Για τη συλλογή διηγημάτων της Δήμητρας Λουκά «Κόμπο τον κόμπο» (εκδ. Κίχλη).
Της Διώνης Δημητριάδου
Ο μόνος τρόπος για να αποκτήσουν ρεαλιστική μορφή οι ιστορίες που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο η Δήμητρα Λουκά είναι ο λιτός και τραχύς ήχος μιας γλώσσας που αντικατοπτρίζει τον τόπο που μιλιέται. Στην Ήπειρο θα μας μεταφέρει σ’ αυτή την πρώτη προσωπική της πεζογραφική κατάθεση για να δείξει ένα παρελθόν όχι και τόσο μακρινό (από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ως το βαρύ μετεμφυλιακό κλίμα) κι έναν τόπο όπου ακονίστηκαν με σκληρές πέτρες τα ήθη για να χαράξουν με τις κοφτερές τους γωνίες ανεξίτηλα σημάδια στο σώμα και στην ψυχή των ανθρώπων.
Με την προφορικότητα του λόγου άρτια δουλεμένη μέσα από τη χρήση της ντοπιολαλιάς, οι είκοσι δύο ιστορίες του βιβλίου φτιάχνουν εικόνες πόθου και εκδίκησης, ορφάνιας και θανάτου, αποκαλύπτουν μυστικά θαμμένα για χρόνια, απηχούν αδελφοκτόνο σπαραγμό, γδικιωμούς, ανίερες μείξεις που καταργούν τη συγγένεια.
Κι αν το πρόσωπο που αφηγείται δηλώνει με το εγώ της αφήγησης ότι η ιστορία το αφορά, διαισθανόμαστε πως πίσω από τη δική του φωνή ακούγονται και κάποιες άλλες, που με το δικό τους μερίδιο συμμετοχής μέσα σε μια ομάδα ομοειδών συμπεριφορών εκπροσωπούνται από το ένα πρόσωπο που μιλάει – πόσο βολική είναι η απομάκρυνση της προσοχής από την προσωπική ενοχή ή το προσωπικό πάθος! Δεν έχουμε όμως την αίσθηση πως όσα ιστορούνται είναι μοναδικές περιπτώσεις – δείγματα είναι που ξεχωρίζουν, γιατί έφτασε η ώρα να ειπωθούν οι αλήθειες τους.
Με την προφορικότητα του λόγου άρτια δουλεμένη μέσα από τη χρήση της ντοπιολαλιάς, οι είκοσι δύο ιστορίες του βιβλίου φτιάχνουν εικόνες πόθου και εκδίκησης, ορφάνιας και θανάτου, αποκαλύπτουν μυστικά θαμμένα για χρόνια, απηχούν αδελφοκτόνο σπαραγμό, γδικιωμούς, ανίερες μείξεις που καταργούν τη συγγένεια, αλλά και ξενιτιά και πόνο βαθύ μιας αναγκαστικής απομάκρυνσης από τα πατρογονικά σαν ο τόπος δεν σε χωράει πια. Άλλες ρεαλιστικές και γήινες κι άλλες να αγγίζουν έναν χώρο μεταφυσικό – μα ποιος νοιάζεται να διαχωρίσει το υπαρκτό από αυτό που ο μέσα τόπος δημιουργεί για να αντέξει το άχθος της ζωής;
Ο τόπος, η πατρίδα, ο μικρόκοσμος στον χάρτη, μοιράδι που του πέφτει του καθενός για να δεθεί μαζί του και να ριζώσει. Με την κλειστή κοινωνία που αρνείται να διακινδυνεύσει τη μακροημέρευσή της από την εισβολή του διαφορετικού – αρχέγονη συνθήκη επιβίωσης. Με την πατριαρχική φαμίλια και τους κανόνες της, τη σκληρή και άδικη ιδιότυπη «διαστρωμάτωση» στον πυρήνα της. Η γυναικεία φωνή μέσα της πνίγεται, ασφυκτιά και καταπίνει ακόμη και τον ψίθυρό της. Ή, σπάνια, επαναστατεί και διεκδικεί το μερίδιό της σε μια ζωή αξιοπρεπή κατορθώνοντας ίσα να ακουστεί σαν μάταιος ήχος καταδικασμένος εξαρχής, τίποτε άλλο, και μετά να βυθιστεί πάλι στη σιωπή ή να αποκοπεί από τον περίκλειστο χώρο, αποσυνάγωγη και κατακριτέα. Καθόλου τυχαία, βέβαια, οι φωνές που αφηγούνται τις ιστορίες τους στον βουβό ακροατή (ή θεατή τραγικού μονόπρακτου) είναι φωνές γυναικείας απόγνωσης που επιτέλους εν είδει εξομολόγησης σπάνε την πολύχρονη σιωπή τους, άλλοτε βγάζοντας στο φως μια ενοχή κι άλλοτε αρθρώνοντας το δίκιο τους, καταπνιγμένο κι αυτό μέσα στα χρόνια. Η λογοτεχνία τούς δίνει το βήμα για να μιλήσουν. Και κόμπο τον κόμπο, όπως δένονται τα νήματα για να υφάνουν το ένδυμα, έτσι και οι λέξεις τους φτιάχνουν την τοιχογραφία μιας εποχής, ενός τόπου, υφαίνουν τις μαρτυρίες μιας πολύπαθης ζωής.
Η Δήμητρα Λουκά έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής με την Αμάντα Μιχαλοπούλου και συμμετείχε στη συλλογική έκδοση Το μυστικό (εκδ. Καστανιώτη) με το διήγημα «Ο πειρασμός». |
Και η δημιουργός των ιστοριών; Σοφά αποφεύγει την παντογνωσία του συγγραφέα/αφηγητή και αφήνει τις φωνές να ακούγονται σαν θεατρικοί μονόλογοι, πρωτοπρόσωπες κραυγές ή αυθεντικοί ψίθυροι ενός εγώ καταπιεσμένου που λυτρώνεται με την εξιστόρηση. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα ήταν άστοχη. Θα αποτελούσε μια ακόμη ηθογραφική καταγραφή (όσο ατυχής κι αν θεωρείται σήμερα ο όρος) που πολύ θα απείχε από τον ζωντανό λόγο των ηρώων της. Η Λουκά γράφει δίνοντας την αίσθηση πως ακούει τους ήρωες να μιλούν και αφήνει τη φωνή τους να φτάσει ως εμάς· σαν να μην παρεμβαίνει καθόλου για να λειάνει τα λόγια τους. Η λιτότητα της μορφής των διηγημάτων, η απροσχημάτιστη αφέλεια και αθωότητα των προσώπων που αφηγούνται ακόμη και τρομερά σκηνικά σαν να μιλούν για την καθημερινότητα της ζωής τους, τέλος η γλώσσα που χρησιμοποιούν για να δώσουν υπόσταση σε όσα έχουν κρυμμένα μέσα τους, όλα αυτά είχαν ανάγκη τη μετωπική στάση του αφηγητή με όποιον ακούει, έτσι χωρίς μεσάζοντα.
Οι ιστορίες του βιβλίου είναι ξεχωριστές γιατί έχουν προσωπικότητα, κι αυτό γιατί τους την παρέχουν αβίαστα τα πρόσωπα που τις αφηγούνται. Το κάθε πρόσωπο ταυτίζεται με την ιστορία του ως δημιουργός της – ή έστω συνδημιουργός με τη συγγραφέα, για να επιβεβαιωθεί η δύναμη των μυθοπλαστικών χαρακτήρων να χαράσσουν την προσωπική τους πορεία κατευθύνοντας και τον δημιουργό που τους γέννησε.
Σώνεται, λοιπόν, ποτέ η μνήμη του αίματος; Καταργείται το δέσιμο με το παρελθόν; Στις περισσότερες ιστορίες το αίμα κυριαρχεί, είτε σαν δεσμός στενός είτε σαν αίμα φονικού από όπου κι αν χύνεται,
δίκαια ή άδικα.
Μνεία να γίνει στο εξαιρετικό εξώφυλλο (έργο της Μαρίας Οικονομοπούλου), που μπορείς να το δεις σαν πολλαπλές υφάνσεις που συγκροτούν μια εικόνα – χωρίς να αποφεύγεται μια συνειρμική σκέψη προς τα ξωτικά που στοιχειώνουν τη ζωή με την άυλη υπόστασή τους για να την κάνουν πιο βιώσιμη και πιο υποφερτή. Αλλά και σαν ρίζωμα του δέντρου με τα κλαδιά του να πολεμούν να φύγουν μακριά, έτσι όπως το λέει το πρόσωπο που αφηγείται στο διήγημα «Ρίζες»:
«Το μερτικό το δικό σ’ σ’ όλα τούτα είναι οι ρίζες σ’ μοναχά, αλλά ευτυχώς τα κλαριά του δέντρου, καθώς ψηλώνει, ξεμακραίνουν απ’ τις ρίζες που το γέννησαν και δεν τις λογαριάζουν γι’ αρχή. Μη γυρίσεις να τηράξεις ποτές πίσω σ’, παιδί μ’».
Σώνεται, λοιπόν, ποτέ η μνήμη του αίματος; Καταργείται το δέσιμο με το παρελθόν; Στις περισσότερες ιστορίες το αίμα κυριαρχεί, είτε σαν δεσμός στενός είτε σαν αίμα φονικού από όπου κι αν χύνεται, δίκαια ή άδικα. Κι αυτή είναι μια πραγματικότητα που δένει τα πρόσωπα και τις αφηγήσεις τους σε ένα ενιαίο σύνολο γραφής στα είκοσι δύο διηγήματα. Η ζωή τους, που μοιάζει τιμωρημένη από θεούς, από δαίμονες και από ανθρώπους, από τον τόπο τους τον ίδιο, από τον εαυτό τους που δεν μπόρεσε να αποσείσει από πάνω του τις βαθιές ρίζες του αίματος, είναι το κοινό τους θέμα.
«Εγώ έζησα ζωή τιμωρημένη, θα με σκιάξει ο θάνατος;»
Αυτή τη ζωή εξιστορεί η Δήμητρα Λουκά, κόμπο τον κόμπο κι η ίδια, όπως τα πρόσωπα που επέλεξε για να τους δώσει φωνή. Και το καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο. Η φωνή τους –όσο χαμηλή κι εξομολογητική– ακούγεται και συγκλονίζει.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα το έργο της Μαρίας Οικονόμοπούλου «In Between» (2008).