Του Νίκου Ξένιου
«Ζούμε υπό τη βασιλεία της δωροδοκίας των δημόσιων λειτουργών, μέσα στο βασίλειο της εύκολης συνείδησης, γονατισμένοι μπροστά στους μεγιστάνες». Γκυ ντε ΜωπασσάνΤο έργο του Μωπασσάν βάζει στο στόχαστρο τα σαθρά ήθη, τα γνωρίσματα νοσηρότητας και τα συμπτώματα μιας παρακμής που προοιωνίζεται το τέλος της ακμάζουσας αστικής τάξης του δέκατου ένατου αιώνα.
Aσυγκράτητος ματεριαλισμός (υλοποιημένος στην οικοδόμηση του Πύργου του Άιφελ, ενάντια στην οποία είχε ταχθεί), ανάγκη στοιχειοθέτησης και υποστήριξης μιας απαστράπτουσας καριέρας, αποθέωση του ατομικού συμφέροντος, να τα παραδεδεγμένα από τον Μωπασσάν κίνητρα των ανθρώπινων πράξεων. Αυτά κινούν τους ήρωές του μηχανικά, από την ιδιωτική σφαίρα έως τον στίβο του αγοραίου έρωτα, τη σύναψη επιφανειακών σχέσεων συμφέροντος κι εκμετάλλευσης, μέχρι και την ετοιμόρροπη δόμηση της πολιτικής τους σταδιοδρομίας. Ψευδεπίγραφος καθωσπρεπισμός και κενότητα, σε συνδυασμό με ματαιοδοξία και μεγαλομανία, συμπλέγματα κατωτερότητας που μετεξελίσσονται σε κατασκευή κοινωνικού προσωπείου, να τα κύρια γνωρίσματα του bourgeois και του επίδοξου bourgeois στον μυθιστορηματικό κόσμο του Μωπασσάν.
Ο Μωπασσάν περιορίζεται στο να παρατηρεί και να αποδίδει με μάτι «αντικειμενικό» τη σκληρότητα και το παράλογο της ζωής: δεν προτίθεται να είναι διδακτικός, ούτε και να προσφέρει ψεύτικες παραμυθίες στο απελπιστικό σκηνικό που στήνει στα βιβλία του, απλώς το καταδεικνύει
Οι χαρακτήρες αυτοί και οι αντίστοιχες μορφές συμπεριφοράς, αρθρωμένες σε άψογους διαλόγους που αντλούν τεχνοτροπικά γνωρίσματα από τον Νατουραλισμό, έρχονται σε κατάφωρην αντίθεση με τις ευρωπαϊκές λογοτεχνικές εμμονές περί ανθρωπισμού, ενώ η φιληδονία, ο τυχοδιωκτισμός, η ιδιοτέλεια, η ευπιστία ως απόρροια εντυπωσιακής κενότητας, η χύδην κοσμική ωραιολογία και σκατολογία, η επιτήδευση και ο δημοσιογραφικός αμοραλισμός, η υποκρισία του αστικού γάμου, η διπροσωπία του κλήρου και η συνειδησιακή ευτέλεια του επαρχιώτη είναι τα κυρίαρχα γνωρίσματα των ανθρώπινων τύπων που αναδύονται από τις σελίδες του. Τέλος, βαθιά απαισιοδοξία σχετικά με την ύπαρξη του Θεού, τη φύση και το μέλλον της ανθρωπότητας: αυτή, σε συνάρτηση με το απρόσωπο αφηγηματικό του ύφος δημιουργεί την αίσθηση ελλιπούς ηθικής συγκρότησης - γι’αυτό άλλωστε τον αιτιάται και ο Τολστόι. Τουναντίον, ο Μωπασσάν περιορίζεται στο να παρατηρεί και να αποδίδει με μάτι «αντικειμενικό» τη σκληρότητα και το παράλογο της ζωής: δεν προτίθεται να είναι διδακτικός, ούτε και να προσφέρει ψεύτικες παραμυθίες στο απελπιστικό σκηνικό που στήνει στα βιβλία του, απλώς το καταδεικνύει. Υπό αυτήν την έννοια είναι ακραιφνής ρεαλιστής και κυρίως σνομπ: θα ονομάσει το γιωτ του “Bel Ami” και θα κάνει κρουαζιέρες στη Μεσόγειο, απ΄όπου και θα εμπνευσθεί τα βιβλία του Στον ήλιο (1884), Στο νερό (1888) και Η ζωή ενός περιπλανώμενου (1890).
«Ο Φιλαράκος είμαι εγώ»
Ο Φιλαράκος (Bel Ami, 1885) είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του. Το έργο παρουσιάζει με απολαυστικές λεπτομέρειες την αναρρίχηση ενός γόητα χαμηλής καταγωγής στις υψηλές βαθμίδες της παρισινής κοινωνίας, μέσω της αμείλικτης εκμετάλλευσης γυναικών. Καμιά μορφή θεϊκής ή ανθρώπινης δικαιοσύνης δεν επιρρίπτεται στον Ντυρουά, ένα πρώην ουσάρο που υπηρέτησε στην Αλγερία, έναν Ιάγο που χρησιμοποιεί το σεξ και την κοινωνική υποκρισία για να στήσει το ετοιμόρροπο προφίλ του συντάκτη και του πολιτικού. Τυχοδιώκτης και κοσμικός καρδιοκατακτητής όπως είναι, αισθησιακός αλλά δίχως ηθική συγκρότηση, παντρεύεται για να εξαπατήσει και να ελιχθεί, κάνει έρωτα για να αντλήσει εξουσία και σταδιακά κατακτά την υψηλή κοινωνία του Παρισιού χειραγωγώντας μια σειρά από ερωμένες του, «μπατιστένιες απ’ τα σαλόνια»[1], κινούμενος στους κύκλους των μεγαλοαστών και ακολουθώντας τις συμβουλές του παλιού του φίλου Φορεστιέ και της συζύγου του Μαντλέν. Αφού προσεγγίσει το ζεύγος και καρπωθεί τον θάνατο του Φορεστιέ κατακτώντας τη Μαντλέν, θα δεχθεί τις επιθέσεις του κακεντρεχούς κοινωνικού περίγυρου σχετικά με την ανικανότητά του να συντάξει κείμενα χωρίς τη βοήθειά της και θα αποκαλυφθεί μέσα στη ρηχότητά του. Εμπνεόμενος από τη συμπεριφορά της γαλλικής μπουρζουαζίας, τον γαλλοπρωσσικό πόλεμο και την κοσμική ζωή του Παρισιού, ο Μωπασσάν μιλά σ’ αυτό το βιβλίο για τον γάμο, που γι’ αυτόν «δεν είναι μια αλυσίδα, αλλά μια ανθρώπινη σχέση», μιλά για την ανάγκη του να είναι ανεξέλεγκτος, για τη φυσική του ανεξαρτησία, και βάζει τα λόγια αυτά στο στόμα της ηρωΐδας του.
Μεγάλος εικονοκλάστης, ο Μωπασσάν καταφέρεται, επίσης, στον αβάσιμο εθνικισμό των Γάλλων του όψιμου δέκατου ένατου αιώνα, στις μιλιταριστικές τους πρακτικές και στην αποικιοκρατική υπεροψία και αναλγησία τους
Στο πρωϊμότερο αφήγημά του Η Διαθήκη θέτει επί τάπητος την υποκρισία και την ιδιοτέλεια στο πλαίσιο ενός φθαρμένου γάμου, με αφόρμηση την κληρονομιά που αφήνει στη σύζυγο ένας πρώην θαυμαστής της. Ο σύζυγος παριστάνεται να τρώει κόκκινη σάλτσα φορώντας λευκή πετσέτα φαγητού στον λαιμό και παραπέμποντας, εικαστικά, στους αποκεφαλισμένους αστούς και στη λαιμητόμο. Έτσι ο Μωπασσάν "καυτηριάζει τον φαρισαϊσμό που κρύβεται κάτω από την κρούστα της αστικής ευπρέπειας"[2]. Η Διαθήκη δεν εντάχθηκε στις συλλογές διηγημάτων του αφού ένα χρόνο αργότερα ενσωματώθηκε με κάποιες μετατροπές στον Φιλαράκο. Μεγάλος εικονοκλάστης, ο Μωπασσάν καταφέρεται, επίσης, στον αβάσιμο εθνικισμό των Γάλλων του όψιμου δέκατου ένατου αιώνα, στις μιλιταριστικές τους πρακτικές και στην αποικιοκρατική υπεροψία και αναλγησία τους. Ο ήρωας του Φιλαράκου είναι ένας αδίστακτος δολοφόνος που στην Αλγερία, εκτός της λαβίδας του Νόμου και απόλυτα ανεξέλεγκτα δολοφονεί αφρικανούς ιθαγενείς για να καρπωθεί την ιδιοκτησία τους. Η πολιτική αισχύνη για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας είναι ολοφάνερη, τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στα δημοσιεύματα του Μωπασσάν, που προσλαμβάνουν, έτσι, τον χαρακτήρα του δημόσιου κατηγορώ. Πίσω από την καταγγελία του ο συγγραφέας δείχνει να ασπάζεται την άποψη πως όλο το μοντέλο του αστικού πολιτισμού που βρισκόταν στην ακμή του διαπνέεται από τα χαμερπή κίνητρα της κοινωνικής ανόδου και του πλούτου, τη στιγμή που οι εκπρόσωποί του κόπτονται για τη χριστιανική και ανθρωπιστική συγκρότησή του. Κρίνοντας ένα τόσο σαθρό αξιακό σύστημα, δομεί ένα χαρακτήρα επιρρεπή στη διάβρωση, που παραμένει -ωστόσο- γοητευτικός και θελκτικός[3]. Γι’αυτό και το κείμενο του Φιλαράκου παραμένει επίκαιρο και ενδιαφέρον, ιδίως στην άψογη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου.
Η εξέλιξη του αφηγητή
Η γενικευμένη απαισιοδοξία του Μωπασσάν θα τον οδηγήσει σε έκλαμψη παρατηρητικότητας και αυτή θα προσδώσει αναγνωρίσιμα τεχνοτροπικά γνωρίσματα στα κείμενά του παράλληλα με τα στάδια επιδείνωσης των συμπτωμάτων της σύφιλης που τον κατέτρυχε τα τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής του: στα πρώτα του κείμενα είχε υπάρξει σαρκαστικός και εξαπέλυε πολεμική (Ο Οίκος Τελιέ, 1881, Η δεσποινίς Φιφί, 1882), ακολούθησε μια περίοδος πονεμένης παραδοχής της ανθρώπινης μοίρας (Μια ζωή, μυθιστόρημα, 1883), μια φάση αναζήτησης της καλωσύνης και της αρετής (Δεσποινίς Αριέτ, 1884) και στροφής στους αναξιοπαθούντες αυτής της ζωής (Κύριος Παράν, 1885), τέλος μια συγγραφική έξαρση τριάντα διηγημάτων εμπνευσμένων από την υπαρξιακή αγωνία, την ιχνηλάτηση του άφατου και τη μεταφυσική αναζήτηση, συχνά υπό έντονη διάθεση αυτοχειρίας (Ο φόβος, Εκείνος;, Μοναξιά, Ο Οξαποδώ) Με τον Φιλαράκο και με το Δυνατός όπως ο θάνατος ο συγγραφέας θα καθιερωθεί και το Παρίσι της «μπελ επόκ» θα τον αποθεώσει. Στο εξής, γράφοντας: «Ο Φιλαράκος είμαι εγώ» θα μιμηθεί τον Φλωμπέρ, που στάθηκε άλλωστε και το στιλιστικό του πρότυπο.
Ο ήρωάς του δεν είναι κάποιος αδίστακτος κυνικός, παρά ένας αιθεροβάμων, υπέρ το δέον ρομαντικός χαρακτήρας με χαμηλή αυτοεκτίμηση, στον οποίον οι καθρέφτες αποκαλύπτουν το αστικό ένδυμα ως περίβλημα εσωτερικών ποιοτήτων
Ο συγγραφέας ανιχνεύει τις παγίδες και τις βαθμιαίες εξαπατήσεις που εγκυμονεί ο πολιτισμός της νεόδμητης αστικής ζωής της πρωτεύουσας, επιλέγοντας ως πρωταγωνιστή έναν απόβλητο, κάποιον που δύσκολα θα ενταχθεί σ’ αυτήν δια της νόμιμης οδού. Ως εκ τούτου, ο ήρωάς του δεν είναι κάποιος αδίστακτος κυνικός, παρά ένας αιθεροβάμων, υπέρ το δέον ρομαντικός χαρακτήρας με χαμηλή αυτοεκτίμηση, στον οποίον οι καθρέφτες αποκαλύπτουν το αστικό ένδυμα ως περίβλημα εσωτερικών ποιοτήτων. Χωρίς να προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις, ο συγγραφέας πραγματεύεται τόσο την αγωνία του φαίνεσθαι όσο και την αγωνία της σύνταξης ενός άρτιου αφηγηματικού κειμένου: ο ήρωάς του φιλοδοξεί αρχικά να πλουτίσει ως συντάκτης και αυτό είναι αδύνατον, εφόσον δεν έχει το παραμικρό τάλαντο για κάτι τέτοιο. Η υποτίμηση των υπόλοιπων αστών παραγνωρίζει την πραγματική εκτίμηση των δικών του δυνατοτήτων, ως εκ τούτου θέμα της όλης αφήγησης είναι μια κατάφωρη αδικία, ένα ανεπίτρεπτο είδος ανταμοιβής ικανοτήτων και ποιοτήτων που είναι χαλκευμένες: σε αυτό συνίσταται η «καταγγελία» του συγγραφέα, μοναδικά λιτή ως προς τα εκφραστικά μέσα, αλλά και δοσμένη με αναλυτικές πινελιές και λεπτομέρειες, σχεδόν μιαν ανάπλαση της καθημερινότητας της εποχής του, των χρωμάτων, των εικόνων και των ήχων. Ένα στάδιο ρεαλισμού πέρα από την τρέχουσα πραγματικότητα δηλαδή, μια πραγματικότητα «επιλεγμένη και εκφραστική»[4] που αντικρούει την μέχρι την εποχή του αφηγηματική παράδοση.
Ένας συγγραφέας αληθινός σαν τον ήρωά του
Ευγενούς καταγωγής, γεννημένος στο Σατό ντε Μιρομενιέλ, ο Γκυ ντε Μωπασσάν (1850-1893) περνά την παιδική του ηλικία στη Νορμανδία. Μετά το διαζύγιο των γονέων του φοιτά στη Ρουέν και στην εφηβεία του επιδίδεται στην ποίηση. Ήδη από τα πρώτα του διηγήματα τηρεί τη στυλιστική ακρίβεια του Φλωμπέρ, στον λογοτεχνικό κύκλο του οποίου έχει ενταχθεί μετά τα είκοσί του, ακολουθώντας τον αδελφό του στο Παρίσι για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή της Σορβόνης. Γνωρίζεται με τους Ζολά, Ισμάν,Τουργκένιεφ, Χένρι Τζέημς, όμως η επιρροή του Φλωμπέρ είναι η πλέον καθοριστική για την εξέλιξη του Μωπασσάν σε μεγάλο συγγραφέα. Στη δεκαετία του 1880 ολοκληρώνει 300 διηγήματα, έξι μυθιστορήματα, τρία ταξιδιωτικά βιβλία και μια ποιητική συλλογή[5]. Το πρώτο μυθιστόρημά του: Μια ζωή (1883), αφορά τη ζωή της νορμανδής Ζαν Ντελαμάρ, που η καλωσύνη της είναι και η καταστροφή της. Κατά βάσιν τυχοδιώκτης και bon viveur, ο Μωπασσάν περνά ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του στην Κορσική, στην Τυνησία, στην Αλγερία, στη Σαχάρα, στην Ιταλία, στη Σικελία, στην Αγγλία. Υπογράφει με το ψευδώνυμο Γκυ ντε Βαλμόν άρθρα στις εφημερίδες Le Figaro, Gil Blas, Le Gaulois και l'Écho de Paris. Πεθαίνει από σύφιλη σε ηλικία σαράντα τριών ετών, στις 6 Ιουλίου του 1893.
Πολλές κινηματογραφικές ταινίες βασίστηκαν σε έργα του, όπως το αριστούργημα του Ζαν Ρενουάρ Une partie de campagne (1936), το έργο του Κρισιάν Ζακ Boule de Suif (1945, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα), η ταινία του Μαξ Όφιλς Le plaisir 1952), η ταινία του Εντουάρντο ντα Φιλίπο Mari et femme, (1952), το επεισόδιο Il lavoro της ταινίας Boccaccio (1979) σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι, η ταινία Masculin Féminin (1965) του Ζαν Λυκ Γκοντάρ και η ταινία Rosalie (1966) του Βαλέριαν Μπορόβζικ. Ο Φιλαράκος μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Ουμπέρτο Παζολίνι. Ο Μωπασσάν υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους του 19ου αιώνα, της ιστορικής περιόδου όπου άνθησε η πεζογραφία ως μέσο προώθησης αλλά και ελέγχου της ιδεολογίας της αστικής τάξης, που πλέον μεσουρανούσε στην Ευρώπη. Τα ρεαλιστικά αφηγήματά του είναι βαθιά ριζωμένα στο ιστορικό τους περιβάλλον, προσφέροντας μια χαρακτηριστική γεύση από το σκανδαλώδες κλίμα εκείνης της παρακμιακής εποχής, του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα. Γνήσιος φωτογράφος της ανθρώπινης ψυχής και κυρίως της ψυχοσύνθεσης του ανερχόμενου αστού, ο Μωπασσάν παραμένει ένας από τους μεγάλους ρεαλιστές στην ιστορία της δυτικής πεζογραφίας, στη γραμμή που εγκαινιάστηκε με το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου και έφτασε ως τον Τουργκένιεφ, τον Τολστόι, τον Τζέιμς, τον Κόνραντ και τον Πιραντέλλο.
Ο Φιλαράκος
Γκυ ντε Μωπασσάν
Μτφρ: Άρης Αλεξάνδρου
Γκοβόστης 2014
Σελ. 384, τιμή € 15,00