Για το μυθιστόρημα του Javier Marias, Ερωτοτροπίες (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη).
Της Αργυρώς Μαντόγλου
«Οι νεκροί είναι ακίνητοι σαν ζωγραφιές, δεν κινούνται, δεν προσθέτουν τίποτα, δε λένε τίποτα ούτε και ποτέ απαντούν». Η αδυναμία των νεκρών να παρέμβουν στον κόσμο των ζωντανών, να διεκδικήσουν μια θέση, ακόμα και τη δικαίωσή τους, ο άδικος και αμεθόδευτος θάνατος, μια τυχαία συνάντηση και η ειρωνεία της μοίρας είναι κάποια από τα θέματα που –όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του κυριαρχούν σ’ αυτό το φιλοσοφικό μυθιστόρημα του Μαδριλένου συγγραφέα. Ο Μαρίας κι εδώ «συνομιλεί» με κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, χωρίς να παραλείπει να εισάγει το απαραίτητο σασπένς και νουάρ στοιχεία, εξερευνώντας τα όρια της συνείδησης και της ηθικής των επιζώντων όταν αυτό που διακυβεύεται είναι ο έρωτας, το πάθος για ζωή και η δική τους συναισθηματική αποκατάσταση. (κεντρική φωτό: Please dont die, Laura Makabreskou)
Μια τυχαία συνάντηση, ένας ξαφνικός θάνατος, ένας έρωτας με την πρώτη ματιά, όλα αυτά που μοιάζουν με ακανόνιστες σκόρπιες σημειώσεις, αποτελούν το υλικό του δεξιοτέχνη συγγραφέα μέσα από το οποίο συνθέτει ένα φιλοσοφικό θρίλερ χωρίς να υστερεί στην πλοκή.
Η σειρά των γεγονότων τα οποία συνθέτουν μια ζωή μοιάζει ανεξήγητη και αμεθόδευτη. Μια τυχαία συνάντηση, ένας ξαφνικός θάνατος, ένας κεραυβοβόλος έρωτας, μια άσχετη συζήτηση, όλα αυτά που μοιάζουν με ακανόνιστες σκόρπιες σημειώσεις, αποτελούν το υλικό του δεξιοτέχνη συγγραφέα μέσα από το οποίο συνθέτει ένα φιλοσοφικό θρίλερ χωρίς να υστερεί στην πλοκή, παρότι ο ίδιος, βάζει τον ήρωά του να λέει πως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία σε μια αφήγηση. «Το τι έγινε είναι το λιγότερο, και ό,τι συμβαίνει στις νουβέλες και στα μυθιστορήματα δεν έχει σημασία και λησμονιέται μόλις τα τελειώσει κανείς. Το ενδιαφέρον είναι οι δυνατότητες και οι ιδέες που μας ενσταλάζουν και μας μεταβιβάζουν μέσα από τις φανταστικές τους υποθέσεις· μας μένουν με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ό,τι τα πραγματικά συμβάντα και τις λαμβάνουμε πιο πολύ υπόψη».
Μια «ποιητική του θανάτου»
Μια γυναίκα βλέπει καθημερινά σε ένα καφέ, ένα παντρεμένο ζευγάρι, που η ίδια θεωρεί ιδανικό, και μάλιστα επιδιώκει να τους συναντά, έστω και από μακριά καθώς της «φτιάχνουν τη διάθεση». Αργότερα ανακαλύπτει σε μια εφημερίδα πως ο άντρας μαχαιρώθηκε από έναν παράφρονα και αποφασίζει να μιλήσει στη χήρα την επόμενη φορά που θα τη δει. Όλα αυτά τα γεγονότα μοιάζουν τυχαία και ασύνδετα, κι όμως ο Χαβιέρ Μαρίας μας δείχνει πως η τύχη δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της δικής μας άστοχης και πρόχειρης ανάγνωσης των σημείων. Αν ένας αναγνώστης διαβάσει τα γεγονότα με την κανονική σειρά, από το πρώτο έως το τελευταίο κεφάλαιο, διαπιστώνει πως όλα όσα κάνει, όλα όσα στα οποία υπήρξε μάρτυρας, όσο απίθανα και άσχετα κι αν είναι μεταξύ τους, συγκλίνουν στην ιστορία στην οποία παίρνει (ίσως άθελά του) τη θέση τόσο του αφηγητή, όσο και του πρωταγωνιστή: δηλαδή τη δική του ιστορία.
Όλα τα γεγονότα μοιάζουν τυχαία και ασύνδετα, κι όμως, ο Χαβιέρ Μαρίας μας δείχνει πως η τύχη δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της δικής μας άστοχης και πρόχειρης ανάγνωσης των σημείων.
Κι αυτή είναι η περίπτωση της Μαρία Ντολθ, μια νέας γυναίκας που εργάζεται για έναν εκδοτικό οίκο στη Μαδρίτη και που γίνεται μάρτυρας των τρυφερών συναντήσεων του ζευγαριού, αλλά της ανεξήγητης απουσίας τους, για να πληροφορηθεί στη συνέχεια τη δολοφονία του συζύγου, με το όνομα Μιγέλ Ντεσβέρν ή Ντεβέρν. Η Μαρία επιδιώκει να μιλήσει στη χήρα, ενώ στο σπίτι της συναντάει έναν γοητευτικό άντρα τον Ντίαθ Βαρέλα, ο οποίος υπήρξε ο στενότερος φίλος του Ντεσβέρν, τον ερωτεύεται ακαριαία και γίνεται ερωμένη του. Η αφηγήτρια η οποία στην αρχή παρουσιάζεται ως μια «διακριτική νέα», χωρίς κάποια ιδιαίτερα σκοτεινή πλευρά, μια γυναίκα μάλλον συνηθισμένη και ακίνδυνη, αποδεικνύεται μια «αναξιόπιστη αφηγήτρια», θύμα του σεξουαλικού πόθου που της εμπνέει ο φίλος του θύματος και βρίσκεται να ονειροπολεί κατά την απουσία αλλά και κατά την παρουσία του «αντικείμενου του πόθου της», συνθέτοντας νοερά μια «ποιητική του θανάτου», επινοώντας μονολόγους για τους χαρακτήρες οι οποίοι αιτιολογούν εν μέρει τις πράξεις τους, ενισχύοντας την άποψη πως οι ζωντανοί έχουν πάντα το πάνω χέρι.
Στον απόηχο ενός φόνου
Το ερώτημα για το λόγο που ο δολοφονημένος άντρας πέθανε τώρα και όχι νωρίτερα ή αργότερα στοιχειώνει το βιβλίο, η δε πλοκή συνίσταται στο ποιος βγαίνει κερδισμένος από το θάνατο του δολοφονημένου. Ο Μαρίας, σε πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, ασχολείται περισσότερο με τον απόηχο του φόνου, με τα ηθικά διλλήματα ή μάλλον με την ανυπαρξία ηθικών διλλημάτων και το έλλειμμα της ενοχής, παρά με το να επιλύσει το μυστήριο του εγκλήματος. Γνωρίζουμε το δολοφόνο, γνωρίζουμε το τι τον οδήγησε σε αυτή την πράξη, αλλά ο θάνατος για τους ζωντανούς είναι από μόνος του κάτι το ανεξιχνίαστο και έτσι θα παραμείνει, καθώς ποτέ κανείς δεν είχε πρόσβαση στην άλλη πλευρά.
Ο Javier Marias
|
Όμως για τους ζωντανούς υπάρχει η βεβαιότητα του «εδώ και τώρα», ο έρωτας και η σεξουαλική επιθυμία είναι επείγοντα και απτά. Τόσο η αφηγήτρια, όσο και ο Ντίαθ Βαρέλα, είναι ξεκάθαροι ως προς τις επιθυμίες τους, οι δε πράξεις και σκέψεις τους κατευθύνονται από τη σφοδρότητα των επιθυμιών τους· αυτό που φαίνεται να αγνοούν είναι τα δικά τους όρια, και μέχρι πού είναι ικανοί να φθάσουν προκειμένου να κατακτήσουν τον άνθρωπο που τους έχει στοιχειώσει.
Ηθικός λαβύρινθος
«Ό,τι μας εμποδίζει να ζήσουμε πρέπει να το εξαλείφουμε», λέει λίγο πριν το τέλος η αφηγήτρια και με τη μαεστρία της γραφής του ο συγγραφέας κατορθώνει να κάνει το κακό και το φρικαλέο να μοιάζει φυσικό και αναπόφευκτο, καθιστώντας, εν πολλοίς, τον αναγνώστη συνένοχο σε αυτόν τον «ηθικό λαβύρινθο» που τον έχει βάλλει, ενώ με το ύφος, τη γλώσσα, τις συνεχείς παρεκβάσεις και τις αναφορές στη λογοτεχνία, καταφέρνει να «νομιμοποιήσει» και την πλέον απεχθή πράξη, να τον κάνει να αμφιβάλλει για το τι είναι ηθικά αποδεκτό και τι όχι, μέσα από το φλογερό αίτημα των ηρώων του: «Οι πόθοι μου είναι πάνω από κάθε αβρότητα, κάθε μέτρο κάθε ενδοιασμό».
O θάνατος στο Ερωτοτροπίες, παρότι τετελεσμένος και σκοτεινός παραμένει θολός, την ώρα που ο έρωτας και η σεξουαλική επιθυμία είναι συγκεκριμένα και αδιαμφισβήτητα.
Ο Μαρίας φροντίζει μέχρι τη μέση σχεδόν του μυθιστορήματος να μη μας αφήσει την παραμικρή υποψία για την ανατροπή της πλοκής. Ο φόνος τον ενδιαφέρει όχι και τόσο ως μια εγκληματική πράξη, αλλά ως μια πράξη η οποία, όπως και τόσες άλλες, έχει κάποιες συνέπειες, πέρα από τον αφανισμό μιας ανθρώπινης ζωής. Ο φόνος, εν τέλει, δεν είναι παρά θάνατος που έρχεται νωρίτερα από το προβλεπόμενο και που κάποια στιγμή, ούτως ή άλλως, θα συνέβαινε, ενώ ο θάνατος στο Ερωτοτροπίες, παρότι τετελεσμένος και σκοτεινός παραμένει θολός, την ώρα που ο έρωτας και η σεξουαλική επιθυμία είναι συγκεκριμένα και αδιαμφισβήτητα. Η ερωτική επιθυμία της αφηγήτριας αλλά και του Ντίαθ Βαρέλα περιγράφονται με σαφήνεια και αδιάπτωτη ένταση, οι δε πράξεις και σκέψεις τους ορίζονται και κατευθύνονται από τη σαρωτική ένταση του πάθους τους.
«Ναι, φόνος, τίποτα περισσότερο»
Τα κλασικά θέματα του έρωτα, του θανάτου, των παιχνιδιών της μοίρας αλλά και του χρόνου εξερευνούνται μέσα από τους μονολόγους των χαρακτήρων που συνομιλούν με κλασσικούς λογοτεχνικούς ήρωες οι οποίοι έχουν εν πολλοίς διαμορφώσει και το συλλογικό ασυνείδητο. Στο μυθιστόρημα υπάρχουν αποσπάσματα και εκτενείς σχολιασμοί από τους «Τρεις Σωματοφύλακες», τον «Μάκβεθ», και τον «Συνταγματάρχη Σάμπλερ» του Μπαλζάκ, για να αναδειχθεί ο τρόπος που οι ήρωες του είναι εξοικειωμένοι με τα παιχνίδια της μοίρας. Ο Ντίαθ για να τονίσει την ασημαντότητα του θανάτου επαναλαμβάνει στην ερωμένη του το απόσπασμα από τους τρεις σωματοφύλακες: «Ναι, φόνος, τίποτα περισσότερο».
Τα κλασικά θέματα του έρωτα, του θανάτου, των παιχνιδιών της μοίρας αλλά και του χρόνου εξερευνούνται μέσα από τους μονολόγους των χαρακτήρων που συνομιλούν με κλασσικούς λογοτεχνικούς ήρωες.
Για την Ντολζ, η κοινοτοπία του φόνου που υπαινίσσεται ο εραστής της, την απαλλάσσει από την όποια ηθική αναστολή ή ενοχή, την όποια τύψη για τις ορμές της και εν πολλοίς ερμηνεύει και τη τερατώδη μονιμότητα του θανάτου, που για κάποιους αποτελεί μια ακόμα ευκαιρία (ίσως και η τελευταία) που τους προσφέρει η ζωή: «Ο φόνος είναι κάτι που συμβαίνει και καθένας είναι ικανός να τον διαπράξει, συμβαίνει από την πρώτη νύχτα του κόσμου και θα συνεχίσει μέχρι την έσχατη μέρα, οπότε δεν θα υπάρχει νύχτα πια ούτε άλλος χρόνος για να βρίσκουν καταφύγιο στους κόλπους του· ο φόνος είναι θέμα καθημερινό, αδιάφορο και πεζό, ανήκει στο χρόνο· οι εφημερίδες οι τηλεοράσεις βρίθουν απ’ αυτούς, προς τι τόση κατακραυγή, τόση φασαρία. Ναι, φόνος. Τίποτα περισσότερο».
Ορίζοντας τα ήθη της εποχής μας που προσφέρει άλλοθι στους ζωντανούς καθώς έχουν στη διάθεσή τους όλες τις αφηγήσεις, όλες τις δυνατότητες να παραχαράξουν την αλήθεια και να επινοήσουν άλλες εκδοχές προκειμένου να ζήσουν το δικό τους μερίδιο ευτυχίας, ο Μαρίας υπαινίσσεται και τον κίνδυνο της επιβολής ενός ακραίου ατομικιστικού κυνισμού, ικανού να περιορίσει έως και να ακυρώσει την όποια ηθική, προκειμένου να ζήσει ο καθένας τη δική του ερωτική ιστορία χωρίς περιορισμούς, αν και μια τέτοια αντίληψη είναι καταδικασμένη να στραφεί κάποτε εναντίον του, καθώς οι θέσεις του θύματος και του θύτη, στην αφήγηση κάποιου άλλου, εύκολα θα μπορούσαν να αντιστραφούν.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Ερωτοτροπίες
Javier Marias
Μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου
Εκδ. Πατάκη 2015
Σελ. 432, τιμή εκδότη € 17,70