Για το μυθιστόρημα του Gkaito Gkazntanof Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Αντίποδες).
Του Νίκου Ξένιου
Διαβάζοντας το Φάντασμα του Αλεξάντερ Βολφ (σε αξιόλογη μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου και διευκρινιστικό υπομνηματισμό του Χρήστου Αστερίου) δοκιμάζει κανείς μεγάλη συγκίνηση.
Το μυθιστόρημα του ρώσου émigré συγγραφέα δημοσιεύθηκε στη Ρωσία μόνο μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος: σε μέγεθος νουβέλας[1], το πυκνό αυτό έργο με τα έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία ξεκινά με αναδρομική αφήγηση στη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου, όταν ο αφηγητής πυροβολεί τον αναβάτη ενός λευκού αλόγου. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε αυτοάμυνα, ο φόνος τον στοιχειώνει για την υπόλοιπη ζωή του, μέχρι την περίοδο του Μεσοπολέμου όταν, ως δημοσιογράφος στο Παρίσι, θα διαβάσει το αγγλόφωνο βιβλίο «Αύριο θα έλθω». Εκεί θα δοθεί έναρξη σε μια πλοκή που από αστυνομική/ντετεκτιβική θα μεταπηδήσει σε ψυχολογικό θρίλερ, ή –αλλιώς– από γοτθική ιστορία μυστηρίου σε στοχαστικά απομνημονεύματα.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί έναν άνθρωπο που θα ήθελε να είναι συγγραφέας να γράφει πώς, κάποτε στα νιάτα του, ενώ ήταν πολεμιστής του ρωσικού Λευκού Στρατού, περιπλανήθηκε στην ουκρανική στέπα, άυπνος και ταλαιπωρημένος, πώς τον καταδίωξε, έφιππος, ο παρ’ ολίγον δολοφόνος του, πώς οι ρόλοι αντιστράφηκαν και πώς λειτούργησε το καταλυτικό αυτό γεγονός στη χάραξη της ιδιότυπης πορείας του στη ζωή.
Ημιδιαφανής πλοκή, κυκλική αφήγηση
Σκοτεινές σκηνές, ονειρική ατμόσφαιρα στο Παρίσι, η μοναδική όψη του οποίου περιγράφεται ουσιαστική είναι η νυκτερινή, αυτή του υποκόσμου: η εφημερίδα «L'Express» δεν έγραψε τυχαία πως ο Γκαζντάνοφ είναι «ένας Προυστ που εργάζεται ως ταξιτζής στο Παρίσι του 1930», παρά το γεγονός πως η μνήμη εδώ λειτουργεί διαφορετικά. Ο μοντερνισμός του Γκαζντάνοφ είναι εκείνος του εκπατρισμένου δίγλωσσου, ένα ύφος που έχει αποκτηθεί de jure και που αναφέρεται στη θνητότητα ως σε καθημερινό βίωμα και επικείμενο φάσμα. Η εκκρεμότητα του φόνου που δεν ολοκληρώθηκε αποδίδεται υπαινικτικά, ειδωμένη μέσα από το υαλότουβλο ενός αφηγητή που σταδιακά, εξ αποκαλύψεως, συνδέει τις συμπτώσεις και εκπλήσσεται με τη ροή της πραγματικότητας: το φως αυτό περνά στη συνείδησή του με ρυθμό ανεπίληπτο, χωρίς να «ομογενοποιεί» το βίωμα, αντιθέτως, προσδίδοντάς του πλοκή αγωνιώδη, που αφορά προσωπικά τον αναγνώστη και δεν παράγει το «παραξένισμα» μιας φιλοσοφίζουσας νουβέλας: αντιθέτως, ο αναγνώστης παρακολουθεί έναν άνθρωπο που θα ήθελε να είναι συγγραφέας να γράφει πώς, κάποτε στα νιάτα του, ενώ ήταν πολεμιστής του ρωσικού Λευκού Στρατού, περιπλανήθηκε στην ουκρανική στέπα, άυπνος και ταλαιπωρημένος, πώς τον καταδίωξε, έφιππος, ο παρ’ ολίγον δολοφόνος του, πώς οι ρόλοι αντιστράφηκαν και πώς λειτούργησε το καταλυτικό αυτό γεγονός στη χάραξη της ιδιότυπης πορείας του στη ζωή.
Οι τόποι είναι μεν γεωγραφικά προσδιορισμένοι, το Παρίσι και η Ρωσία διατηρούν το χρώμα τους και το νυκτερινό δάσος διασώζει τις σκιές και την καταιγίδα του, ωστόσο τα πραγματικά τεκταινόμενα διαδραματίζονται στην ψυχή του αφηγητή. Με νοσταλγική μουσική υπόκρουση, το μυθιστόρημα δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του «μεταφυσικού νουάρ», αν και θα ’λεγε κανείς πως το ύφος και ο χαρακτήρας του Αλεξάντρ Βολφ είναι επηρεασμένα από τον Ναμπόκοφ (ο συγγραφέας είχε εξάρει τον Ναμπόκοφ ως κριτικός το 1927, όταν έγραφε στο ρωσικό περιοδικό «Rul», ενώ δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ο Ναμπόκοφ είχε ζητήσει άσυλο στο Λονδίνο, είχε απαρνηθεί τα εγκόσμια για να γράψει και, τελικά, όπως ο Αλεξάντρ Βολφ, έγραψε σε άψογο ρυθμό αφήγησης). Αξέχαστη η αφήγηση του αγώνα μποξ, όπως και η προσωπογραφία της μυστηριώδους, μοιραίας Γιελένα. Ο αφηγητής είναι ένας τυχοδιώκτης της τέχνης του λόγου που κάθεται δίπλα σ’ ένα καλοζωϊσμένο κύριο ρωσικής καταγωγής και παρακολουθεί μια μοιραία σύμπτωση. Παράλληλα, ένας άγγλος εκδότης τού δίνει παραπλανητικές πληροφορίες, και ένας άντρας –παραπληρωματική του αφηγητή μορφή– που, ενώ είναι αισθαντικός συγγραφέας, στην ουσία πλανάται στην επιφάνεια της γης ως spectrum ή ως παραίσθηση. Η «διπλωπία» του αφηγητή δεν συνιστά ασυμπτωτική πάθηση των ματιών του, αλλά ιδιοσυγκρασιακά προσδιορισμένη αναγνώριση του «άλλου» του εαυτού.
Ο Gkaito Gkazntanof
|
Επιστέγασμα της πρωτότυπης σύλληψης, που μάλλον ανάγει την καταγωγή της στον Έντγκαρ Άλλεν Πόου, είναι μια απεγνωσμένη απόπειρα προσδιορισμού της ταυτότητας και του ληξιπρόθεσμου που διακρίνει το κατ’ εξοχήν σαρκικό βίωμα του έρωτα: ο χρόνος του αισθησιακού έρωτα με τη Γιελένα Νικολάγιεβνα είναι «παγωμένος» και εκκρεμεί η απότιση ενός χρέους, καθώς ο αφηγητής συνειδητοποιεί το ειρωνικό χαμόγελο του θανάτου. Η ενοχή που διακατέχει τον αφηγητή βρίσκει ηχηρή ηχώ στην εμμονή του Αλεξάντρ Βολφ με τον εαυτό του, ενώ το momentum του μυθιστορήματος βρίσκεται στο τέλος του.
Ένας ρώσος εξόριστος στο Παρίσι
Άλλα έργα του Γκαζντάνοφ είναι το «Απόγευμα με την Κλερ» (1929), «Η ιστορία ενός ταξιδιού»(1938), «Η πτήση» (1939), «Νυκτερινοί δρόμοι» (1952), «Η επιστροφή του Βούδα» (1949-50), «Προσκυνητές»(1953-54), «Το ξύπνημα» (1965-66), «Η Εβελίνα και οι φίλοι της» (1968-71). Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, αλλά το επάγγελμα δασονόμου του Οσσέτιας καταγωγής πατέρα του τον έφερε από μικρό στη Σιβηρία και την Ουκρανία. Συμμετείχε στον ρωσικό εμφύλιο, στρατευόμενος με τον Λευκό Στρατό, ενώ το 1920 εγκατέλειψε τη Ρωσία για να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου δούλεψε για μια γαλλική βιομηχανία αυτοκινήτων και αργότερα ως οδηγός ταξί. Συμμετείχε στη γαλλική αντίσταση κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1953 ξεκίνησε μια ραδιοφωνική εκπομπή για τη ρωσική λογοτεχνία στο Radio Liberty, με το ψευδώνυμο Γκεόργκι Τσερκάσοφ, που τη διατήρησε μέχρι τον θάνατό του, το 1971, στο Μόναχο. Ο τάφος του βρίσκεται στη Sainte-Geneviève-des-Bois. Το έργο του είναι επηρεασμένο από τον Μαξίμ Γκόρκι, τον Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη, τον Βλαντισλάβ Κοντάσεβιτς και τον Μαρσέλ Προυστ. Τον απασχόλησε ο ανθρωπισμός ως φιλοσοφικό αντικείμενο και η μετατροπή της ζωής σε τέχνη ως θεωρητική βάσανος, ενώ ο κυνισμός που κυριαρχεί στο ύφος του δεν παρεμποδίζεται από μια κάποια joie de vivre που αναδίδουν οι ερωτικές του σκηνές. Ο Γκαζντάνοφ δεν γνώρισε μεγάλη αναγνώριση εν ζωή, ενώ δημοσιεύθηκε στη μετασοβιετική Ρωσία από τη δεκαετία του ’90 και θεωρήθηκε, μετά θάνατον, μεγάλο κεφάλαιο για τη λογοτεχνία των εκτός Ρωσίας αλλά ρωσικής καταγωγής συγγραφέων.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Ο Νίκολας Λέζαρντ έγραψε στον «Guardian»: «Πρόκειται για ένα έργο μεγάλης εμβέλειας, παρά τη σχετικά μικρή του έκταση [...]. Αλλά ο αντίκτυπός του είναι πολύ ισχυρότερος από τον όγκο του, και έχω την αίσθηση ότι θα σας συνοδεύει για την υπόλοιπη ζωή σας. Έζησα με αυτό το βιβλίο περίπου για μία εβδομάδα –πολύς χρόνος για ένα σύντομο έργο– αλλά θέλησα συνειδητά να το διαβάσω αργά, να το απορροφήσω προσεκτικά».
Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ
Gkaito Gkazntanof
Μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου
Επίμετρο: Χρήστος Αστερίου
Αντίποδες 2015
Σελ. 192, τιμή εκδότη € 13,30