Για τη νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ «Ταξίδι στο παρελθόν» (εκδ. Μεταίχμιο).
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Ο Στέφαν Τσβάιχ στην εποχή του δεν υπήρξε απλώς δημοφιλής συγγραφέας αλλά και ενορατικός στοχαστής καθώς και δεξιοτέχνης στιλίστας. Παρότι ήταν πολυγραφότατος και δοκιμάστηκε σε διαφορετικά είδη όπως μυθιστόρημα, δοκίμιο, βιογραφία, διήγημα, η λογοτεχνική του φήμη προέρχεται κυρίως από τις νουβέλες του. Από τις πλέον γνωστές είναι η Σύγχυση Αισθημάτων, το Αμόκ, Οι είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας, Η Σκακιστική νουβέλα – πολυδιαβασμένες και αναντίρρητα προσφιλείς στους αναγνώστες του που ανανεώνονται συνεχώς. Όλες σχεδόν διαπνέονται από μια αμείωτη ένταση που γίνεται εύκολα μεταδόσιμη στον αναγνώστη καθώς απευθύνονται μεν στο συναίσθημα αλλά και σε κάτι βαθύτερα υπαρξιακό, κάτι που αγγίζει τη ρίζα μιας ανέκφραστης μελαγχολίας, ενός εσωτερικού σπαραγμού, στα όρια του μεταφυσικού.
Θύματα μιας αγέλαστης μοίρας
Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες στον Τσβάιχ, όπως δεν υπάρχουν και ευτυχισμένοι άνθρωποι
Οι ήρωές του είναι κατά κάποιο τρόπο εξόριστοι από τον τόπο, την εποχή τους, την ίδια τη ζωή τους. Παρότι ζουν και λειτουργούν μέσα στο χρονικό πλαίσιο της εποχής, κουβαλάνε τη διαφορετικότητά τους –ένα είδος ψυχικής ερημίας– σαν σταυρό μέχρι το τέλος, όποια κι αν είναι η εξέλιξη της ιστορίας. Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες στον Τσβάιχ, όπως δεν υπάρχουν και ευτυχισμένοι άνθρωποι· τις κορυφαίες τους στιγμές τις ζουν με δραματική ένταση και αποκαλυπτική οδύνη – μια κατάσταση εσωτερική που συνεχίζεται παρά τις εξωτερικές μεταβολές, σαν να είναι θύματα μιας αγέλαστης μοίρας.
Οι χαρακτήρες του Τσβάιχ φοβούνται –και έχουν σοβαρό λόγο– πως το μυαλό τους «αποδιοργανώνεται», εξαιτίας μιας αβάσταχτης εσωτερικής πίεσης από την οποία δεν μπορούν να απαλλαγούν. Είναι μονίμως έκπληκτοι, είτε βρίσκονται στην τροχιά μιας «μαγικής δύναμης» είτε ανακαλύπτουν στον εαυτό τους ή στους άλλους κάποιο ανεξήγητο «σαγηνευτικό αίνιγμα», κάποια ύπουλη ενοχή, τόσο ισχυρή που στο τέλος τους κατακυριεύει. Τους βλέπουμε να παλεύουν με τα προαισθήματά τους και τα καπρίτσια της μοίρας. Όταν, κατά κάποιο τρόπο, κατορθώνουν να γλιτώσουν από τις μεταπτώσεις της ζωής, πέφτουν πάνω στις δικές τους φοβίες: της αποτυχίας, της απώλειας ή ακόμα και της ψυχικής ισορροπίας.
Ο Stefan Zweig
|
«Το κοιμώμενο φρέαρ των αναμνήσεων»
Το Ταξίδι στο παρελθόν άρχισε να γράφεται στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα, την εποχή που γράφτηκαν και κάποιες από τις πιο γνωστές νουβέλες του. Ο Τσβάιχ συνέχισε να τη διορθώνει και να την ξαναγράφει. Το χειρόγραφο παρέμεινε αδημοσίευτο και βρέθηκε, μετά το θάνατο του το 1942, ανάμεσα σε άλλα γραπτά του.
Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία η οποία, όπως και όλες οι νουβέλες του Τσβάιχ, αποκαλύπτει κάτι πέρα από τον έρωτα και τα πάθη των εραστών. Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ο χρόνος, ένα βαθύ τραύμα, η διάρκεια των αισθημάτων, η αδυναμία να βιωθεί το πάθος στην έκτασή του και η οδύνη που προκαλείται όταν αυτό το ζωντανό και παλλόμενο αίσθημα είναι προορισμένο να χαθεί και να περάσει στη μνήμη ως κάτι το ανεκπλήρωτο, ένας παράδεισος που προσφέρθηκε μεν, αλλά δεν πρόκειται να κατοικηθεί. Όταν οι εραστές συναντιούνται και πάλι μετά από εννέα χρόνια χωρισμού, υπάρχουν ίχνη αυτού του παράδεισου, της μαγικής διάστασης που βίωσαν μαζί, αλλά δεν είναι πλέον οι ίδιοι άνθρωποι, είναι σκιές αυτού που κάποτε υπήρξαν, η επανάληψη τους κάνει να μοιάζουν με καρικατούρες του εαυτού τους. Ο χρόνος έχει προχωρήσει, η απειλή έχει γίνει πραγματικότητα και αυτό τους το υπενθυμίζουν οι νεαροί με τη σβάστικα που παρελαύνουν. Η ελευθερία και κάθε ελευθερία θα καταλυθεί, όπως και η πρόσβαση στον δικό τους έρωτα, που τώρα πια φαντάζει μια απροσπέλαστη χώρα.
Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ένα βαθύ τραύμα και η οδύνη που προκαλείται όταν αυτό το ζωντανό και παλλόμενο αίσθημα είναι προορισμένο να χαθεί και να περάσει στη μνήμη ως κάτι το ανεκπλήρωτο.
Ο Λούντβιχ είναι ένας νεαρός μηχανικός, φιλόδοξος, φτωχός και περήφανος. Με μεγάλη απροθυμία συμφωνεί να μείνει στην πολυτελή βίλα του ηλικιωμένου και φιλάσθενου εργοδότη του, στην Φραγκφούρτη. Εκεί συναντά τη νεαρή σύζυγο του αφεντικού του και ανάμεσά τους δημιουργείται μια μεγάλη έλξη η οποία παραμένει ανεκδήλωτη μέχρι τη στιγμή που πρέπει να αποχωριστούν. Ο Λούντβιχ είναι αναγκασμένος να φύγει για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, να πάει στο Μεξικό, όπου τον στέλνει ο εργοδότης του για να πάρει μια ηγετική θέση στην επιχείρηση που θα στήσει εκεί, και που αφορά στην εξόρυξη πολύτιμων για τη Δύση μεταλλευμάτων. Αντιμέτωποι με το χωρισμό, το αμοιβαίο πάθος φανερώνεται και θεριεύει, και θέλουν απεγνωσμένα και οι δυο αυτή η αγάπη να επιζήσει της δοκιμασίας του χρόνου και της απόστασης.
Η φυλακή της απόστασης
Με ιδιαίτερη μαεστρία μας δίνεται αποσπασματικά η ιστορία τους εν είδει φλασμπάκ. Οι δυο εραστές θα συναντηθούν εννέα χρόνια μετά από τον βίαιο αποχωρισμό τους σε ένα βαγόνι τρένου, μια κρίσιμη και οριακή στιγμή όχι μόνο για αυτούς τους δυο αλλά και για τη χώρα. Όπως και σε άλλα έργα του Τσβάιχ εκτυλίσσεται κι αυτό στα χρόνια μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και παρουσιάζει την καταστρεπτική επίδραση του πολέμου στην προσωπική ζωή των ανθρώπων. Όταν ο Λούντβιχ έφυγε για το Μεξικό σκόπευε να παραμείνει δυο χρόνια, αλλά λόγω του πολέμου δεν μπόρεσε να επιστρέψει, και έμεινε για πολύ καιρό αποκλεισμένος από την Ευρώπη αλλά και από την αγαπημένη του. Εκείνη την ταραγμένη εποχή, εκείνος μετρούσε τις μέρες που του απόμεναν, διαγράφοντας την κάθε μια καθώς περνούσε, σαν φυλακισμένος που περιμένει την απελευθέρωσή του. Θα ξανασυναντηθούν τη δεκαετία του τριάντα, θα ταξιδέψουν μέχρι την Χαϊδελβέργη και θα γίνουν μάρτυρες του συνεχώς αυξανόμενου πλήθους της νεολαίας των Ναζί που φέρουν τη σβάστικα και παρελαύνουν με σιδερένιο βήμα και προτεταμένο πιγούνι: «άντρες ζωσμένοι στρατιωτικά, χιλιάδες διαφορετικές φωνές, χιλιάδες διαφορετικές μορφές, κι ωστόσο ένα μόνο πράγμα υπήρχε στις κραυγές και στο βλέμμα: μίσος, μίσος, μίσος».
Yπάρχει μια αίσθηση κατεπείγοντος και η απειλή της επιβολής μιας ανώτερης βίαιης δύναμης στην οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντισταθούν, ανεξάρτητα από τη δύναμη των συναισθημάτων τους.
Παρότι ο τόνος είναι προσωπικός σε ολόκληρη τη νουβέλα υπάρχει μια αίσθηση κατεπείγοντος και η απειλή της επιβολή μιας ανώτερης βίαιης δύναμης στην οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντισταθούν, ανεξάρτητα από το βάθος των συναισθημάτων τους. Ακόμα και στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που θα καταφύγουν οι εραστές υπάρχουν τα «άμορφα ίχνη ξένων ανθρώπων» που τους προκαλούν αμηχανία και την απώλεια της ιδιωτικότητας. Το πλήθος που έξω στους δρόμους επευφημεί τους νεαρούς που παρελαύνουν είναι ένας σημαντικός παράγοντας της έντασης που βιώνουν αλλά και του φόβου πως κινδυνεύει να συντριβεί και το δικό τους παρελθόν...
Σε σημεία του εν λόγω αφηγήματος υπάρχει μια ασυγκράτητη συναισθηματική πληθωρικότητα την οποία ο συγγραφέας διαχειρίζεται διακριτικά και δεξιοτεχνικά, ενώ η ραφιναρισμένη πρόζα σώζει το κείμενο από τα μελοδραματικά κλισέ. Το ύφος του κείμενου αποδόθηκε άριστα από τη Γιώτα Λαγουδάκου.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Σώμα στη βιτρίνα» (εκδ. Μεταίχμιο).
Ταξίδι στο παρελθόν
Στέφαν Τσβάιχ
Μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου
Μεταιχμιο 2014
Σελ. 104, τιμή € 6,60