
Για το μυθιστόρημα του Bernhard Schlink Η γυναίκα στη σκάλα (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Κριτική).
Του Νίκου Ξένιου
Η Γυναίκα στη Σκάλα του Μπέρνχαρντ Σλινκ έφτασε στην κορυφή των πωλήσεων στη Γερμανία. Οι κριτικές επαινούν την πηγαιότητα της γραφής του Σλινκ: «Απλή κι ανεπιτήδευτη πρόζα, κατανοητή γλώσσα, πολυσύνθετοι χαρακτήρες και ηθικά διλήμματα συνιστούν τα κύρια γνωρίσματα του βιβλίου.»[1] Δομημένο σε ευσύνοπτα κεφάλαια δύο έως τριών σελίδων, το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Αυστραλία και αφορά την απαγωγή ενός διάσημου πίνακα ζωγραφικής και την εμπλοκή τριών ανδρών στη διεκδίκησή του. Εμπνευσμένος από τον πίνακα «Έμμα, γυμνό στη σκάλα» του Γκέρχαρντ Ρίχτερ, ο Σλινκ συνθέτει μια μυθοπλασία για ένα χρονικό ερωτικής απόρριψης που εκπορεύεται από το μοντέλο ενός πίνακα τιτλοφορούμενου «Γυναίκα στη σκάλα»: τρεις προδομένοι άνδρες θα συναντηθούν στο Ροκ Χάρμπορ του Σϊντνεϋ, ενώ η γυναίκα-μοντέλο, η Ιρένε, θα κρατά τα ηνία των σχέσεών τους. Διαφορετικές αναπαραστάσεις της κίνησης της γυναίκας αυτής ταυτίζονται με διαφορετικά βιώματα σε σχέση με την αναπαριστώμενη.
Εμπνευσμένος από τον πίνακα «Έμμα, γυμνό στη σκάλα» του Γκέρχαρντ Ρίχτερ, ο Σλινκ συνθέτει μια μυθοπλασία για ένα χρονικό ερωτικής απόρριψης που εκπορεύεται από το μοντέλο ενός πίνακα τιτλοφορούμενου «Γυναίκα στη σκάλα».
Οι ρόλοι του τρόπαιου, της Μούσας και της πριγκίπισσας.
Ο σύζυγος της Ιρένε την αντιμετωπίζει σαν ένα ξανθό τρόπαιο προς επίδειξιν, σαν ένα περιτύλιγμα για την κοινωνική του ζωή: αυτός είναι ο πρώτος τραυματικός της ρόλος. Ο ζωγράφος της μυθοπλασίας, ο Σβιντ, ενδιαφέρεται μόνο για τα έργα που τον αναδεικνύουν καλλιτεχνικά, κι ένα από αυτά είναι το πορτραίτο της Ιρένε στη σκάλα, που το έχει απαγάγει το μοντέλο με τη βοήθεια του ερωτευμένου αφηγητή. Υποτίθεται ότι στόχος του πίνακα ήταν να αντικρούσει το κυβιστικό έργο του Μαρσέλ Ντυσάν που έφερε τον ίδιο τίτλο, και που έθετε ένα τέλος στην αναπαράσταση. Το ζήτημα, λοιπόν, περί αναπαράστασης. Η αφελής πραγμάτευση του συγγραφέα σχετικά με τις σύγχρονες θεωρίες περί αναπαράστασης βρίσκουν, ωστόσο, το ευήκοον ους ενός ευρύτατου αναγνωστικού κοινού, απ’ ό,τι αποδείχτηκε. Το ίδιο το μοντέλο/Ιρένε περιφρονεί τις θεωρίες αυτές, ενδομύχως ταυτιζόμενο με το μέσο κοινό της τέχνης και προσπαθώντας να υπερβεί τον τραυματικό της ρόλο ως μοντέλου.
Η Ιρένε προσπαθεί διαρκώς να ξανακατεβεί το σκαλοπάτι του πίνακα. Αυτή η ιστορία είναι μια ανοιχτή πληγή, μια «μικρή ήττα που δεν μπορεί να την ξεπεράσει», όπως χαρακτηριστικά λέει ο συγγραφέας. Η Ιρένε δραπετεύει από την Ευρώπη όταν το τείχος που χωρίζει τις δυο Γερμανίες πέφτει: εδώ ο συγγραφέας επαναλαμβάνει ένα αγαπητό του μοτίβο, που λίγο ως πολύ δικαιολογεί τις τάσεις φυγής των ανθρώπων: ο παλιός κόσμος πέθανε μεν, άφησε όμως τις εγχαράξεις του στη συνείδηση όλων. Η Ιρένε ταυτίστηκε με τη φωτογραφία μιας απολεσθείσης, μιας «τρομοκράτισσας». Έχασε το πρόσωπό της, δημόσιο και ιδιωτικό, και βυθίστηκε στην ανωνυμία. Η ιστορία συνεχίστηκε, αλλά «ο κόσμος έχει πια σταματήσει να αλλάζει», όπως λέει ο ζωγράφος Σβιντ, «δεν τον απειλεί πια τίποτα, ούτε ο κομμουνισμός ούτε ο φασισμός, ούτε οι νέοι που διεκδικούν ριζικές αλλαγές. Από το τέλος του ψυχρού πολέμου και μετά δεν υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο». Αυτή είναι η απαισιόδοξη σκιαγράφηση ενός απονεκρωμένου, «ακινητοποιημένου» σχεδίου ζωής, στα πλαίσια του οποίου και η ίδια η Τέχνη απονοηματοδοτείται. Ωστόσο, οι πληγές παραμένουν, ανάγουν την καταγωγή τους στον παλαιό κόσμο και «προικίζουν» τους ανθρώπους με την απόλυτη συναίσθηση της αποτυχίας και της απόρριψης.
![]() O Bernhard Schlink
|
Το σκαλοπάτι που δεν μπορεί να κατεβεί
Όμως η μεγαλύτερη ήττα είναι η ερωτική: το να νιώθεις πως δεν σε επιθυμεί το αντικείμενο του πόθου σου, πως σε χρησιμοποιεί, πως αναβάλλει το άγγιγμα μαζί σου, πως η ζωή σου απονοηματοδοτείται χωρίς αυτό. Ο αναλωμένος χρόνος της καθημερινής ζωής του αφηγητή εκτυλίσσεται αργά κι αποσπασματικά, σε séquances με «cut» κινηματογραφικά. Κυριαρχεί η αίσθηση της παγίδευσης στις επιλογές μιας ζωής που φαντάζει καταναγκαστική (γάμος-παιδιά), σαν να «στοίχειωσε», τρόπον τινά, ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του για την Ιρένε. Στην αρχή της ζωής του ονειρευόταν μια ζωή κοινή μαζί της στη Φρανκφούρτη, που στο τέλος του βιβλίου χαρακτηρίζεται «ζωή εν τάφω». Αυτήν τη ζωή ουδείς προοριζόταν να τη διαγάγει. Όταν την ξανασυναντά μετά από πολλά χρόνια, διαπιστώνει πως ο χρόνος υπήρξε βαρύς και άδικος για την Ιρένε, που απομακρύνθηκε από το ανθρώπινο περιβάλλον και επιβράδυνε τις αντιδράσεις της στη ζωή, ενώ τώρα περιμένει τον θάνατο στωϊκά: σαν να ακινητοποιήθηκε στο παρελθόν, σε σύγκριση με την επίπεδη ζωή του ίδιου. Ο συγγραφέας λειτουργεί, εδώ, ως παλμογράφος μιας ευρέως διαδεδομένης απαξίωσης του θεσμού του γάμου στις δυτικές κοινωνίες.
H μεγαλύτερη ήττα είναι η ερωτική: το να νιώθεις πως δεν σε επιθυμεί το αντικείμενο του πόθου σου, πως σε χρησιμοποιεί, πως αναβάλλει το άγγιγμα μαζί σου, πως η ζωή σου απονοηματοδοτείται χωρίς αυτό.
Η ετοιμοθάνατη Ιρένε προσπαθεί ακόμη να κατεβεί το σκαλοπάτι του πίνακα. Στο απομονωμένο σκηνικό όπου κατοικεί καταφθάνουν, με τη σειρά, και οι τρεις. Τελευταίος εμφανίζεται ο ζωγράφος, διεκδικώντας επίμονα το έργο του, που κατά την εκτίμησή του είναι καλλιτεχνικά βαρύνον. Όμως, το ενδιαφέρον στην πλοκή μετατίθεται από τον ίδιον τον πίνακα στο μοντέλο που απεικονίζει: προτάσεις για «επανεκκίνηση» της ζωής με την Ιρένε πέφτουν στο κενό, γιατί ο χρόνος δεν χαρίζεται. Όσο για τις «μικρές πληγές», αυτές τελικά αποδεικνύονται βαθιές και κακοφορμισμένες. Η Ιρένε δεν ανταποκρίνεται επιτυχώς σε κανέναν από τους τρεις ρόλους που της προσδίδουν οι τρεις άντρες του βιβλίου. Εκ φύσεως αντικομφορμίστρια, επιλέγει ρόλους και συντρόφους που έχουν τη διάθεση να καταρρίψουν, να υπονομεύσουν, να ακυρώσουν: αυτό στα μάτια του αφηγητή φαίνεται ανομικό, παρεκκλίνον. Όμως η συμπάθειά του προς το ταλαιπωρημένο κορμί που άλλοτε υπήρξε πρότυπο διέγερσης και ομορφιάς γι’ αυτόν τον καθιστά πιο ανθρώπινο: η θητεία του στην ωριμότητα περνά από το στάδιο της συνειδητοποίησης πως η νοικοκυρεμένη ζωή του μετέχει, σε μεγάλο ποσοστό, στην ανομία που ο ίδιος αιτιάται στους άλλους υπό την ιδιότητα του νομικού. Η περιπλάνηση μαζί με την Ιρένε στις μεσοδυτικές πολιτείες των Η.Π.Α., από τα Rocky Mountains ως τον Ειρηνικό, στερεότυπο πια και πόθος των beat λογοτεχνών που έγινε κοινότoπος για όλους, συνιστά μια περιπλάνηση κατά το μάλλον ή το ήττον λογοτεχνική, παρά πραγματική: όμως, οι δεκατέσσερις τελευταίες ημέρες μαζί με την Ιρένε -που τελικά κατεβαίνει το σκαλοπάτι- θα αλλάξουν ριζικά τη ζωή του αφηγητή και θα τον αποδεσμεύσουν από τις βεβαιότητες και την επανάπαυσή του.
Ένας εμπορικός καλός συγγραφέας
O Μπέρνχαρντ Σλινκ γεννήθηκε στο Μπίλεφελντ της Γερμανίας το 1944. Είναι γνωστός από το μυθιστόρημά του Διαβάζοντας στη Χάννα, στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Στήβεν Ντάλντρι και αφορά τις συνέπειες του Ολοκαυτώματος για τον πολιτισμό, τη μοίρα των δύο Γερμανιών και το φοιτητικό κίνημα, καθώς και από τη συλλογή διηγημάτων του Ερωτικές αποδράσεις, που συναγωνίστηκαν σε πωλήσεις το Άρωμα του Ζύσκιντ. Το Διαβάζοντας τη Χάννα πούλησε 500.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ, 100.000 στη Γαλλία και 200.000 στη Βρετανία και μεταφράστηκε σε πενήντα τέσσερις γλώσσες. Ο Σλινκ αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Ελεύθερου Πανεπιστημίου Δυτικού Βερολίνου το 1968 και δίδαξε στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης, του Ντάρμσταντ και του Μπίλεφελντ. Το 1975 πήρε, στη Βόννη, τον τίτλο του Διδάκτορα Συνταγματικού Δικαίου και έγινε δικαστής το 1987 στον Βόρειο Ρήνο της Βεστφαλίας. Το 1991 μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο Wolfgang Goethe της Φρανκφούρτης κι ένα χρόνο μετά στο Humboldt του πρώην Ανατολικού Βερολίνου (GDR ), όπου και διδάσκει ακόμα. Τα φοιτητικά του χρόνια είχαν συμπέσει με σημαντικά για τη γερμανική κοινωνία γεγονότα. Μετά το διαζύγιό του έζησε στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη, δίδαξε ευρωπαϊκή νομοθεσία στο πανεπιστήμιο Yeshiva των ΗΠΑ, ασχολήθηκε κατά διαστήματα με το μασάζ και το κόσμημα, ενώ συστηματικά γράφει λογοτεχνία από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Κριτική του Eckhard Fuhr στο: Die Welt, Berlin
Η γυναίκα στη σκάλα
Bernhard Schlink
Μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός
Κριτική 2015
Σελ. 272, τιμή εκδότη €15,00