Του Νίκου Ξένιου
Στο μυθιστόρημα 14 (εκδ. Ίκαρος), με γλώσσα ιδιότυπη και σύνταξη δαιδαλώδη, που –όμως– συνθέτουν ένα ευκρινέστατο μητρώο χαρακτήρων, ο γάλλος Ζαν Εσνόζ εξορύσσει συγκεκριμένο συνειδησιακό υλικό για να πλάσει τους ήρωές του, ενώ με πλάγιο βλέμμα στις ζωές τους τις εντάσσει στην ιστορική πραγματικότητα της ταραγμένης έναρξης του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου.
Στην περιοχή Vendée, μιαν ηλιόλουστη μέρα του Αυγούστου του 1914, σε τοπίο «αναμφιβόλως ευχάριστο», ο εικοσιτριάχρονος Αντίμ[1] κάνει ποδήλατο, όταν ένας «βροντώδης άνεμος» και το καμπαναριό προαγγέλλουν την επιστράτευση. Έτσι, εκείνο το καλοκαίρι σταδιακά θα αναδείξει το γκρίζο, εφιαλτικό του πρόσωπο και τα χρώματα θα σκοτεινιάσουν.
«Το ματωμένο λάβαρο υψώθηκε…»[2]
Η γλώσσα του μυθιστορήματος αποκτά το ελληνικό σύστοιχό της στην μοναδικής ακρίβειας μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, που υιοθετεί λόγια στοιχεία στην υπηρεσία του ιδιολέκτου του συγγραφέα
Η προετοιμασία των πολεμιστών και η παρέλασή τους παραπέμπουν στη νωπογραφία του Άλμπερτ Χέρτερ «Η αναχώρηση των φαντάρων»[3], που είναι αντιπροσωπευτικός εκείνης της ημέρας. Για κάθε υποψήφιο στρατιώτη ο πόλεμος θα σημάνει και κάτι διαφορετικό: σ’ αυτόν τον πόλεμο όλοι, ο Αντίμ, ο Παντιολό, ο Μποσίς, ο Αρσενέλ και ο Σαρλ, ο αδελφός τού Αντίμ, είτε θα τραυματισθούν σοβαρά είτε θα πεθάνουν. Πρόκειται για μια σοβαρότατη δήλωση απώλειας που κάνει ο Εσνόζ -όπως και ο Κιούμπρικ στους «Σταυρούς στο Μέτωπο»-, αποτίοντας φόρο τιμής στα άδηλα θύματα του παραλογισμού των Αρδενών.
Η γλώσσα του μυθιστορήματος αποκτά το ελληνικό σύστοιχό της στην μοναδικής ακρίβειας μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, που υιοθετεί λόγια στοιχεία στην υπηρεσία του ιδιολέκτου του συγγραφέα, ανακαλύπτει τη σύνταξη της Ελληνικής που αντιστοιχεί στο κοπιώδες γαλλικό πρωτότυπο, αντικαθιστά τετριμμένες λέξεις με άλλες, προσεκτικά επιλεγμένες και μεταφέρει τον ασθματικό ρυθμό της σκληρής αφήγησης αποδίδοντας πλήθος γαλλισμών χωρίς να πλήξει τον λυρισμό του κειμένου.
Βουτιά στο ασυνείδητο
Δίχως να κωφεύει στον ήχο των μαχών, στο κλάμα και στην οδύνη, ή να εθελοτυφλεί στα περιστατικά που συνθέτουν την κοινή εμπειρία του πολέμου, ο συγγραφέας επιλέγει να εστιάσει χαμηλόφωνα, λακωνικά, στην ενηλικίωση των ανδρών, όπως αυτή πραγματοποιείται τελετουργικά στο επίκεντρο της Ιστορίας. Γιατί η Ιστορία είναι ένας σεισμός, που ανατρέπει τα πάντα και αναταξινομεί τα πάντα: τον «ρόγχο του μαχαιριού», το κουδούνισμα των κουταλιών στη σούπα από σταμναγκάθι, την πτήση του κουνουπιού, τον βαρύ γυλιό της στρατιωτικής εξάρτυσης, τον ήχο της αναπνοής, τα χρώματα των ρούχων, τις προσδοκίες των ανθρώπων. Η άνοιξη έχει έλθει, η αναμονή εντείνεται, πέντε άνδρες βρίσκονται στο μέτωπο, ενώ η Μπλανς περιμένει την επιστροφή δύο εξ αυτών.
Στο μεταξύ, ο τόσο ανθρώπινος Αρσενέλ, με το δέλεαρ των ανθισμένων λουλουδιών μπροστά του να τον παρασύρει, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη θανατική του καταδίκη επί λιποταξία. Το τέλος του Παντιολό και του Μποσίς προστίθεται στην απόγνωση και τη μοναξιά που παράγει ο πόλεμος, συγκαταλέγεται στα ευρήματα της λάσπης των χαρακωμάτων. Αλλά και το κομμένο χέρι του νεαρού Αντίμ έρχεται να ενταχθεί στο ψηφιδωτό της φρίκης, χωρίς τους παιάνες που θα προσέδιδε στην αναπηρία μια πιο τετριμμένη αφήγηση. Η διάψευση της αρτιμέλειας επικρέμαται ως φάσμα, σαν να καλείται ο αναγνώστης να αναπληρώσει με τη φαντασία του τη σωματική υπόσταση του απολεσθέντος μέλους. Στο βιβλίο αυτό ο ακρωτηριασμός ισοδυναμεί με επανένταξη στο τοπίο της ειρήνης, και αυτό είναι μια κατάθεση/δήλωση του συγγραφέα, που διαρκώς και ενσυνείδητα αφαιρεί από τον πίνακά του τις οχληρές λεπτομέρειες.
Στο βιβλίο αυτό ο ακρωτηριασμός ισοδυναμεί με επανένταξη στο τοπίο της ειρήνης, και αυτό είναι μια κατάθεση/δήλωση του συγγραφέα, που διαρκώς και ενσυνείδητα αφαιρεί από τον πίνακά του τις οχληρές λεπτομέρειες
Η πένα του Εσνόζ ανακατανέμει στις σωστές τους διαστάσεις τις εικόνες και τις «διαστάσεις της πόλης, που έχει εξ αναρροφήσεως εκκενωθεί από τους άνδρες της», ανατρέχοντας στην εμπόλεμη συνθήκη του μυθιστορήματος Eνενήντα τρία του Βίκτορος Ουγκό[4] και θεσπίζοντας διάλογο ανάμεσα στα δύο κείμενα, καθώς και στoυς Σουάν του Μπαλζάκ[5]. Το ανέκκλητον του θανάτου δίνεται με τη διαδρομή της σφαίρας που διαρρηγνύει το δεξί μάτι και βγαίνει πίσω από το αφτί, ανελέητα, με αδιόρατη ειρωνεία και εμφαντικά σιωπηρή αγριότητα, σαν κάμερα ασυνειδήτου που γυρνοφέρνει στα εφιαλτικά, δαιδαλώδη παραπήγματα της ανθρώπινης κακουργίας. Και με την ανανοηματοδότηση της παρουσίας των ζώων στην ανθρώπινη κατάσταση, όταν σε κατατρώγουν οι ψείρες και όταν -με μιαν απλή κίνηση έμπειρου χασάπη- κόβεις τα πλευρά μιας ολοζώντανης αγελάδας για να φας, αφήνοντάς την να σφαδάζει από πόνο. Η επιλογή των σκηνών είναι μια ταινία σύγχρονη, ζοφερή, που σκαριφά χίλιες επιμέρους εικόνες μιας τεράστιας, σαρκοφαγικής τοιχογραφίας.
Τόνοι χαμηλοί, ελεγειακοί
Μετά τη ζωή του συνθέτη Μωρίς Ραβέλ (Ravel), τη βιογραφία του Εμίλ Ζατοπέκ (Courir) κι εκείνη του Νικολά Τέσλα (Des éclairs), ο Εσνόζ στο «14» ολοκληρώνει τη μελαγχολική του παλέτα με τα πορτραίτα κάποιων αγνώστων. Αποφεύγοντας τις τραγικές εμφάσεις, ελεγειακά και όχι επικά, ο συγγραφέας βάζει τη φύση να μετέχει στο δράμα[6]. Με ταπεινό τόνο ξαναγράφει αυτήν τη θλιβερή «και δύσοσμη όπερα» που, όπως λέει ο ίδιος, «έχει γραφεί χίλιες φορές», χωρίς τα απωθητικά χαρακτηριστικά της όπερας καθεαυτήν. Το κάνει αυτό χωρίς κυνισμό, αλλά με υποδόριο σαρκασμό απέναντι στη ματαίωση των ανθρώπινων σχεδίων για την Ευτυχία.
Στον ίδιον θεματικό ορίζοντα όπου κινήθηκαν ο Χέμινγουεϊ (Αποχαιρετισμός στα Όπλα), ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον), ο Μωρίς Ζενεβουά (Εκείνοι του ’14), ο Μπλαιζ Σαντράρ (Η πρόζα του Υπερσιβηρικού και της μικρής Ιωάννας της Γαλλίας) που επίσης έχασε το χέρι του στο μέτωπο, ο Ανρί Μπαρμπίς (Γράμματα στη σύζυγο, 1914-1917), ο Λουί-Φερντινάν Σελίν (Ταξίδι στην άκρη της νύχτας), ο Μαρκ Ελντέρ (Οι θαλασσινοί) αλλά και τόσοι άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και ο ημέτερος Στράτης Μυριβήλης (Η ζωή εν τάφω), ωστόσο ευαίσθητος στους μικρούς ήχους, στα ανεπαίσθητα αρώματα και στις άδηλες λιτανείες των νεκρών, εκατό χρόνια μετά την έναρξη του πιο δολοφονικού πολέμου της νεώτερης εποχής, ο Εσνόζ καταθέτει τη δική του ψηφίδα στην αντιπολεμική λογοτεχνία, αναδεικνύει τα τραύματα του Άγνωστου Στρατιώτη και καταγγέλλει τις μεγαλοστομίες περί ειρήνης και εξανθρωπισμού.
[1]«sujet de taille moyenne et au visage commun»
[2] Ο στίχος είναι αντλημένος από τον τέταρτο στίχο της «Μασσαλιώτιδας».
[3] Ο πίνακας αυτός του αμερικανού ζωγράφου, που τόσο αγαπήθηκε από τους Γάλλους, έχει τίτλο «Le depart des poilus», υπαινισσόμενος την ανδροπρεπή, «τριχωτή» κατατομή, δηλαδή την επαρχιώτικη καταγωγή των νεοσύλλεκτων φαντάρων. Ήταν αφιερωμένος στον γιο του, που σκοτώθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.
[4] Το εν λόγω μυθιστόρημα, τελευταίο του Βίκτορος Ουγκό, αναφέρεται στην Κομμούνα του Παρισιού του 1871.
[5] Στους Chouans o Balzac κάνει γεωγραφική αναφορά στην περιοχή αυτή της Γαλλίας, την Vendée, όπου και ο Hugo τοποθετεί τη σύγκρουση, στο μυθιστόρημά του Quatrevingt treize που κουβαλά μαζί του ο Αντίμ, ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας του Echenoz: οι καμπάνες ηχούν την έναρξη των εχθροπραξιών με τον ίδιο-διακειμενικό- τρόπο.
[6]«...comme un amendement mineur donne sa force à une loi, un point de couleur opposée décuple un monochrome, une infime écharde confirme un lissé impeccable, une dissonance furtive consacre un accord parfait majeur ».
14
Jean Echenoz
Μτφρ: Αχιλλέας Κυριακίδης
Ίκαρος 2014
Σελ. 112, τιμή € 13,00