένουν την Πρόνοια, που αναφέρεται σε πολλά διηγήματα – παρεμπιπτόντως, πρόκειται για την «κοινωνική», αφού η «θεία» Πρόνοια μάλλον «έχει πάει για μπίρες» (όπως έγραφε την ίδια εποχή ο Πίντσον). Σαν τους τριλοβίτες, τα όμορφα απολιθώματα των συγκεκριμένων αρθρόποδων που συλλέγει ο κεντρικός χαρακτήρας του πρώτου διηγήματος, πολλοί άνθρωποι ασφυκτιούν κολλημένοι στα ίδια σημεία, δεμένοι με τη γη, απολιθωμένοι σε συνθήκες εν πολλοίς επαναλαμβανόμενες, από το λίκνο έως τον τάφο τους.
Ο Πάνκεϊκ, με την κοφτή γραφή και τις λιτές περιγραφές του, με το ευθύβολο, χωρίς εξιδανικεύσεις και εξωραϊσμούς, βλέμμα του στη ζωή των χαρακτήρων, με την καταπληκτική εικονοποιητική του δύναμη, τη ζωντάνια των διαλόγων του και την αποφυγή κριτικού σχολιασμού, αναδεικνύεται σε μετρ του κοινωνικού (ενίοτε και «βρόμικου») ρεαλισμού.
Αυτά δεν αρκούν πάντως από μόνα τους για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αφού κυρίως η μετάδοση αυτών των καταστάσεων αξίζει να κριθεί ως επιτυχημένη ή μη. Ο Πάνκεϊκ, με την κοφτή γραφή και τις λιτές περιγραφές του, με το ευθύβολο, χωρίς εξιδανικεύσεις και εξωραϊσμούς, βλέμμα του στη ζωή των χαρακτήρων (εικάζω πως πολλοί εξ αυτών αποτελούν πιστά και πειστικά αντίγραφα ανθρώπων που είχε γνωρίσει ο ίδιος), με την καταπληκτική εικονοποιητική του δύναμη, τη ζωντάνια των διαλόγων του και την αποφυγή κριτικού σχολιασμού, αναδεικνύεται σε μετρ του κοινωνικού (ενίοτε και «βρόμικου») ρεαλισμού. Η σύγκριση του Πάνκεϊκ με κάποιους συγγραφείς, από τον Χέμινγουεϊ και τον Στάινμπεκ μέχρι τον Μπουκόφσκι και τον Κάρβερ, είναι αναπόφευκτη, κάτι που τον εντάσσει ομαλά σε αυτή τη γόνιμη παράδοση της αμερικανικής πεζογραφίας του 20ού αιώνα.
![]() Ο Breece D'J Pancake
|
«Δύο πράγματα δεν ακουμπάω ούτε με σφαίρες – τα πιπίνια και τα ποντικόφιδα» μας λέει ο αφηγητής στο πρώτο διήγημα, τους «Τριλοβίτες». «Την τελευταία φορά που μέθυσα στο σπίτι, κατέληξα να έχω κι άλλο στόμα να θρέψω» διαβάζουμε στο δεύτερο διήγημα του τόμου, με τίτλο «Γούβα» και θέμα τη ζωή των ανθρακωρύχων της περιοχής, στο οποίο υπάρχει και μία από τις συγκλονιστικότερες (καθώς και σκληρότερες) εικόνες θανάτωσης ζώου που έχω διαβάσει – γενικά, οι περιγραφές των σχέσεων με διάφορα ζώα είναι συχνές και εξαιρετικά ζωντανές. «Απ’ όλους τους σαλεμένους, ο Τσέστερ ήταν ο πιο ξύπνιος, γιατί την έκανε πριν αρχίσει να γαμιέται το σύμπαν» διαβάζουμε στη δυνατή εναρκτήρια πρόταση ενός άλλου διηγήματος, η οποία εκτοξεύει αυτόματα το ενδιαφέρον μας για το τι θα γίνει. Από τον μελαγχολικό έως ζοφερό κόσμο του Πάνκεϊκ δεν λείπει ευτυχώς το λυτρωτικό μαύρο χιούμορ, τουλάχιστον από κάποια διηγήματα: «Ακόμα και οι κυρίες απ’ το κυλικείο του σχολείου μού έστειλαν κάρτα, που έγραφε ότι το ‘χε η μοίρα μου να γίνω άνθρωπος των γραμμάτων. Στην πίσω μεριά της κάρτας ήταν ένας ζωγραφιστός ταχυδρόμος» (βλ. «Η σωτηρία μου»).
Η κειμενική μορφή και το ύφος του Πάνκεϊκ βρήκαν στο πρόσωπο του συγγραφέα Γιάννη Παλαβού τον κατάλληλο μεταφραστή, ενώ οι πενήντα σημειώσεις του στο τέλος του τόμου συμβάλλουν στην κατανόηση πραγματολογικών στοιχείων μάλλον άγνωστων για τον έλληνα αναγνώστη. Η δεδηλωμένη (στα Προλεγόμενα) μεταφραστική επιλογή του να μην αποδώσει τον «ιδιωματικό λόγο» του Πάνκεϊκ «με κάποιο ιδίωμα της ελληνικής περιφέρειας» (ούτως ειπείν, να μη φορέσει τσαρούχια στο πρωτότυπο), αλλά να τον μεταφέρει σε «απλά σύγχρονα ελληνικά» με κάποια ιδιάζουσα προφορικότητα και κάποια ανορθοδοξία στη σύνταξη, είναι εύστοχη, ιδίως όταν σκεφτεί κανείς τη ραγδαία και επικίνδυνα εξαπλωνόμενη μόδα με τα ποικίλα ιδιώματα στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
«Γιατί δεν τα παρατάς;» «Υπάρχουν και χειρότερα. Η παραίτηση δεν είναι λύση». Αυτός ο χαρακτηριστικός διάλογος, από το διήγημα «Ένα μόνιμο δωμάτιο», θα μπορούσε ίσως να συνοψίσει το κλίμα των διηγημάτων του Πάνκεϊκ. Όλοι οι (αντι)ήρωες της συλλογής ξέρουν πως υπάρχουν χειρότερα και τα περιμένουν, αρκετοί μάλιστα θα αντέξουν και δεν θα παραιτηθούν – δεν είναι όμως όλοι τόσο δυνατοί. Ο ίδιος ο Πάνκεϊκ, όπως συμβαίνει συχνά με τους λίαν ευαίσθητους καλλιτέχνες, δυστυχώς δεν κατάφερε να μην παραιτηθεί από τη ζωή. Και μόνο οι Τριλοβίτες δείχνουν πάντως πως, εάν είχε ζήσει, θα είχε προσφέρει πιθανότατα και άλλο σημαντικό έργο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τριλοβίτες
Breece D'J Pancake
Μτφρ. Γιάννης Παλαβός
Μεταίχμιο 2015
Σελ. 240, τιμή εκδότη €15,50