Ο Τονίνο Μπενακουίστα σατιρίζει την εξωραΐσμένη εικόνα της Mαφίας στην Επικίνδυνη Οικογένεια.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Η τετραμελής οικογένεια των Μπλέηκ εγκαθίσταται μέσα στα άγρια μεσάνυχτα σ' ένα κοιμισμένο (και επινοημένο) χωριουδάκι της Νορμανδίας, τη Σαλόν-συρ-Αβρ. Στη γειτονιά, ο Φρανκ Μπλέηκ συστήνεται ως συγγραφέας που γράφει (ακόμη) ένα βιβλίο για την απόβαση των συμμάχων στη Νορμανδία το 1944, τη D-Day που έκρινε το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Η γυναίκα του, η Μάγκυ, εντάσσεται γρήγορα στη τοπική κοινωνία, προσφέροντας εθελοντική εργασία. Τα παιδιά τους, η 17χρονη Μπελλ (όνομα και πράμα) και ο 14χρονος Ουώρρεν προσπαθούν να προσαρμοστούν στο περιβάλλον του λυκείου, το καθένα με τον τρόπο του.
Εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για μια απλή και συνηθισμένη οικογένεια Αμερικανών. Ωστόσο, το πραγματικό όνομα του Φρανκ είναι Τζοβάννι Μαντζόνι και διετέλεσε για πολλά χρόνια εκτελεστής της μαφίας, μέχρις ότου το FBI τον «έπεισε» να καταθέσει εναντίον των πρώην συνεργατών και φίλων του. Η μαρτυρία του στο δικαστήριο διέλυσε τις πέντε μεγάλες οικογένειες της Ανατολικής Ακτής, στέλνοντας σε φυλακές υψίστης ασφαλείας δεκάδες goodfellas, μαζί και τον capo di capi, τον φοβερό και τρομερό Ντον Μιμίνο. Έκτοτε, οι Μαντζόνι, ενταγμένοι σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, περιφέρονται σε διάφορες μικρές πόλεις της Γαλλίας, προσπαθώντας να αποφύγουν το μακρύ χέρι της μαφίας – και τους εκτελεστές της, που έχουν να κερδίσουν 20 εκατομμύρια δολάρια αν εξαλείψουν τους Μαντζόνι από προσώπου γης. Τα μόνα ορατά σημάδια διαφορετικότητας των Μαντζόνι είναι ότι σε μια μονοκατοικία απέναντι από τη δική τους, δυο πράκτορες του FBI τους παρακολουθούν επί 24ωρου βάσεως για να τους προστατεύσουν, όπως επίσης το όνομα του σκύλου τους: Malavita – κακιά ζωή, συνώνυμο του Κόζα Νόστρα, Μαφία, Onorevole Società, Καμόρα...
Τονίνο Μπενακουίστα: από το Μεσογειακό Νουάρ μέχρι την κοινωνική σάτιρα
Ο Τονίνο Μπενακουίστα, γεννημένος στη Γαλλία από Ιταλούς μετανάστες, είναι από τους πιο πολύπλευρους συγγραφείς της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας. Γράφει αστυνομικά και κοινωνικά μυθιστορήματα, σενάρια για την τηλεόραση και το σινεμά, κόμικς. Στο ευρύ κοινό έγινε γνωστός χάρη σ' ένα μυθιστόρημα που δεν ήταν αστυνομικό, την ευφυέστατη Σάγκα (Πόλις, 1999), στο οποίο σατίριζε απολαυστικά το χώρο της τηλεοπτικής σαπουνόπερας. Παρότι τα αστυνομικά του προσεγγίζουν αυτό που ονομάζουμε Μεσογειακό Νουάρ, έχουν κι αρκετές διαφορές αφού οι ήρωες του είναι απλοί άνθρωποι κι όχι επαγγελματίες αστυνομικοί ή ντετέκτιβ. Όλα τα έργα του (Τα δόντια της αυγής, Η κωμωδία των αποτυχημένων) δείχνουν βαθιά γνώση των συμβάσεων του αστυνομικού, τις οποίες ανατρέπει με διεισδυτικό και καυστικό χιούμορ, χωρίς να ξεπέφτει στην παρωδία.
Να βλέπεις έναν εχθρό να ψοφάει είναι πολύ πιο γλυκό από το να αποκτάς έναν καινούργιο φίλο· ποιος χρειάζεται καινούργιους φίλους;
Ο Μπενακουίστα έχει πει ότι ως παιδί έβλεπε μανιωδώς τηλεόραση και κυρίως τη σειρά οι Αδιάφθοροι. Στην Επικίνδυνη Οικογένεια ξαναθυμάται τις παιδικές του επιρροές και δημιουργεί ένα μαφιόζικο αστυνομικό μυθιστόρημα, τινάζοντας στον αέρα όλη την παραφιλολογία που δημιούργησαν τα βιβλία του Μάριο Πούζο και οι ταινίες του Σκορτσέζε. Το εξαιρετικό εύρημα της πλοκής του είναι ότι ο Φρανκ/Τζοβάννι (ο οποίος δεν έχει διαβάσει ούτε ένα βιβλίο στη ζωή του), ανακαλύπτει μια παλιά γραφομηχανή Brother και αποφασίζει να γράψει τα απομνημονεύματά του. Σκηνή ανθολογίας το σημείο όπου ο Φρανκ αναρωτιέται σε τι ακριβώς χρησιμεύει η άνω τελεία και τη δοκιμάζει στην εξής φράση: να βλέπεις έναν εχθρό να ψοφάει είναι πολύ πιο γλυκό από το να αποκτάς έναν καινούργιο φίλο· ποιος χρειάζεται καινούργιους φίλους;
Καυστική σάτιρα με λεπτό χιούμορ
Στην εξέλιξη της ιστορίας, κάνουμε τη γνωριμία των δυο πρακτόρων του FBI, ντι Τσίκο και Καπούτο, και του προϊσταμένου τους Κουϊντιλιάνι, τους οποίους εξευμενίζει η Μάγκυ με πιάτα κλασικής ιταλικής κουζίνας, παρηγορώντας τους για την αναγκαστική ξενιτιά στη Γαλλία και τις αλλόκοτες συνήθειές της. Κι εδώ υπάρχει μια αστεία σκηνή όπου οι ιταλικής καταγωγής αμερικανοί πράκτορες περιγράφουν με βδελυγμία την ανατριχιαστική συνήθεια των Γάλλων να βάζουν βούτυρο στα φαγητά τους, αντί για αγνό και υγιεινό ελαιόλαδο. Το βιβλίο είναι γεμάτο μικρές κι αθώες λεπτομέρειες που σχολιάζουν τις πολιτισμικές διαφορές των δύο λαών και τονίζουν το σνομπισμό των Γάλλων. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της γραφής του Μπενακουίστα που συναντάμε σε όλα τα βιβλία του· κεντάει με πολύ προσοχή και χιούμορ τις μικρές συνήθειες των απλών ανθρώπων, τα φαγητά και τα ρούχα τους, τις εμμονές τους και τις γιορτές με τις οποίες διανθίζουν την καθημερινότητά τους.
Ο Μπενακουίστα θέλει να παίξει με την εξωραϊσμένη εικόνα του γκαγκστερισμού.
Η κλιμάκωση της πλοκής φτάνει όταν μετά από μια σειρά απίθανων συμπτώσεων, ο καταδικασμένος σε κάθειρξη 400 χρόνων Ντον Μιμίνο μαθαίνει πού κρύβεται ο προδότης Μαντζόνι και στέλνει δέκα επαγγελματίες εκτελεστές να τον σφάξουν και να τον γδάρουν. Οι Goodfellas περιγράφονται ως μάλλον Dumbfellas και φυσικά Badfellas, όπως είναι και ο τίτλος της αγγλικής μετάφρασης του βιβλίου. Το συγκεκριμένο κομμάτι της πλοκής ξεπέφτει σε στερεότυπα, αλλά σε γενικές γραμμές οι ήρωες μας ξαφνιάζουν με τις ανησυχίες τους: μικροί και μεγάλοι αναρωτιούνται για τη διαμάχη του καλού με το κακό, την τιμιότητα, την αφοσίωση και την προδοσία. Γράφει σε κάποιο σημείο ο Φρανκ: Η επιθυμία... Τις περισσότερες φορές είναι πιο αποτελεσματική από την απειλή.
Τα αποσπάσματα των απομνημονευμάτων του Φρανκ/Τζοβάνι είναι τα καλύτερα και συγχρόνως τα πιο προβληματικά κομμάτια του βιβλίου. Ενώ μέχρι τη μέση της πλοκής βοηθούν τον αναγνώστη να σχηματίσει μια σαφή εικόνα της προέλευσης της οικογένειας Μπλέηκ/Μαντζόνι, στο τέλος γίνονται ένας εύσχημος τρόπος για να κλείσει η πλοκή.
Το βιβλίο, που θα μπορούσε να έχει υπότιτλο «Ο Τόνυ Σοπράνο πάει Γαλλία», δεν διεκδικεί εύσημα αληθοφάνειας. Από την αρχή φαίνεται καθαρά ότι ο Μπενακουίστα θέλει να παίξει με την εξωραϊσμένη εικόνα του γκαγκστερισμού, κάτι που χάνεται στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου από τον Λυκ Μπεσόν. Στην ταινία του 2013, που έχει τίτλο The Family, πρωταγωνιστεί (φυσικά) ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, η Μισέλ Φάιφερ και ο Τόμυ Λη Τζόουνς.
Η επιτυχία της Επικίνδυνης Οικογένειας οδήγησε τον Μπενακουίστα στη συγγραφή ενός σίκουελ, κατά κάποιο τρόπο, το οποίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2010, με τίτλο Μελιτζάνες alla mafia, από τις εκδόσεις Modern Times (που είχαν κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 2008 την Επικίνδυνη Οικογένεια, με τίτλο Malavita).