Του Νίκου Ξένιου
O Ότα Πάβελ (πατρ: Πόππερ) γεννήθηκε στην Πράγα το 1931. Στο αφήγημα «Στην υπηρεσία της Σουηδίας», πρώτο της συλλογής Μια ζωή ψαρεύοντας (που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ίκαρος» σε άψογη μετάφραση του Κώστα Τσίβου), αναπολεί, με κατανόηση, αυτοσαρκασμό και συμπάθεια, τον πατέρα του (έναν επιτυχημένο πωλητή συσκευών, που υπήρξε ίνδαλμα της παιδικής του ηλικίας). Στο βιβλίο αυτό οι δρυμοί της Τσεχίας μετατρέπονται σε ένα απέραντο στίβο μάχης, τα θυελλώδη επεισόδια της οποίας ο συγγραφέας τα καταγράφει από το παρατηρητήριο μιας ερμητικής παιδικής ηλικίας, κρατώντας πεισματικά ένα καλάμι ψαρέματος.
Από το 1939 κι έπειτα δεν επιτρεπόταν στα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο και έπρεπε υποχρεωτικά να μετακομίσουν. Είκοσι χιλιάδες Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στην Πράγα, σε νοικοκυριά ξεσπιτωμένων Εβραίων. Η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί στο εβραΪκό γκέτο της Πράγας, το Γιόζεφοφ, απ’ όπου αναγκαστικά μετακινήθηκε στην επαρχία Μπούστεχραντ, στο σπίτι των παππούδων του, τόπο απόλυτης πείνας κατά τη διάρκεια της ανόδου των Ναζί στην εξουσία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο πατέρας και τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του Ότα, ο Γίρκα και ο Χούγκο, εγκλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ ο ίδιος έμεινε στη διάρκεια της Κατοχής με τη χριστιανή μητέρα του Χερμίνα στο χωριό Μπούστεχραντ. Στο τέλος του πολέμου ο πατέρας και τα αδέλφια του επέστρεψαν μεν ζωντανοί αλλά οριστικά «σημαδεμένοι» από τη ζωή στα στρατόπεδα.
Μια πατρίδα τόσο βασανισμένη
Νεορρομαντικοί τσέχοι συγγραφείς αναπολούσαν τη ζωή στην ύπαιθρο και την ταύτιζαν με μιαν όαση αμόλυντου ήθους των ανθρώπων, ενώ άλλοι αναζητούν αντίστοιχη αγνότητα ηθών στη ζωή των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, στις φτωχοσυνοικίες της Πράγας
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Τσέχοι είχαν γίνει έθνος στο «κατώφλι» της πολιτιστικής και γλωσσικής αυτονομίας, που δεν µπορούσε να συµφιλιωθεί µε την υποταγή στη γερµανική φυλή. Ταυτόχρονα, το ταχύτατα αναπτυσσόµενο κίνηµα του πανσλαβισµού, που αντιπαρέθετε τους σλαβόφιλους Τσέχους στους µη σλαβικούς λαούς, υποβοηθούσε την ανάπτυξη του τσεχικού εθνικισµού[1]. Νεορρομαντικοί τσέχοι συγγραφείς αναπολούσαν τη ζωή στην ύπαιθρο και την ταύτιζαν με μιαν όαση αμόλυντου ήθους των ανθρώπων, ενώ άλλοι αναζητούν αντίστοιχη αγνότητα ηθών στη ζωή των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, στις φτωχοσυνοικίες της Πράγας. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, εξπρεσσιονιστικές τάσεις στην τσεχική λογοτεχνία (Κλίμα, Βάινερ, αδελφοί Τσάπεκ) και οράματα για μια πανανθρώπινη ενότητα (Ολμπραχτ, Τσάπεκ, Σάλντα) καθιέρωσαν ως κεντρικά θέματα της πεζογραφίας την απανθρωπιά, τη βία, τον τρόμο και τον ηρωϊσμό στη διάρκεια του πολέμου (Ρούντολφ Μέντεκ, Γιαροσλαβ Χάσεκ). Σοσιαλιστικές ιδέες επίσης ενσωματώθηκαν στα κείμενα της περιόδου και το κίνημα των «ποιητιστών» υποστήριξε την ενότητα ανάμεσα στην ποίηση και την καθημερινή ζωή. Τότε εμφανίστηκε στην Τσεχία η φανταστική λογοτεχνία (Βάις, Τσάπεκ, Χάουσμαν), όπως και μια κατηγορία πρόζας-τεκμηρίου (Τσάπεκ, Πόλατσεκ).
Την αισιοδοξία της δεκαετίας του ’20 ακολούθησε η συναίσθηση της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ’30, καθώς και η αντίθεση ανάμεσα στους αριστερούς (φιλοκομμουνιστές) και τους δεξιούς (εθνικιστές και φασίστες) συγγραφείς και ποιητές. Τον αναφορικό, «δημοσιογραφικό» λόγο της προηγούμενης γενεάς λογοτεχνών διαδέχθηκε η υποκειμενική πρόζα, η εμπνευσμένη από το λαϊκό παραμύθι και, παράλληλα, κάποια μυθιστορήματα κοινωνιστικού προσανατολισμού ή ψυχολογικά επικεντρωμένα και κάποια πολιτικά έργα στο θέατρο, που προέβαλλαν αντίσταση στο φασιστικό κίνημα.
Ota Pavel
|
Από Πόππερ σε Πάβελ
Με την Άνοιξη της Πράγας (1968) μια σοβιετικού τύπου «κανονικότητα» επιβλήθηκε στη λογοτεχνία και πολλοί λογοτέχνες έφυγαν στον Καναδά ή στις Η.Π.Α. (Σκβορέτσκι), στη Γερμανία (Περούτκα), στην Αυστρία (Κόχουτ) και στη Γαλλία (Kούντερα). Οι συγγραφείς Σέιφερτ, Μικουλάσεκ και Σκελ λογοκρίθηκαν από τον σταλινισμό της περιόδου και αναγκάστηκαν να δημοσιεύουν σε μυστικά τυπογραφεία της εποχής, τα «σάμιτσντατ». Κάποιοι συγγραφείς στάθηκαν στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επίσημη και την ανεπίσημη λογοτεχνία (Κομέρ, Μικάλ, Χραμπάλ και Ότα Πάβελ). Υπό το νέο, κομμουνιστικό καθεστώς, ο συγγραφέας του Μια ζωή ψαρεύοντας άλλαξε ο ίδιος το επίθετό του στο σλαβικότερο Πάβελ, ενώ δημοσίευσε τα λογοτεχνικά του πρωτόλεια στο περιοδικό Stadion (1956-57)[2]. Μετά τον πόλεμο αποφοίτησε από τη Σχολή των Εργαζομένων και για ένα διάστημα εργάστηκε στα ανθρακωρυχεία του Κλάντνο και συγχρόνως ως προπονητής του χόκεϊ επί πάγου στην ομάδα των «τσικό» τής Σπάρτα. Από το 1949 έως το 1956 (με ένα διάλειμμα στρατιωτικής θητείας, το 1952) εργάστηκε ως αθλητικός συντάκτης στο κρατικό ραδιόφωνο της Τσεχοσλοβακίας και στη συνέχεια στα περιοδικά «Στάντιον» και «Τσεχοσλοβάκος στρατιώτης». Σε αυτά δημοσιεύθηκαν τα πρώτα του διηγήματα, επηρεασμένα κυρίως από το αθλητικό περιβάλλον του. Στη διάρκεια της καριέρας του έγραψε αρκετά κείμενα για αθλητές που, είτε γνώριζε προσωπικά, είτε επινοούσε, για μεγάλα αθλητικά γεγονότα των οποίων υπήρξε αυτόπτης, καθώς και για την ατμόσφαιρα των δεκαετιών ΄40 και ’50 (όπως φαίνεται στο αφήγημά του «Το λάθος», εμπνευσμένο από τη ζωή και τα κατορθώματα του -διάσημου στην εποχή του- ποδηλάτη Γιάν Βέσλι).
Δραπετεύοντας από το παράθυρο με τα κάγκελα
Kατά τη διάρκεια της Χειμερινής Ολυμπιάδας στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας (1964) εμφάνισε συμπτώματα μανιοκατάθλιψης και επιχείρησε να πυρπολήσει μια αγροικία στην περίχωρα της πόλης, με αποτέλεσμα να εισαχθεί για εξετάσεις σε ψυχιατρική κλινική
Στο Ίνσμπρουκ ο Πάβελ ασχολήθηκε επισταμένως με το χόκεϊ. Η περιφρόνηση των Γερμανών προς την κατά το ήμισυ ιουδαϊκή του καταγωγή υπήρξε γι’ αυτόν ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία, που απηχεί και στα κείμενά του, κείμενα νοσταλγίας για την παιδική ηλικία και για τα χρόνια της αθωότητας κοντά στα στοιχεία της φύσης. Υπό την ιδιότητα του συντάκτη είχε την ευκαιρία να ταξιδεύει τακτικά στο εξωτερικό καλύπτοντας δημοσιογραφικά διάφορες αθλητικές διοργανώσεις και αποστολές (Σοβιετική Ένωση, Γαλλία, Ελβετία, Η.Π.Α., Αυστρία, κ.α.). Όμως, κατά τη διάρκεια της Χειμερινής Ολυμπιάδας στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας (1964) εμφάνισε συμπτώματα μανιοκατάθλιψης και επιχείρησε να πυρπολήσει μια αγροικία στην περίχωρα της πόλης, με αποτέλεσμα να εισαχθεί για εξετάσεις σε ψυχιατρική κλινική. Η διάγνωση ήταν Διπολική Διαταραχή, και το 1966 η κατάσταση επιδεινώθηκε. Στη δύσκολη περίοδο των απανωτών εισαγωγών του σε ψυχιατρικές κλινικές έγραψε το Πώς γνώρισα τα ψάρια: στο αφήγημα αυτό το ψάρεμα με τον πατέρα του και τον θείο Πρόζεκ πλημμυρίζει τον συγγραφέα με ευτυχία, η οποία θα παγώσει με την είσοδο των Ναζί στο σκηνικό της χώρας του. Το ποτάμι που διατρέχει το αφήγημα είναι ένα ποτάμι πρωτεϊκό, όπως το φιλοσοφικό ποτάμι του Ηράκλειτου: τα νερά του, πηγή ζωής, τόπος γαλήνης και αναψυχής, μα πάνω απ’ όλα τόπος άντλησης τροφής, με την άνοδο του Ναζισμού στην εξουσία μεταμορφώνονται σε παγερό τάφο. Το λίκνο του υγρού στοιχείου είναι ένας απαγορευμένος, πλέον, στίβος μάχης. Το ψάρεμα στο βιβλίο του Πάβελ δεν είναι ένα σπορ ή μια αθλοπαιδιά. Είναι τρόπος επιβίωσης, είναι στοίχημα, είναι τελετή ενηλικίωσης και κυρίως είναι σύμβολο ελευθερίας, όπως την αναπολεί από το παράθυρο της κλινικής του: «Το ψάρεμα είναι η απόλυτη ελευθερία. Να πηγαίνεις πάνω-κάτω, περιμένοντας το ψάρι να τσιμπήσει και να ξεδιψάς στις πηγές. Να είσαι εντελώς μόνος για μια ώρα, για λίγες μέρες, για λίγες εβδομάδες, είναι αυτό που πάντα αποζητούσα στη ζωή… Να τι πιστεύω πως είναι ελευθερία».
Τα ψάρια, τα χέλια και ο ψαράς
Η αλιευτική ηθική υπερβαίνει τις παιδικές μνήμες του συγγραφέα, που αναπολεί για να μπορεί να ονειρεύεται, αλλά και αυτοδεσμεύεται έναντι της ιερότητας αυτού του «άλσους» που συνιστά ο γενέθλιος τόπος του, και που τώρα έχει μετονομασθεί σε «προτεκτοράτο γερμανικής κυριαρχίας»[3]. Ο ψαράς κλείνει το μάτι στο ψάρι και συνυπάρχουν πλάι στην παγίδα για την επικράτηση του ισχυρότερου. Είναι χαρακτηριστική η κανιβαλική αγριότητα του κυνηγετικού σκύλου στο διήγημα Ο θάνατος των όμορφων ζαρκαδιών (1971)[4], που αφηγείται χιουμοριστικά τη ζωή της οικογένειάς του στο Προτεκτοράτο της Μοραβίας και Βοημίας. Ο Πάβελ εδώ μιλά για το τελευταίο γεύμα ζαρκαδιού που εξασφάλισε ο πατέρας στους δυο γιους του πριν αναχωρήσουν για την ταλαιπωρία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εϊναι αξιοσημείωτο πως η σπαρακτική εμπειρία των καταδιωκόμενων Εβραίων λειτουργεί στο περιθώριο της αφήγησης του Πάβελ, περισσότερο ως σκιώδης, επαπειλούμενη καταστροφή παρά ως μαρτυρική κατάθεση: αυτό είναι χαρακτηριστικό ψυχοπαθολογικό σύμπτωμα («η γιαγιά εξαχνώθηκε στο Μπούχενβαλντ»), όμως είναι και στιλιστικό γνώρισμα συγγενές προς το μαύρο χιούμορ.
Από το αρχείο του Pavel |
Η γοητεία του κειμένου του Πάβελ συνδέεται περισσότερο με τη μυστική, άρρητη ζωή της πρωταγωνίστριας Φύσης, που παρίσταται ως σιωπηλός μάρτυρας στην ανθρώπινη τραγωδία και αποτυπώνει τους συνθλιπτικούς μηχανισμούς στα ποτάμια και στα δάση της. Αδέσμευτο και με το όνειρο της απέραντης, καταπράσινης Θάλασσας των Σαργασσών το χέλι στό διήγημα «Ο μέγας αλήτης των υδάτων» δραπετεύει από την αιχμαλωσία και επιστρέφει στα ρεύματα του ποταμού, για να ξαναγυρίσει στον γενέθλιο τόπο του. Το δε τελευταίο κείμενο της συλλογής Μια ζωή ψαρεύοντας γράφτηκε μετά την εισαγωγή του συγγραφέα σε ψυχιατρική κλινική, τιτλοφορείται «Τα λόγια πριν το τέλος» και διακρίνεται για την έντονη αντίθεσή του προς το κλίμα ελευθερίας που διατρέχει τα υπόλοιπα κείμενα. Σκοπίμως προστέθηκε στο τέλος του βιβλίου, ώστε μέσα από τη ματιά του έγκλειστου πλέον συγγραφέα να αναδύεται όχι η ψυχοπαθολογία, αλλά η νοσταλγία.
H τηλεταινία Carps for Wehrmacht βασίστηκε στο έργο του Πάβελ, μέρος του οποίου έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γερμανικά και στα Εβραϊκά. Μια επτάτομη συλλογή με το σύνολο των έργων του περιλαμβάνει και πολλές -αδημοσίευτες όσο ζούσε- αλιευτικές ιστορίες, που στην Τσεχία πρωτοκυκλοφόρησαν το 2002. Οι αφηγήσεις του κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθιστορία (Ο Ντούκλα ανάμεσα στους Ουρανοξύστες , 1964, Ένα κουτί γεμάτο σαμπάνιες , 1967, Το κύπελλο από τον Κύριο ,1971, Πώς συνάντησα τα ψάρια, 1974) Τις περισσότερες δε επανεκδόσεις γνώρισαν οι συλλογές του Πώς συνάντησα τα ψάρια και Ο θάνατος των όμορφων ζαρκαδιών. Στη σημερινή Τσεχία, το όνομα του γοητευτικού μεταπολεμικού συγγραφέα Ότα Πάβελ στέκει δίπλα στα ονόματα του Γιάροσλαβ Χάσεκ, του Γιούλιους Φούτσικ, του Κάρελ Τσάπεκ, του Πάβελ Κόχουτ, του Βάτισλαβ Χάβελ, του Μίροσλαβ Χόλουμπ και του Μαξ Μπροντ.
Μια ζωή ψαρεύοντας
Ota Pavel
Μτφρ. Κώστας Τσίβος
Ίκαρος 2014
Σελ. 152, τιμή € 13,50