Για το αστυνομικό μυθιστόρημα του Antonio Manzini Μαύρη πίστα (μτφρ. Φωτεινή Ζερβού, εκδ. Πατάκη).
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Σ’ ένα χειμερινό θέρετρο των ιταλικών Άλπεων, στη Βαλ ντ’ Αόστα, το ερπυστριοφόρο που στρώνει το χιόνι στις πίστες του σκι, περνάει πάνω από έναν άνδρα μισοχωμένο στο χιόνι. Ο άνδρας είχε θαφτεί ζωντανός ή ήταν ήδη νεκρός; Το κατακρεουργημένο πτώμα, μερικά σκισμένα ρούχα και σκόρπια υπολείμματα από ταμπάκο είναι τα μόνο στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο υποδιοικητής Ρόκκο Σκιαβόνε, ένας κακότροπος κι ανάποδος αστυνομικός ο οποίος έχει βρεθεί στην περιοχή με δυσμενή μετάθεση. Ή έτσι λένε τα κουτσομπολιά, τουλάχιστον. Διότι σ’ ένα μέρος σαν το θέρετρο Σαμπολύκ, το οποίο μοιάζει με θύλακα άθικτο από την οικονομική κρίση και όπου όλοι είναι συγγενείς κάποιου βαθμού, ο κόσμος κουτσομπολεύει ασταμάτητα.
Ο νεκρός είναι ο Λεόνε Μιτσικέ, ο οποίος διατηρούσε ένα πολυτελές καταφύγιο μαζί με τη σύζυγό του Λουΐζα Πεκ, παρότι ο ίδιος καταγόταν από την Κατάνια. Ο Ρωμαίος υποδιοικητής Σκιαβόνε μισεί τα χιόνια, μισεί το κρύο και τις ερημιές και βιάζεται να εξιχνιάσει το φόνο, για να γυρίσει στη ζεστασιά του σπιτιού του και στην αγκαλιά της ερωμένης του. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάνει εκπτώσεις στις έρευνές του. Με τη βοήθεια του νεαρού αστυνομικού Ίταλο και της επιθεωρήτριας Ρίσπολι και με τη συνεργασία του εισαγγελέα Μπάλντι, θα ανακρίνει τους πάντες, θα αναποδογυρίσει τα πάντα και θα χώσει τη μύτη του σε όλα τα μυστικά των κατοίκων του Σαμπολύκ και των γύρω χωριών. Αλλά επειδή η ζωή είναι μικρή, η έρευνα δεν θα τον εμποδίσει να γευτεί νόστιμα φαγητά και ακριβά κρασιά, να απολαύσει αρωματικούς εσπρέσο και τσιγάρα εισαγωγής, ενώ θα κάνει και μία ακραία υποχώρηση: θα θυσιάσει τα κομψά Clarks του για ένα ζευγάρι μπότες αδιάβροχες.
Αγγλική σχολή του αστυνομικού μυθιστορήματος
Ο υποδιοικητής Σκιαβόνε αποκαλύπτει τον δολοφόνο χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία του Ηρακλή Πουαρό: μπροστά σε κόσμο, αποκλείοντας σταδιακά τους ύποπτους, για να καταλήξει στον ένοχο που κανείς δεν φαντάζεται.
Ο Σκιαβόνε καταλήγει σε τρεις πιθανές εκδοχές: ο φόνος οφείλεται σε βεντέτα της Μαφίας, είχε ως κίνητρο οικονομικούς λόγους ή είναι έγκλημα πάθους. Η λύση που δίνει ο συγγραφέας παραπέμπει στην κλασική αγγλική σχολή του αστυνομικού μυθιστορήματος. Παρά τον αμιγώς ιταλικό χαρακτήρα της αφήγησης, η πλοκή και η κατάληξη θυμίζουν τη θεία Άγκαθα: έχουμε ένα περιορισμένο χώρο δράσης, εγκλωβισμένο εντός του αλπικού συμπλέγματος, οι ύποπτοι είναι όλοι συγκεντρωμένοι στο χώρο αυτό, ο υποδιοικητής Σκιαβόνε αποκαλύπτει τον δολοφόνο χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία του Ηρακλή Πουαρό: μπροστά σε κόσμο, αποκλείοντας σταδιακά τους ύποπτους, για να καταλήξει στον ένοχο που κανείς δεν φαντάζεται.
Ξεφεύγοντας εντελώς από τα στερεότυπα της σύγχρονης αστυνομικής μυθοπλασίας, ο Μαντσίνι δημιούργησε έναν έξοχο και πρωτότυπο κεντρικό ήρωα: στριμμένο και γκρινιάρη εκ πρώτης όψεως, καλοπερασάκια και αλαζόνα. Όσο προχωράει η αφήγηση όμως, ο συγγραφέας εισάγει μικρές λεπτομέρειες που αλλάζουν την αρχική μας άποψη για τον βασικό ήρωά του, καθιστώντας τον όλο και πιο συμπαθή. Δίπλα στον Σκιαβόνε εμφανίζεται ένας θίασος ξεκαρδιστικών χαρακτήρων, στην παράδοση της μπουφόνικης ιταλικής κωμωδίας, και φυσικά, πολλές πανέμορφες γυναίκες. Στην Ιταλία είμαστε, άλλωστε – έστω κι αν οι κάτοικοι των απώτατων βορειοδυτικών συνόρων ελάχιστα θυμίζουν τους συμπατριώτες τους κι έχουν το συντηρητισμό και την εσωστρέφεια των όμορων ορεσίβιων Γάλλων και Ελβετών. Μια σημείωση: Η μαεστρία στο χτίσιμο των χαρακτήρων οφείλεται στην εμπειρία του Μαντσίνι ως σεναριογράφου της τηλεόρασης και του κινηματογράφου.
Παράλληλα με τη βασική ιστορία, υπάρχει μια δευτερεύουσα και λίγο ξεκάρφωτη, την οποία ο συγγραφέας εισάγει προφανώς για να εξωραΐσει τον Σκιαβόνε. Η ιστορία μιας νταλίκας γεμάτης μετανάστες από τη Σρι Λάνκα δίνει μια γεύση πολιτικής ορθότητας στο μυθιστόρημα, και αποδεικνύει ότι «και οι μπάτσοι έχουν ψυχή». Μακάρι.
Η Μαύρη Πίστα, πέρα από μερικές δευτερεύουσες αστοχίες, είναι ένα εξαιρετικά απολαυστικό αστυνομικό μυθιστόρημα, απ’ αυτά που τα κλείνεις μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, παρά την απαισιοδοξία του Σκιαβόνε, η οποία διατυπώνεται στο εξής απόσπασμα: «Στη φύση δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον για το θάνατο. Ο θάνατος προέρχεται από τα γηρατειά, την αρρώστια ή την ανάγκη για επιβίωση. Οι σκύλοι το ξέρουν. Μπορείς να το διαβάσεις στα μάτια τους. Να πάρεις ένα σκύλο, Ίταλο. Θα μάθεις ένα σωρό πράγματα. Για παράδειγμα, θα μάθεις ότι στη φύση δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη είναι έννοια ανθρώπινη. Είναι όπως όλα τα ανθρώπινα πράγματα, αμφισβητήσιμη και ψεύτικη».
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.
Μαύρη πίστα
Antonio Manzini
Μτφρ. Φωτεινή Ζερβού
Εκδ. Πατάκη 2014
Σελ. 328, τιμή εκδότη € 14,40