Της Αργυρώς Μαντόγλου
Την Τζούμπα Λαχίρι τη γνωρίσαμε ως διηγηματογράφο με τη συλλογή Διερμηνέας Ασθενειών. Η κριτική της ματιά στον τρόπο «ενσωμάτωσης» των Ινδών μεταναστών στην αμερικανική κουλτούρα και στη δυσκολία εξισορρόπησης ανάμεσα σε δυο κόσμους, η ικανότητά της να δημιουργεί συνεκτικό αφηγηματικό κόσμο και χαρακτήρες ακόμα και μέσα στα περιορισμένα όρια της μικρής φόρμας αλλά και η λιτότητα της γραφής της, ώθησαν τους κριτικούς να τη συγκρίνουν με τον Κάρβερ ή ακόμα και τον Τσέχοφ χαρίζοντάς της το βραβείο Pulitzer.
Το πρώτο της μυθιστόρημα Η συνωνυμία διέπεται από ανάλογες αρετές, χωρίς να εκλείπει η δημιουργική σύζευξη του ατομικού με το συλλογικό, καθώς όλοι οι χαρακτήρες της είναι εν πολλοίς θύματα ή «προϊόντα» μιας μετατόπισης –γεωγραφικής ή ιδεολογικής– και ενός πολιτισμικού χάσματος που φαίνεται πως αργεί να γεφυρωθεί. Όταν δε το χάσμα μοιάζει να γεφυρώνεται, τα τραύματα του βίαιου (ψυχικού) ξεριζωμού παραμένουν ορατά και καθοριστικά για τις επόμενες γενιές.
Στο Εκεί όπου ανθίζουν οι υάκινθοι –Lowland, ο τίτλος του πρωτότυπου– η Λαχίρι τολμά κάτι ιδιαιτέρως φιλόδοξο: Παραμένοντας πιστή στα θέματά της γράφει μια οικογενειακή σάγκα με επικές προδιαγραφές, χωρίς ωστόσο να διαθέτει τίποτα το επικό. Επίσης, πειραματίζεται με τη φόρμα σε σημείο που θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ένα νέο είδος: τη «μεταμοντέρνα σάγκα». Κι αυτό εν μέρει οφείλεται στη δομή και στον τρόπο που χειρίζεται τον χρόνο προκειμένου να αποτυπωθεί τόσο η ιστορία όσο και ο εσωτερικός κόσμος μιας οικογένειας Ινδών από την Καλκούτα, παρακολουθώντας ταυτόχρονα (από απόσταση) τις πολιτικές μεταβολές και το παρασκήνιο που εν πολλοίς επηρέασε τη ζωή όλων των μελών της οικογένειας.
Εναλλαγή οπτικής γωνίας
Η Λαχίρι δεν επιλέγει τη γραμμική αφήγηση, προτιμά μια σπειροειδή διάταξη, όπου όλα εκκινούν, περιστρέφονται και επιστρέφουν σε ένα κομβικό γεγονός και την επίδραση του σε κάθε μέλος της οικογένειας ξεχωριστά.
Τρεις γενιές περνούν από τις σελίδες της, όλοι παίρνουν το λόγο και μας αφηγούνται τη δική τους εκδοχή. Η Λαχίρι επιλέγει μια σπειροειδή αφήγηση, όπου όλα εκκινούν, περιστρέφονται και επιστρέφουν σε ένα κομβικό γεγονός –μια πολιτική δολοφονία– και την επίδραση που αυτό έχει σε κάθε μέλος της οικογένειας ξεχωριστά. Όλοι θα διηγηθούν τη δική τους εμπειρία –ακόμα και ο νεκρός–, και η συγγραφέας, χωρίς να παίρνει η ίδια (φανερά) θέση, επανέρχεται ξανά και ξανά στην περιγραφή αυτής της δραματικής σκηνής, προσθέτοντας κάθε φορά και μια πληροφορία, μια λεπτομέρεια, έναν υπαινιγμό, ανάλογα το πρόσωπο και τη χρονική στιγμή που τη διηγείται. Ταυτόχρονα, μέσα από τις εναλλαγές της οπτικής γωνίας σε κάθε κεφάλαιο, πέρα από το δράμα της οικογένειας, σκιαγραφείται και το πορτρέτο της σύγχρονης Ινδίας, με τις ταραχές και τις πολιτικές ζυμώσεις κατά τη δεκαετία του εβδομήντα, καθώς εν τέλει κανείς –ακόμα και οι πλέον αμέτοχοι– δεν μένει ανέπαφος από τα γεγονότα.
Ο Ουντάγιαν, ο νεότερος των δυο αδελφών από την Καλκούτα, παρασύρεται από το ριζοσπαστικό αριστερό κίνημα των Ναξαλιστών που πήραν το όνομα από το Ναξαλμπάρι –ένα μικρό χωριό βόρεια τις Καλκούτας– όπου εξαθλιωμένοι αγρότες εξεγέρθηκαν ενάντια στην αστυνομία και στους μεγαλοκτηματίες το 1967, καλλιεργώντας το όνειρο μιας πανεθνικής εξέγερσης, με πρότυπο την επανάσταση του Μάο που προηγήθηκε στην Κίνα. Όταν ο Ουντάγιαν σκοτώνεται από την αστυνομία, ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Σουμπάς, υπεύθυνος αλλά και παθητικός –ο ίδιος δεν έχει καμία ανάμειξη με την πολιτική–, επιστρέφει στην Ινδία από τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου κάνει το μεταπτυχιακό του στην ωκεανογραφία για να συμπαρασταθεί στους γονείς του. Στο σπίτι βρίσκει την Γκαούρι, την έγκυο χήρα του αδελφού του και για να την προστατεύσει από την κακομεταχείριση των γονιών του την παντρεύεται και την φέρνει στο Ρόουντ Αϊλάντ. Η Γκαούρι φέρνει στον κόσμο ένα κορίτσι, την Μπέλα, ενώ ταυτόχρονα πασχίζει να κάνει δική της ακαδημαϊκή καριέρα στη φιλοσοφία. Κάποια στιγμή, όταν η κόρη της είναι μόλις δέκα ετών, την εγκαταλείπει προκειμένου να αφοσιωθεί στους δικούς της στόχους. Στο τέλος του μυθιστορήματος, όταν η Μπέλα είναι σχεδόν σαράντα, ο αναγνώστης θα έχει γνωριστεί με τέσσερις γενιές της συγκεκριμένης οικογένειας.
Η εκδίκηση του τραύματος
Πολιτική δράση, σεξουαλικότητα, ψυχικά τραύματα, καυτηριασμό του συναισθήματος και κυρίως του πένθους
Τα θέματα με τα οποία η συγγραφέας καταγίνεται είναι φορτισμένα: πολιτική δράση, σεξουαλικότητα, ψυχικά τραύματα, καυτηριασμό του συναισθήματος και κυρίως του πένθους, βίαιη αποκόλληση από αγαπημένους ανθρώπους. Ο πληγωμένος που πληγώνει ακόμα και αυτούς που αγαπάει περισσότερο –ακόμα και το ίδιο του το παιδί– επειδή δεν κατάφερε να ερμηνεύσει το τι έχει συμβεί. Τα μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς που δεν εγκαταλείπονται ακόμα και αν βρεθεί κανείς στην άλλη άκρη του κόσμου και οι συνέπειες του αγιάτρευτου πόνου, η εκδίκηση ενός τραύματος που δεν πρόλαβε να επουλωθεί. Η Μπέλα, η οποία μεγάλωσε σχεδόν αποκλειστικά από τον Σουμπάς, μοιάζει να έχει κληρονομήσει τη ριζοσπαστικότητα του βιολογικού της πατέρα και όχι την παθητικότητα του θετού γονιού της και γίνεται μια περιπλανώμενη αγρότισσα σε βιολογικές καλλιέργειες, ενώ συνέχεια ξυπνάει το τραύμα της εγκατάλειψης από τη μητέρα της, εντείνοντας το φόβο της για τη μητρότητα.
«Δαμασμένος» λυρισμός
Η 46χρονη Τζούμπα Λαχίρι ζει σήμερα στην Ιταλία.
|
Η Λαχίρι σε όλο το μυθιστόρημα «παίζει» με τα μυστικά και τα ψέματα και τις συναισθηματικές ανατροπές (Θα μάθει η Μπέλα για τους φυσικούς της γονείς; Ήταν ο Ουντάγιαν θύμα της βίας της αστυνομίας ή ένας παραπλανημένος ιδεολόγος που άσκησε και ο ίδιος βία σε αθώα θύματα;) Όμως, η μεγαλύτερη αρετή του μυθιστορήματος είναι η ακρίβεια των περιγραφών. Όταν η Λαχίρι ξεχνάει την πλοκή και εστιάζει στην περιγραφή μικρών ιδιωτικών στιγμών επιστρέφει στην ομορφιά των πρώτων της έργων: «Το μπράτσο του κρεμόταν από το κάγκελο, με το αναμμένο τσιγάρο στα δάχτυλά του. Τα μανίκια του πουκαμίσου του ήταν γυρισμένα προς τα επάνω, αποκαλύπτοντας τις φλέβες που έφταναν από τον καρπό ως το λύγισμα του αγκώνα του. Οι φλέβες προεξείχαν, και το αίμα μέσα τους ήταν γκριζοπράσινο, σαν μια μυτερή αψίδα κάτω από το δέρμα».
Επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες, στη βαθιά επίδραση που ασκούν κάποιες στιγμές...
Η γραφή της Λαχίρι διακρίνεται από την υπαινικτικότητα και τον «δαμασμένο» λυρισμό, αποφεύγοντας την υπερβολική δραματοποίηση. Με τη διαρκή κίνηση, τα χρονικά άλματα, μπρος πίσω στο χρόνο, μέχρι το τέλος του βιβλίου κάθε σημαντική αιφνίδια μεταβολή –θάνατος, προδοσία, βίαιο γεγονός– συμβαίνει στο παρασκήνιο και δίνεται ετεροχρονισμένα, κι από «δεύτερο χέρι». Αντιθέτως, όταν περιγράφει τις σχέσεις –σχέσεις ανάμεσα σε αδελφούς, συζύγους, παιδιά και γονείς– επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες και στη βαθιά επίδραση που ασκούν κάποιες στιγμές σε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή.
Επίσης –χωρίς εντυπωσιασμούς, αθόρυβα σχεδόν– στρέφει την προσοχή στην μετααποικιακή Ινδία όπου γεννιέται και το κίνημα των Ναξαλιτών: την τρομερή φτώχια και την απελπισία που οδήγησε πολλούς νέους ιδεαλιστές να δουν την επαναστατική βία και την αυτοθυσία ως μόνη λύση, το δράμα των γυναικών και των γονιών που μένουν πίσω, αλλά και το δράμα μιας γυναίκας, της Γκαούρι, που γεννήθηκε σε μια εποχή και σε μια χώρα που δεν είχε θέση για αυτή. Μιας γυναίκας που αναγκάστηκε να επινοήσει εκ νέου τον εαυτό της, πληρώνοντας το τίμημα της ελευθερίας της.
Jhumpa Lahiri
Μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου
Μεταίχμιο 2014
Σελ. 495, τιμή: € 15,93