Για το βιβλίο του Pascal Quignard Το μάθημα μουσικής (μτφρ. Γιάννης Κατσάνος, εκδ. Μελάνι).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Ο συνθέτης μουσικής μπαρόκ και δεξιοτέχνης της βιόλα ντα γκάμπα Μαρέν Μαραί (Marin Marais 1656-1728), ο Αριστοτέλης και ο αρχαίος μυθικός κινέζος «Πιο-Μεγάλος-Μουσικός-Του-Κόσμου» Πο Για αποτελούν τα κεντρικά προσωπεία που μεταφέρουν ποικίλα στοιχεία της ιστορίας, του μύθου και της μυθοπλασίας σε ένα τρίπτυχο εξαιρετικής αισθητικής, όπως αυτό έχει οργανωθεί κάτω από τον γενικό τίτλο Το μάθημα μουσικής από τον ιδιαίτερης ευρυμάθειας φιλόλογο, πνευματώδη συγγραφέα και ερασιτέχνη (με την έννοια του μη-επαγγελματία αλλά με βαθιές γνώσεις) μουσικό Πασκάλ Κινιάρ (Pascal Quignard, γενν. 1948).
Το τρίπτυχο αυτό αντιστοιχεί σε μια μικρής έκτασης αλλά πυκνή πινακοθήκη χαρακτήρων, τοπίων, εποχών όπου η θεματική εστίαση εντοπίζεται στην παραστατική απόδοση της ανθρώπινης φωνής ως το ηχητικό ισοδύναμο των ποικίλων γραμματικών εικόνων που καλύπτουν κυριολεκτικά ολόκληρη την επιφάνεια ενός κειμενικού κόσμου σύνθετου με τρεις ενότητες και με τους ιδιαίτερους τίτλους: «Ένα επεισόδιο από τη ζωή του Μαρέν Μαραί», «Ένας νεαρός Μακεδόνας (ο Αριστοτέλης) αποβιβάζεται στο λιμάνι του Πειραιά» και «Το τελευταίο μάθημα μουσικής του Τσενγκ Λιέν». Στις ενότητες αυτές αποτυπώνεται η μετεξέλιξη της ανθρώπινης φωνής κατά τη ροή του ατομικού χρόνου μέχρι και τη στιγμή του θανάτου, στο πλαίσιο ποικίλων ατομικών/βιωματικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισμικών συνθηκών και φαινομένων, και με ιδιαίτερη έμφαση στον ήχο της φωνής του μαθητή ενώπιον του δασκάλου, είτε πρόκειται για τον δεξιοτέχνη της βιόλα ντα γκάμπα Σαιντ Κολόμπ (Monsieur de Sainte-Colombe 1640-1700) στην περίπτωση του Μαρέν Μαραί, είτε για τον Πλάτωνα και την Ακαδημία του στην περίπτωση του Αριστοτέλη, είτε για τον κινέζο δάσκαλο της μουσικής (αλλά και του τρόπου ζωής) Τσενγκ Λιέν στην περίπτωση του Πο Για.
Η ανθρώπινη φωνή ως όργανο μουσικής και ως όργανο εκφερόμενου λόγου, ως δίαυλος επικοινωνίας, ως φορέας σημασιών και συν-/αισθημάτων, εντέλει ως ήχος θανάτου κατέχει δεσπόζουσα θέση μέσα στους ήχους του σύμπαντος.
Η ανθρώπινη φωνή ως όργανο μουσικής και ως όργανο εκφερόμενου λόγου, ως δίαυλος επικοινωνίας, ως φορέας σημασιών και συν-/αισθημάτων, εντέλει ως ήχος θανάτου κατέχει δεσπόζουσα θέση μέσα στους ήχους του σύμπαντος όπου συναντώνται οι αρχαίες φωνές των παλαιών μουσικών οργάνων, ο ήχος της σιωπής και ο ήχος των δακρύων, ακόμα: ο ήχος του ανέμου ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, ο ήχος της σκούπας που σκουπίζει την αυλή του ναού, ο ήχος του θαλασσινού νερού που σβήνει στην άμμο, οι κραυγές των πουλιών ή η γεμάτη πόθο επικοινωνία των βατράχων. Αυτοί οι ήχοι αξιοποιούνται στο πλαίσιο του κειμενικού κόσμου του Κινιάρ ως δίαυλοι για τη διέλευση σημασιολογικών στοιχείων τόσο από το περιεχόμενο του εσωτερικού ανθρώπου όσο και από το εξωτερικό περιβάλλον, και περαιτέρω ως υλικό που συνθέτει μια μορφή μεταμουσικής (για να παραπέμψω και στον Γιάννη Ξενάκη), δηλαδή δημιουργική χρήση πραγματικών, συγκεκριμένων ήχων από τον εξωτερικό, αντικειμενικό κόσμο για τη διαμόρφωση μουσικού γεγονότος ως έκφραση ή αποκάλυψη ιδεών και συν-/αισθημάτων.
Κατά την ευρηματική σύνθεση αυτών των δεδομένων ο Κινιάρ βρίσκει την ευκαιρία να αναπτύξει ενδιαφέρουσες απόψεις για ποικίλα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, όπως είναι οι σχέσεις ανάμεσα στη μουσική και στη λογοτεχνία, ή ανάμεσα στην τέχνη και στον χρόνο, ή ανάμεσα στη γλώσσα και στον πολιτισμό, επίσης: η καταγωγή και η δομή της αρχαίας τραγωδίας, ο διάλογος αρχαίου ελληνικού και δυτικού πολιτισμού, η διαχρονική μνήμη στη διαχείριση των γνώσεων.
Η μετάφραση στην ελληνική έκδοση μεταφέρει χωρίς απώλειες τον πνευματώδη, παραστατικό, αφοριστικό, απροσδόκητο λόγο του Κινιάρ με την εξαιρετικά οικονομική, σχεδόν επιγραμματική διατύπωση ποικίλων πληροφοριών ιστορικού και κυρίως πολιτισμικού χαρακτήρα.
Η μετάφραση στην ελληνική έκδοση μεταφέρει χωρίς απώλειες τον πνευματώδη, παραστατικό, αφοριστικό, απροσδόκητο λόγο του Κινιάρ με την εξαιρετικά οικονομική, σχεδόν επιγραμματική διατύπωση ποικίλων πληροφοριών ιστορικού και κυρίως πολιτισμικού χαρακτήρα, όπως αυτές αντιστοιχούν σε γραμματικές εικόνες με πυκνότητα σχεδόν μικρογραφίας και με υψηλή αισθητική, π.χ.: «Η επινόηση της αφήγησης: ο ανθρώπινος χρόνος συνοψίζεται σ’ αυτήν. Η επινόηση της μελωδίας δεν είναι ανθρώπινη και υπάρχει πριν από το χρόνο», «Μέσα στο πλαίσιο του ανθρώπινου χρόνου η μουσική είναι ένα Φάντασμα του χρόνου», «Οι “ανθρώπινες φωνές” είναι από μόνες τους σονάτες που ξεσπάνε σε κραυγές. Έπειτα γίνονται μουρμουρίσματα και ψελλίσματα. Ακολουθούν οι λευκές φωνές της αγωνίας, η σκληρή μεταλλική χροιά των παθιασμένων. Έπονται οι φοβερές αφωνίες της θλίψης. Η θαμπή, βαθιά και εξασθενημένη φωνή των καταθλιπτικών. Τέλος, η αλλοίωση, το ξεκούρδισμα της φωνής των ηλικιωμένων τη στιγμή που πεθαίνουν».
Αυτό το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον (τόσο για τους ειδικούς, όσο και κυρίως για τους αναγνώστες που δεν θέλουν να βασίζονται σε σχετικό γνωστικό υλικό) τεκμήριο δημιουργικής γραφής θα ήταν χρήσιμο, σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του θεματικού και υφολογικού υλικού του συγγραφέα, να συνεκτιμηθεί με δύο προγενέστερες εκδόσεις στα ελληνικά έργων του Κινιάρ: Ο λόγος (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εισαγωγή: Ηλίας Μαγκλίνης, εκδ. Μελάνι 2004) και Ο μικρούλης έρως (μτφρ. Γιάννης Κατσάνος, εκδ. Μελάνι 2008).
Ο Pascal Qiognard
|
Στο βιβλίο Ο λόγος κυριαρχεί ο επιφανής ρωμαίος, με ισπανική καταγωγή, ρήτορας Μάρκος Πόρκιος Λάτρων (57 π.Χ. – 4 π.Χ.), ένα ακόμα σπουδαίο προσωπείο του Κινιάρ καταγόμενο από το ιστορικό παρελθόν, που παρέχει σωματική υπόσταση στην έννοια του εκφερόμενου λόγου και στο πολυσήμαντο περιεχόμενό του. Ο κατά την αντίληψη του Κινιάρ Μάρκος Πόρκιος Λάτρων λειτουργεί ως όχημα για τη διεκπεραίωση εννοιών όπως: μνήμη, γλώσσα, φύση, εξουσία, βούληση, σκέψη, ανθρώπινα συν-/αισθήματα, καθώς διασταυρώνει τις διαδρομές του στον δημόσιο και στον ιδιωτικό βίο του στην Ιταλία και στην Ισπανία, μέσα σε ένα ευρύ πεδίο που συνθέτουν ανθρώπινες φωνές, κραυγές κυνηγών, ήχοι σκυλιών, κρωξίματα κουκουβάγιας, κοάσματα βατράχων, ήχοι από την ουρά ψαριών που χτυπούν στα νερά του ποταμού Τίβερη, αλλά και ήχοι από αργαλειούς, ενώ ο ήχος της σιωπής ακολουθεί τον Μάρκο Πόρκιο Λάτρωνα στη ζωή και στη διπλή εκδοχή του θανάτου του (κρυολόγημα ή αυτοκτονία) τη χρονιά που γεννήθηκε ο Χριστός, έτος 749 από κτίσεως Ρώμης. Η σιωπή ακριβώς ανήκει στα στοιχεία που ορίζουν τον λόγο ως τέχνη, όπως επίσης και ο τρόπος εκφοράς αυτού, ο τόνος της φωνής, ο ρυθμός κατά τη διάταξη των λέξεων, όπου παρεμβαίνουν η δήλωση, η συνδήλωση, η αμφισημία που συντάσσουν την πολύμορφη δυναμική της γλώσσας.
Εξάλλου, στο βιβλίο Ο μικρούλης έρως ένας μακρινός, σύντομος και κυρίως οδυνηρός καλοκαιρινός έρωτας σαν «μικρούλης ραγισμένος θεός» που η βιολοντσελίστα Πολίν Αρλέ στα ογδόντα δύο χρόνια της διατηρεί στο βαθύ περιεχόμενο της μνήμης της, έρχεται στην επιφάνεια με αφορμή μια παλιά ηχογράφηση με το βιολοντσέλο του διάσημου Πιέρ Φουρνιέ. Στην παραστατική αποτύπωση του Κινιάρ σε ό,τι αφορά τα δεδομένα αυτού του έρωτα μέσα σε μια ευρηματική σύνθεση γραμματικών εικόνων (π.χ. το χέρι της Πολίν Αρλέ «κίτρινο του κυδωνιού, κίτρινο προς το ροζ όπως το γλυκό κυδώνι»), η μνήμη συνομιλεί με τον ήχο της μουσικής και με τον πόθο, η ροή του χρόνου προς το γήρας διακόπτεται ευχαρίστως από «επίσκεψη μιας μικρής επιθυμίας, λίγης ζωηρότητας, ενός μικρού κομματιού ευτυχίας» μαζί με το τσάι, το κέικ και τις μαρμελάδες, ενώ η Πολίν Αρλέ που ζούσε ως μουσικός «μια ζωή αδιάκοπα προσηλωμένη… στην επίμονη τυραννία των ήχων», στην κατάληξη αυτού ακριβώς του μακρινού έρωτα άκουσε τη σιωπή που «έμοιαζε με έναν ατελείωτο πάταγο. Μια σιωπή σαν βροντή».
Είναι σαφές ότι η δημιουργική γραφή του Κινιάρ ανταποκρίνεται στις αισθητικές απαιτήσεις της ευρείας και ποικιλόμορφης κοινότητας των αναγνωστών, είτε από τη γλωσσική ευθεία της άμεσης επικοινωνίας είτε από τη δίοδο της λογοτεχνικής μετάφρασης, προσφέροντας παράλληλα ένα μείζον μάθημα διαχείρισης πολιτισμικού υλικού.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Το μάθημα μουσικής
Pascal Qiognard
Μτφρ. Γιάννης Κατσάνος
Μελάνι 2015
Σελ. 136, τιμή εκδότη €11,95