Για το μυθιστόρημα του Karl Ove Knausgård Ένας θάνατος στην οικογένεια. Ο αγών μου -Βιβλίο πρώτο (μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Καστανιώτη).
Του Νίκου Ξένιου
Mε το εξάτομο μυθιστόρημα Ο αγώνας μου, που το ολοκλήρωσε σε μια διετία και που αριθμεί 3.600 σελίδες, ο σαρανταεξάχρονος Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ έχει κάνει πάταγο στην αγορά. Ο πρώτος τόμος κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον υπότιτλο «Ένας θάνατος στην οικογένεια», σε καλή μετάφραση του Σωτήρη Σουλιώτη. Με χαρακτηριστικό ναρκισσισμό, ο συγγραφέας εξαντλεί όλες τις πιθανές λεπτομέρειες ανάκλησης της ζωής του, διατηρώντας εμμονή με το ζήτημα της μνήμης, από την παιδική του ηλικία σε ένα μικρό νορβηγικό νησί έως το παρόν του ως πατέρα τριών παιδιών που ζει με τη γυναίκα του στη Σουηδία, ο Κνάουσγκορντ εκθέτει με αφοπλιστική ειλικρίνεια τους φόβους του, τις σχέσεις του με τον πατέρα και τη μητέρα του, τον θάνατό τους, τη σχέση του με τη σύζυγό του Λίντα, αλλά και τους εφηβικούς του έρωτες και όλα τα αντικείμενα, τις αισθήσεις, τους διαλόγους και τα αρώματα του παρελθόντος, όσα καθόρισαν τη σημερινή του εικόνα ως ενήλικα.
Η προσωπική του έκθεση δεν κάνει άλλο από το να αποκαλύπτει μια βαθύτατα βιωμένη θλίψη και νοσταλγία για τις στιγμές του παρελθόντος που άφησαν το ίζημά τους σε μια σταδιακά διαμορφούμενη συνείδηση, σε μια βαθμιαία καταστελλόμενη σεξουαλικότητα, σε μια ταυτότητα με προοπτική αυτοακύρωσης.
Η ιδιοποίηση μιας «ξένης ζωής»
Στην εποχή των selfies, είναι φυσική η απορρόφηση από τις διαφορετικές καταγραφές του Εγώ μας μέσα στον χρόνο, ελλείψει σαφούς του περιχαράκωσης στη συνείδηση του σκεπτόμενου ατόμου. Η λογοτεχνία της καθημερινότητας και της ρουτίνας, λόγου χάριν, δεν υποδηλώνει έλλειψη επιθυμίας για τα τετριμμένα καθήκοντα του συζύγου ή του πατέρα, όσο για την απουσία νοήματος από όλα αυτά:
«Εγώ που γράφω, ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, γεννήθηκα τον Δεκέμβρη του 1968 και την ώρα αυτή που γράφω είμαι τριάντα εννέα χρόνων. Έχω τρία παιδιά, τη Βάνια, τη Χάιντι και τον Τζον, και είμαι παντρεμένος, σε δεύτερο γάμο, με τη Λίντα Μπούστρεμ Κνάουσγκορντ. Και οι τέσσερις κοιμούνται στα δωμάτια γύρω μου, σε ένα διαμέρισμα στο Μάλμε, όπου μένουμε εδώ και ενάμιση χρόνο».
Η κοινοτοπία των γεγονότων που παρατίθενται δεν επισκιάζει την ειλικρινή, αισθαντική του περιδιάβαση στις εικόνες της παιδικής ηλικίας και της δύστοκης εφηβείας. Η αυτοαναφορικότητα εδώ αποδεικνύεται η μοναδική οδός ιδιοποίησης του «αλλότριου» αυτού συμφυρμού («βιολογικά και γεωμετρικά κατανοήσιμων») περιστατικών και εικόνων που, σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά της μνήμης, ανήκουν δικαιωματικά στον γράφοντα. Η naiveté του είναι στιλιστικό γνώρισμα και η επινοητικότητά του είναι το γνώρισμα που μεταμορφώνει το απλό βίωμα σε λογοτεχνία. Η προσωπική του έκθεση δεν κάνει άλλο από το να αποκαλύπτει μια βαθύτατα βιωμένη θλίψη και νοσταλγία για τις στιγμές του παρελθόντος που άφησαν το ίζημά τους σε μια σταδιακά διαμορφούμενη συνείδηση, σε μια βαθμιαία καταστελλόμενη σεξουαλικότητα, σε μια ταυτότητα με προοπτική αυτοακύρωσης. Η περιγραφή των πρώιμων εκσπερματίσεων στην εφηβεία και του νεκρού σώματος του πατέρα ως «αντικειμένων» συνάδει προς την όλη προσέγγιση της αποσύνθεσης που έπεται του θανάτου. Εξ ού και η πρόδηλη προτίμηση για τον Βερμέερ και τον Ρέμπραντ και όχι για τον Μικελάντζελο.
Η λιτανεία όσων «γνωρίζουμε από τις σκιές»
Τα δοντάκια που πρέπει να πλυθούν, τα πρωινά που πρέπει να σερβιριστούν πριν το σχολείο και η μεταφορά των παιδιών σ’ αυτό είναι οι προϋποθέσεις που, όταν ολοκληρωθούν, θα αφήσουν στον συγγραφέα χώρο για τη δημιουργική του μοναξιά. Επίσης, οι τρεις πρωινές ώρες μεταξύ 4:00 και 7:00 π.μ. Η παρήγορη γραφή υπόσχεται τη διάσωση των θνησιμαίων στιγμών από τη διέλευση του πανδαμάτορα χρόνου, σ’ ένα μακρύ ταξίδι που οδηγεί απαρεγκλίτως στο θάνατο, ήδη από τις πρώτες σελίδες. Η σύντομη αναφορά στο À la recherche du temps perdu του Μαρσέλ Προυστ δεν σημαίνει απαραίτητα κάποια επιρροή του απ’ αυτόν[1], ωστόσο το εγχείρημα ήταν τιτάνειο: η στατικότητα των πραγμάτων είναι το πρώτο θνησιγενές τους γνώρισμα. Η δυσμεταβλητότητά τους, δηλαδή. Και καθώς ο ανθρώπινος πόθος για πρόοδο, αλλαγή, κίνηση συνδέεται με τη ζωή, ο συγγραφέας επιχειρεί τη διάνοιξη διόδων μνήμης για την ενεργοποίηση αυτών των ζωογόνων συναισθημάτων:
«Δεν ξέρεις πολλά, οπότε δεν υπάρχουν. Ξέρεις πολλά, και πάλι δεν υπάρχουν. Γράφοντας, βγάζουμε την ουσία με την ουσία αυτών που ξέρουμε από τις σκιές. Αυτό είναι το γράψιμο. Όχι το τι συμβαίνει, όχι το τι γεγονότα διαδραματίζονται, αλλά το πώς φτάνουν σε σένα. Εκεί πρέπει να πας, αυτός είναι ο τόπος και ο σκοπός της συγγραφής»[2].
Η διαφάνεια που παράγεται από τη εξαντλητική παράθεση κοινότοπων λεπτομερειών έχει μιαν ιδιοτυπία: ακολουθώντας όλα τα πιθανά αφηγηματικά κλισέ, δεν δείχνει να φοβάται την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και δεν προσπαθεί καθόλου να κάνει το κείμενό του συναρπαστικό.
Το ότι η κριτική τείνει να χαρακτηρίσει το βιβλίο ως memoir δεν ακυρώνει τη μετάθεση του αφηγηματικού του υλικού στη σφαίρα του αισθητικού. Ως αισθητικός ρεαλιστής, ο αφηγητής λειτουργεί στην εντέλεια, σαν να κάνει ένα βήμα μπροστά από τα γεγονότα και σκόπιμα «αποτυγχάνοντας» διαρκώς να περιγράψει τον εαυτό του: στο κενό αυτό που δημιουργεί έντεχνα αναδύονται οι αλήθειες περί της προσωπικής του ταυτότητας[3]. Η διαφάνεια που παράγεται από τη εξαντλητική παράθεση κοινότοπων λεπτομερειών έχει μιαν ιδιοτυπία: ακολουθώντας όλα τα πιθανά αφηγηματικά κλισέ, δεν δείχνει να φοβάται την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και δεν προσπαθεί καθόλου να κάνει το κείμενό του συναρπαστικό. Εν ολίγοις, αδιαφορεί για τη θεματική του κειμένου του και αποδύεται σε μιαν ακατάβλητα λεπτομερή έκθεση των στιγμών που γι’ αυτόν φέρουν τη βαρύτητα του πολύτιμου. Αδιάφορος για τα αμέτρητα σχόλια περί αφηγηματικής καινοτομίας που συνοδεύουν την τεράστια εμπορική επιτυχία του βιβλίου του, ο σκανδιναβός μπεστσελερίστας παραδέχεται πως η βασική οπτική του της ζωής είναι η αέναη αναζήτηση της ταυτότητας και το υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο φτάνει καθημερινά.
Η υπόμνηση της θνητότητας
Κάπου μεταξύ του 2006 και του 2007, ο συγγραφέας έχει κουραστεί από τη μυθοπλασία, διερχόμενος μια προσωπική κρίση ανάγνωσης ημερολογίων και δοκιμίων. Μέχρι το 2009 δημοσιεύει τους τρεις πρώτους τόμους, τον επόμενο χρόνο τον τέταρτο και τον πέμπτο και το 2011 τις χίλιες σελίδες του τελευταίου του τόμου, που σαφώς αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Χίτλερ. Τον επόμενο χρόνο τα βιβλία αυτά έχουν ήδη πουλήσει 458.000 αντίτυπα. Κατανοητή και προσβάσιμη στον οποιονδήποτε, αυτή η «αυτοαπορροφούμενη» οπτική αφήγησης κατακτά το αναγνωστικό κοινό, ίσως γιατί ψηλαφεί το έδαφος κάτω από τα πόδια του μέσου αναγνώστη χωρίς περιστροφές. Χρησιμοποιεί το υλικό της προσωπικής ζωής, καθώς και αυτό της προσωπικής ζωής των αγαπημένων προσώπων, ώστε να επανενεργοποιήσει τα συναισθήματα και να νοηματοδοτήσει τη μνήμη[4]. Ένας –κάθε άλλο παρά απολογητικός– ρομαντισμός που τείνει να αναβιώσει αξίες του παρελθόντος, αυτή είναι η αίσθηση που επικρατεί στον πρώτο τόμο του εκτενούς αυτού αφηγήματος, που στρέφεται γύρω από συγγενείς και φίλους του, και κυρίως γύρω από τη σχέση του με τον αδελφό του και τον πατέρα του: πολλοί απ’ αυτούς συγκατατέθηκαν στη χρήση των πραγματικών ονομάτων και περιστατικών, άλλοι έφτασαν στα δικαστήρια, κατηγορώντας τον συγγραφέα για ανακρίβειες, υπαινιγμούς, παραποίηση των προσωπικών τους χαρακτηριστικών και δεδομένων[5].
Χρησιμοποιεί το υλικό της προσωπικής ζωής, καθώς και αυτό της προσωπικής ζωής των αγαπημένων προσώπων, ώστε να επανενεργοποιήσει τα συναισθήματα και να νοηματοδοτήσει τη μνήμη.
Είναι χαρακτηριστικό το ύφος στοχαστικού δοκιμίου με το οποίο «ανοίγει» το βιβλίο, και του οποίου θέμα είναι, βεβαίως, ο θάνατος. Προϊδεάζεται, έτσι, ο αναγνώστης, πως θα διαβάσει ένα βιβλίο για τον θάνατο και εκπλήσσεται όταν οι σελίδες τού επιφυλάσσουν ένα βιβλίο για τη ζωή. Τα τετριμμένα γνωρίσματα της ζωής, όπως στον αγαπημένο του πίνακα του Κόνσταμπλ, είναι, για τον καθηγητή αυτόν Ιστορίας Τέχνης, τα momenta/mementa της θνητότητας. Προφανώς ο τίτλος «Ο αγώνας μου», πέραν των συνειρμών που παράγει προς το χιτλερικό Mein Kampf, αναφέρεται ειδολογικά στην παράδοση του bildungsroman και θεματολογικά στον προσωπικό του αγώνα έναντι του πατέρα του και ενάντια στον θάνατο: τα κρύφια γνωρίσματα του θανάτου είναι ένας στρουθοκαμηλισμός, ένας πολιτισμικός επικαθορισμός, ή μια πανάκεια κατά του γενικευμένου τρόμου που αναφέρεται στο ίδιο το νεκρό ανθρώπινο σώμα, ενώ αντιθέτως κυριαρχεί μια λαγνεία για τα στατιστικά νούμερα νεκρών σε πολύνεκρα ατυχήματα ή σε πολέμους. Αυτό είναι ένα προηγούμενο μαζικής ψυχολογίας πολύ ενδιαφέρον, που δίνει την αφόρμηση σε μια θυμοσοφική περιδιάβαση του συγγραφέα στις εξεικονίσεις της θνητότητας.
Ο Karl Ove Knausgård
|
Το βιβλίο δεν διακρίνεται για τις ρητορικές του αρετές, παρά το γεγονός ότι ο αφηγητής κατά τόπους μετατρέπεται αυτοκλήτως σε πρακτικό διανοητή που οδηγείται σε εύχρηστα συμπεράσματα. Στη γερμανική μετάφραση ο τίτλος δεν έγινε δεκτός, η δε απόδοση του υποτίτλου του πρώτου τόμου ήταν Sterben, που σημαίνει «Πεθαίνοντας».
Η αναζήτηση του επικοινωνιακού «κλειδιού»
Το βιβλίο δεν διακρίνεται για τις ρητορικές του αρετές, παρά το γεγονός ότι ο αφηγητής κατά τόπους μετατρέπεται αυτοκλήτως σε πρακτικό διανοητή που οδηγείται σε εύχρηστα συμπεράσματα. Πάντως, είναι βέβαιο πως αναζητάται απεγνωσμένα το επικοινωνιακό «κλειδί» βάσει του οποίου ο συγγραφέας κατακτά τις μάζες. Σ’ ένα δοκίμιο στην ιστοσελίδα του «New Yorker», ο Ήβαν Χιουγκ συνδέει τον επικίνδυνο τίτλο με τα γραπτά του Άντερς Μπρέιβικ, του μαζικού δολοφόνου στην Ουτόγια του 2011, διερευνώντας τη συγγραφική διάσταση αυτού του ιδιότυπου επικοινωνιακού γεγονότος που ο εγκληματίας πραγματοποίησε από τη φυλακή του. Στη γερμανική μετάφραση ο τίτλος δεν έγινε δεκτός, η δε απόδοση του υποτίτλου του πρώτου τόμου ήταν Sterben, που σημαίνει «Πεθαίνοντας». Ο δεύτερος τόμος φέρει τον υπότιτλο «Ένας ερωτευμένος άντρας», ενώ ο τρίτος, «Το Νησί της Παιδικής Ηλικίας», εστιάζει στη σχέση του συγγραφέα με τον αλκοολικό του πατέρα.
Ο Τζέφρυ Ευγενίδης υποστήριξε πως ο Κνάουσγκορντ έθραυσε τα όρια του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος. Εκεί όπου αναγνωρισμένοι συγγραφείς επιστρατεύουν μιαν ακαδημαϊκή ειρωνεία, ο Κνάουσγκορντ είναι αφοπλιστικά ειλικρινής, αμήχανος και συχνά ναΐφ, δεν διστάζει δε να ανεβάσει τον τόνο της φωνής και να αποτυπώσει, πιθανώς, τα άγχη, την αθώα ένσταση, την ανασφάλεια και τις περιοδικές κρίσεις προσωπικότητας του καθενός από μας. Πλήττοντας καθώς διαβάζεις το βιβλίο αυτό, δεν μπορείς, υπνωτισμένος από την εξαντλητική παράθεση των εικόνων της ζωής, να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Ο συγγραφέας και ο αγώνας του
Την ίδια χρονιά με τη δημοσίευση του «Ο αγώνας μου» του Κνάουσγκορντ, ο επίσης νορβηγός Τόμας Εσπεντάλ δημοσίευσε το «Ενάντια στην Τέχνη», ένα δοκίμιο στο ύφος του Ρίλκε όπου περιγράφει τον αγώνα του συγγραφέα να καταθέσει στο χαρτί την αλήθεια του. Το έργο του Κνάουσγκορντ προκάλεσε πολλές συζητήσεις και κριτικές, διότι πολλοί εξέφρασαν την αντίθεσή τους στο να εκθέτει ο συγγραφέας την ιδιωτική ζωή τόσων κοντινών του προσώπων, καθώς και στον τίτλο, που παραπέμπει στο έργο του Χίτλερ Ο αγών μου.
Πλήττοντας καθώς διαβάζεις το βιβλίο αυτό, δεν μπορείς, υπνωτισμένος από την εξαντλητική παράθεση των εικόνων της ζωής, να το αφήσεις από τα χέρια σου.
O Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ (Karl Ove Knausgård) γεννήθηκε το 1968 στο Όσλο. Σπούδασε Λογοτεχνία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Μπέργκεν. Έκανε το ντεμπούτο του το 1998 με το μυθιστόρημα Έξω απ’ τον κόσμο (Ute av verden), για το οποίο του απονεμήθηκε το Νορβηγικό Βραβείο Κριτικών Λογοτεχνίας, κάτι που συμβαίνει πρώτη φορά με το ντεμπούτο ενός συγγραφέα. Το επόμενο έργο του, το Υπάρχει καιρός για όλα (En tid for alt) (2004) αναδιηγείται τη Βίβλο και την ιστορία των αγγέλων στη Γη. Τιμήθηκε με το βραβείο Μπράγκε και το βραβείο ακροατών του νορβηγικού τηλεοπτικού καναλιού NRK P2, καθώς και με το βραβείο Βιβλίου της νορβηγικής εφημερίδας Morgenbladet. Άλλα έργα του είναι: Η Αμερική της ψυχής (Sjelens Amerika, 2013, δοκίμια) και Σβέρκοι (Nakker, 2014). Επίσης είχε συνεργαστεί ως συνεκδότης στο νορβηγικό λογοτεχνικό περιοδικό Vagant (1999-2002), ενώ το 2010 ίδρυσε τον μικρό εκδοτικό οίκο «Pelikanen», μαζί με τον αδερφό του Ίνγκβε Κνάουσγκορντ και τον Άσμπγιορν Γιένσεν. Ζει στη Σουηδία, στο Έστερλεν (Österlen), με τη σύζυγό του Λίντα Μπούστρεμ Κνάουσγκορντ και τα τέσσερα παιδιά τους.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Ένας θάνατος στην οικογένεια
Ο Αγώνας μου - Βιβλίο πρώτο
Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ
Μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης
Εκδ. Καστανιώτη 2015
Σελ. 644, τιμή εκδότη €19,17