Για το μυθιστόρημα του Colum McCann, Υπερατλαντικός (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Καστανιώτη).
Της Αργυρώς Μαντόγλου
«Σπάνια μαθαίνουμε τι αντίκτυπο θα έχουν οι πράξεις μας, όμως οι ιστορίες μας είναι βέβαιο ότι θα επιβιώσουν και θα διαρκέσουν περισσότερο από εμάς», γράφει ο ΜακΚάν λίγο πριν το τέλος του «σπονδυλωτού» αυτού μυθιστορήματος με τις πολλαπλές οπτικές, τις ενσαρκωμένες μέσα από τους χαρακτήρες του ιδέες και τις αποκαλυπτικές «επιφάνειες» – στιγμές εμπνευσμένες όπου οι άνθρωποι υπερβαίνοντας τα όρια τους, κατακτούν μια αναπάντεχη γνώση, διευρύνοντας τη συνείδηση, ενώ με τις πράξεις τους επηρεάζουν όχι μόνο τους συγχρόνους τους, αλλά κατορθώνουν να εισχωρήσουν και στο συλλογικό ασυνείδητο.
«Σπάνια μαθαίνουμε τι αντίκτυπο θα έχουν οι πράξεις μας, όμως οι ιστορίες μας είναι βέβαιο ότι θα επιβιώσουν και θα διαρκέσουν περισσότερο από εμάς».
Στον πυρήνα του μυθιστορήματος υπάρχει μια πράξη μεγάλης γενναιότητας και τόλμης – μοτίβο που είδαμε και στο Άσε τον μεγάλο κόσμο να γυρίζει, το προηγούμενο μυθιστόρημά του που απέσπασε και το Μεγάλο Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2009, όπου περιγράφεται το τολμηρό εγχείρημα του Φίλιπ Πετίτι ο οποίος το 1974 περπάτησε πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, ανάμεσα στους δυο δίδυμους πύργους του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Η βαρύτητα μιας ανάλογης σε γενναιότητα πράξης, στον Υπερατλαντικό γίνεται ο καταλύτης που θα συνδέσει τη ζωή και τη μοίρα πολλών ανθρώπων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη.
Και στα δυο μυθιστορήματα αυτές οι ακραίες εκδηλώσεις θάρρους και ανδρείας αποτελούν και ένα είδος μεταφοράς για τις καθημερινές μικρές αλλά τολμηρές πράξεις που εμπνέουν και επηρεάζουν δραματικά τη μοίρα και εξελίσσουν την Ιστορία, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετούν τον συγγραφέα, ο οποίος μέσα από την «πανοραμική ματιά» του καλύπτει όλο το φάσμα των συνεχώς διευρυνόμενων ομόκεντρων κύκλων που σχηματίζουν οι ζωές των ανθρώπων (ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν και κάποια ιστορικά πρόσωπα) που συστεγάζονται στην αφήγησή του.
«Ο κόσμος δεν γυρίζει χωρίς στιγμές χάρης»
Στο πρώτο μέρος (Βιβλίο Πρώτο) παρουσιάζονται δυο ιστορικά πρόσωπα: Ο Τζακ Άλκοκ και ο Άρθουρ Μπράουν που τροποποιούν ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο και το μετατρέπουν σε ταχυδρομικό για να πετάξουν πάνω από τον Ατλαντικό το 1919. Θέλουν από τη Νέα γη να πάνε στην Ιρλανδία με αυτό. Περιγράφεται η προετοιμασία τους, η αφοσίωση στο σκοπό τους, οι πρώτες αποτυχημένες τους προσπάθειες αλλά και το συγκεντρωμένο πλήθος που επευφημεί, αγωνιά και παρακολουθεί τις δοκιμές. Αν το πετύχουν θα γράψουν Ιστορία, αλλάζοντας τη χρήση του αεροσκάφους, θα αφήσουν κι αυτοί το δικό τους ίχνος στην Ευρώπη. Μια Ευρώπη που μετά τον Μεγάλο Πόλεμο είχε γίνει ένα «χωνευτήρι ανθρώπινων οστών», γι’ αυτό και οι δυο αεροπόροι θέλουν να δημιουργήσουν μια «καινούργια στιγμή», να απαλείψουν τη μνήμη, «να πάρουν τα μεγαλύτερα στα χρόνια κορμιά τους και να σφηνώσουν μες στο στήθος τους νεότερες καρδιές».
«Ο χρόνος του παρελθόντος εξακολουθεί να χτυπάει ρυθμικά μέσα στον χρόνο του παρόντος».
Ανάμεσα στο πλήθος υπάρχει η δημοσιογράφος Έμιλι με την κόρη της, τη φωτογράφο Λότι, που καλύπτουν το εγχείρημα για μια τοπική εφημερίδα. Η Λότι δίνει ένα γράμμα στον Μπράουν, πριν αναχωρήσει για την πρώτη αεροπορική ταχυδρομική αποστολή. Το γράμμα θα παραμείνει κλειστό για πάνω από ενενήντα χρόνια, το μήνυμα δεν θα χαθεί, θα ληφθεί από τους απογόνους της αλλά θα παραμένει εξίσου επίκαιρο καθώς «ο χρόνος του παρελθόντος εξακολουθεί να χτυπάει ρυθμικά μέσα στον χρόνο του παρόντος», όπως γράφει ο Εντουάρντο Γκαλιάνο στο μότο του βιβλίου.
Απελεύθερος
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται ο ακτιβιστής Φρέντερικ Ντάγκλας το 1840, μαύρος, πρώην σκλάβος που αγωνίζεται για την κατάργηση της δουλείας και την απελευθέρωση τον σκλάβων στην Αμερική, γράφει βιβλία, εμπνέει ανθρώπους και βγάζει λόγους. Ο Ντάγκλας θα ταξιδέψει στην Ιρλανδία, και θα φιλοξενηθεί από τον εκδότη του. Όλοι συγκεντρώνονται για να τον γνωρίσουν, τον θαυμάζουν, θέλουν να τον ακούσουν να μιλάει και να του σφίξουν το χέρι.
O Colum McCann
|
Ο Ντάγκλας στον πάτο του μπαούλου του φυλάει δυο σιδερένια βάρη. Κάθε βάρος ζυγίζει έξι κιλά. Ο σιδεράς που του τα έφτιαξε του είπε πως είχε λειώσει αλυσίδες σκλάβων για να τα κατασκευάσει. Τα βάρη αυτά σηκώνει καθημερινά μπροστά στον καθρέφτη ο Ντάγκλας για να μη ξεχάσει, για να κρατάει το κορμί του δυνατό και ετοιμοπόλεμο, για να προετοιμάσει το κορμί του ώστε να υποδεχτεί τις ιδέες που θέλει να χαράξει στο χαρτί.
Βλέπουμε την Ιρλανδία μέσα από τα μάτια του Ντάγκλας, την ομορφιά του τοπίου αλλά και την εξαθλίωση, την απόγνωση των ανθρώπων. Η φτώχια παρουσιάζεται και ως μια βαριά μορφή σκλαβιάς που θα οδηγήσει πολλούς στο δρόμο της μετανάστευσης.
Στο σπίτι όπου φιλοξενείται θα εμπνεύσει το ιδανικό της ελευθερίας στην υπηρέτρια του σπιτιού, τη Λίλι, η οποία θα τολμήσει το δικό της ταξίδι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Χρονικά άλματα
Το τρίτο ιστορικό γεγονός αφορά στον γερουσιαστή Τζορτζ Μίτσελ (ο οποίος είναι ακόμα εν ζωή) καθώς διασχίζει τον Ατλαντικό την Μεγάλη Παρασκευή του 1998, για τις διαπραγματεύσεις για την Ειρήνη στην Βόρεια Ιρλανδία.
Οι ιστορίες μοιάζουν στην αρχή αυτόνομες, αλλά μέσα από τα μοτίβα, τα σύμβολα, και τις σημαίνουσες εικόνες, ο συγγραφέας κατορθώνει να ξεδιπλώσει το αφηγηματικό του σύμπαν και να προωθήσει το θέμα του: τον τρόπο που μια τολμηρή ιδέα καταγράφεται στη συνείδηση και επηρεάζει πολύ πέρα από το χρονικό διάστημα μιας ζωής.
Ο Μακάν αποδίδει τον ψυχισμό ενός πολιτικού που διαθέτει ευγένεια και συνείδηση. Παρουσιάζει τα διλήμματά του, τις αμφιταλαντεύσεις του, την καθημερινότητά του, αλλά και την Ιρλανδία μέσα από τα μάτια του.
Στη συνέχεια πάμε πίσω στο χρόνο στο 1863, όπου συναντούμε και πάλι τη Λίλι, τώρα στην Αμερική, όπου έχει δημιουργήσει μια νέα ζωή, μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, έχει μια πολυμελή οικογένεια και έχει στήσει μια επιχείρηση εμπορίας πάγου. Κάποια στιγμή πέφτει πάνω στον Ντάγκλας στην Αμερική.
Με συνεχή χρονικά άλματα συναντούμε και άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα, κόρες, απόγονους, φίλους και περαστικούς οι οποίοι παίρνουν τα ηνία και αφηγούνται τη δική τους εκδοχή των γεγονότων. Σιγά σιγά «χτίζονται» οι συνάψεις και μαθαίνουμε το πώς εξελίχθηκε η ζωή των προγόνων τους, αλλά και την Ιστορία της πολύπαθης Ιρλανδίας, από τον δέκατο ένατο αιώνα έως σήμερα, όπου η οικονομική κρίση και η ύφεση δημιούργησε μια νέα γενιά μεταναστών.
«Ζωντανοί και νεκροί αξεδιάλυτα δεμένοι»
Ο Υπερατλαντικός είναι ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα. Σπονδυλωτό, με συνεχείς εναλλαγές αφηγητών, οπτικής γωνίας και χρόνων. Οι ιστορίες μοιάζουν στην αρχή αυτόνομες, αλλά μέσα από τα μοτίβα, τα σύμβολα, και τις σημαίνουσες εικόνες, ο συγγραφέας κατορθώνει να ξεδιπλώσει το αφηγηματικό του σύμπαν και να προωθήσει το θέμα του: τον τρόπο που μια τολμηρή ιδέα καταγράφεται στη συνείδηση και επηρεάζει πολύ πέρα από το χρονικό διάστημα μιας ζωής: «Ήσυχη νύχτα. Τρία αστέρια, ένα φεγγάρι κι ένα μοναχικό αεροπλάνο που ταξίδευε ψηλά στο σκοτάδι. Ο άνεμος έπνευσε μέσα από το νερό σαν να αναζητούσε συντροφιά, οι ζωντανοί και οι νεκροί αξεδιάλυτα δεμένοι, να περνάει ο ένας μέσα από τον άλλο».
Ο συγγραφέας διαθέτει το δικό του αναγνωρίσιμο ύφος, ενώ οι χαρακτήρες μιλούν ο καθένας με το δικό του τρόπο και παρουσιάζουν μια άλλη εκδοχή της Ιρλανδίας και της Ιστορίας της. Οι εικόνες είναι φορτισμένες με νόημα, η κάθε λέξη έχει βαρύτητα και χρώμα και η σύνταξη των προτάσεων ρυθμό. Η μεταφορά στη γλώσσα μας είναι εμπνευσμένη, οι διακυμάνσεις, οι παρεκτροπές και οι εκστατικές στιγμές έχουν αποδοθεί θαυμάσια από την Κατερίνα Σχινά.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Υπερατλαντικός
Colum McCann
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Εκδ. Καστανιώτη 2015
Σελ. 384, τιμή εκδότη € 17,04