Του Γιώργου Λαμπράκου
«Αυτή θα είναι μια ιστορία τρόμου. Θα είναι μια αστυνομική ιστορία, ένα αφήγημα μαύρης λογοτεχνίας και τρόμου. Όμως δεν θα μοιάζει τέτοιο. Δεν θα μοιάζει επειδή η αφηγήτρια είμαι εγώ. Αυτός που μιλάει είμαι εγώ και δεν θα μοιάζει τέτοια. Όμως κατά βάθος είναι η ιστορία ενός απάνθρωπου εγκλήματος».
Από τις πρώτες προτάσεις του Φυλαχτού καταλαβαίνουμε πως μάλλον δεν θα ακολουθήσει μια οποιαδήποτε αφήγηση. Ο συγγραφέας, Ρομπέρτο Μπολάνιο, αυτός ο περίφημος δυσλεξικός αλήτης της σύγχρονης λογοτεχνίας, που δικαίως έγινε αγαπητός και στη χώρα μας, στρώνει εξαρχής τους όρους του παιχνιδιού του: ορίζει τι είδους ιστορία θα διαβάσουμε, ορίζει ποιος θα μας την αφηγηθεί, ορίζει και ένα έγκλημα. Ωστόσο, θα ορίσει μαζί και την αοριστία, αφού η αφηγήτρια σπεύδει στη συνέχεια να διασαλεύσει αυτά που μόλις έχει βεβαιώσει.
Μια φτωχή μαικήνας
Ο Μπολάνιο στρώνει εξαρχής τους όρους του παιχνιδιού του: ορίζει τι είδους ιστορία θα διαβάσουμε, ορίζει ποιος θα μας την αφηγηθεί, ορίζει και ένα έγκλημα
Η αφηγήτρια Αουξίλιο Λακουτύρ θα μας αφηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο ένα μέρος της προσωπικής ιστορίας της, ένα μέρος της ιστορίας της νεότερης λατινοαμερικάνικης ποίησης (και ιστορίας), και μαζί ένα μέρος της ιστορίας της νεότερης παγκόσμιας λογοτεχνίας (αφού υποστηρίζει πως έχει τη δύναμη να προφητεύει το μέλλον των βιβλίων του 20ού αιώνα, κάτι που όντως δοκιμάζει). Έχει κατορθώσει να κάνει το μικρό της όνομα, Αουξίλιο, και πράγμα: να βοηθά τους νέους ποιητές του Μεξικού. Αν και Ουρουγουανή, βρίσκεται στο Μεξικό και επαναλαμβάνει διαρκώς, για να μην το ξεχνάμε ούτε εμείς ούτε κι εκείνη («Εγώ είμαι η μνήμη»), πως είναι η «μητέρα της μεξικάνικης ποίησης». Την ίδια άποψη έχουν και οι ποιητές, αφού αν καμιά φορά αναγκάζεται να φύγει από εκεί που κάθονται όλοι μαζί, της λένε: «μη φεύγεις, γυναίκα με τη θαυμάσια συζήτηση».
Η Αουξίλιο φτάνει τη δεκαετία του 1960 στο Μεξικό, χωρίς να ξέρει την ακριβή χρονολογία (ο Μπολάνιο αρέσκεται στη ρευστότητα, στα διφορούμενα, στα είτε/είτε, γι’ αυτό και τόσο συχνά, όχι μόνο στο Φυλαχτό αλλά και σε άλλα βιβλία του, χρησιμοποιεί το διαζευκτικό «ή»). Η γυναίκα αυτή, που μας κρύβει την ηλικία της («είμαι ηλικίας σαφώς ασαφέστατης»), αγαπά τη λογοτεχνία, αγαπά και τους άνδρες (της λογοτεχνίας), και αποφασίζει να στηρίξει τις δύο μεγάλες της αγάπες (μεταξύ άλλων, αγαπά και «την ελληνική λογοτεχνία, από τη Σαπφώ μέχρι τον Γιώργο Σεφέρη»!). Είναι μια φτωχή μαικήνας, μια αδύναμη προστάτιδα, μια περιθωριακή στο κέντρο των εξελίξεων (οξύμωρα που ισχύουν στη δεδομένη περίπτωση), η οποία φροντίζει σαν καλή μαμά τα «παιδιά» της, έμπλεη κατανόησης και συμπόνιας: «όλοι έκαναν προπόσεις και προσπαθούσαν αγωνιωδώς να φανούν επινοητικοί ή ειρωνικοί ή κυνικοί, δύστυχα αγγελούδια μου, και βυθιζόμουν μέσα σ’ εκείνες τις λέξεις (θα μου άρεσε να πω ροή του λόγου όμως δεν θα ήμουν πιστή στην αλήθεια, εκεί δεν υπήρχε ροή λόγου αλλά μόνο ψελλίσματα), βυθιζόμουν μέχρι το μεδούλι, έμενα για μια στιγμή μονάχη μ’ εκείνες τις λέξεις που σκόνταφταν πάνω στη λάμψη και στη μελαγχολία της νιότης».
Τον Σεπτέμβριο του 1968 βρίσκεται ωστόσο βουτηγμένη σε μια ιδιαιτέρως δυσχερή κατάσταση (που συνάμα αποτελεί το ιστορικό γεγονός στο οποίο βασίζεται το βιβλίο): η αστυνομία εισβάλλει στο πανεπιστήμιο του Μεξικού, το καταλαμβάνει και επιδίδεται σε άγρια έκτροπα κατά των φοιτητών, ενόσω εκείνη μένει αρκετές μέρες κρυμμένη στην τουαλέτα μιας σχολής, μόνη και πεινασμένη. Εκεί θυμάται διάφορα περιστατικά της ζωής της: πώς μαζί με τον νέο ποιητή Αρτούρο Μπελάνο (ένα όνομα τόσο συγγενικό με του συγγραφέα ώστε μπαίνουμε ασφαλώς στον πειρασμό να τον θεωρήσουμε άλτερ έγκο του, επίσης Χιλιανό, που εμφανίζεται και σε άλλα βιβλία του), καθώς και με άλλους, θα ζήσει ξεχωριστές, γλυκόπικρες περιπέτειες, τις οποίες πασχίζει να αποτυπώσει στον φλογερό λόγο της (τον οποίο υποτίθεται πως καταγράφει λίγα χρόνια μετά).
Μεταξύ σοφίας και αφέλειας
Ο μονόλογος της Αουξίλιο κρατά γερές ισορροπίες ανάμεσα στη σοφία και την αθωότητα, στη γνώση και την αφέλεια, στην υποστήριξη κοινωνικών αξιών και στο πρόταγμα της ατομικότητας, και παρά τον έντονο λυρισμό του, δεν ξεπέφτει (χάρη στη μαεστρία του Μπολάνιο) στη μελοδραματική αισθηματολογία: «όταν κάποιος είναι ευτυχισμένος ή νιώθει πως η ευτυχία βρίσκεται κάπου κοντά, κοιτάζεται στους καθρέφτες χωρίς καμία επιφύλαξη, και μάλιστα, όταν είναι κάποιος ευτυχισμένος και νιώθει πως η μοίρα του το γράφει να ζήσει την εμπειρία της ευτυχίας, τείνει να μειώσει τις άμυνες και να αποδεχτεί τους καθρέφτες». Χάρη στη μαεστρία του συγγραφέα, το βιβλίο γλιτώνει και από έναν άλλο πιθανό σκόπελο, αυτόν του μιζεραμπιλισμού – εξάλλου η ηρωίδα μάς το δηλώνει ευθαρσώς: «Αν δεν τρελάθηκα ήταν επειδή πάντοτε διατηρούσα το χιούμορ μου».
Το βιβλίο διαπλέκει μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, ιστορικές προσωπικότητες, καθώς και ήρωες άλλων βιβλίων του συγγραφέα, σε ένα μεταμοντέρνο μείγμα με αρκετή αυτοαναφορικότητα και διακειμενικότητα
Ο ρυθμός της αφήγησης συνεπαίρνει τον αναγνώστη, που δεν καταλαβαίνει για πότε την έχει ολοκληρώσει (κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το αριστούργημα του Μπολάνιο, 2666, του οποίου ο όγκος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τρομάξει τον επίδοξο αναγνώστη – στο Φυλαχτό υπάρχει μάλιστα μια υποδήλωση για το τι μπορεί να σημαίνει το «2666»). Το βιβλίο διαπλέκει μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, ιστορικές προσωπικότητες, καθώς και ήρωες άλλων βιβλίων του συγγραφέα, σε ένα μεταμοντέρνο μείγμα με αρκετή αυτοαναφορικότητα και διακειμενικότητα, καθώς και με τις αναμενόμενες από τον Μπολάνιο αφηγήσεις μέσα στις αφηγήσεις (όπως η ξεχωριστή εκδοχή της ιστορίας της Ηριγόνης, κόρης του Αιγίσθου και της Κλυταιμνήστρας).
«Η ζωή με επιβίβασε επάνω σε άλλες ιστορίες»: η Αουξίλιο δεν σώζει τη λογοτεχνία (και την ιστορία) μόνο επειδή βοηθά τους ποιητές, αλλά κυρίως επειδή είναι ποιήτρια η ίδια, επειδή η αφήγησή της έχει πρωτίστως ποιητική υφή. Ομοίως, ο Μπολάνιο σώζει τη λογοτεχνία (και την ιστορία) επειδή είναι ποιητής ο ίδιος, επειδή δεν θέλει απλώς να μας μεταφέρει μια ιστορία που βασίζεται σε αληθινά περιστατικά (δεν υπάρχει πιο εκνευριστική, αλλά και πληκτική, υπόμνηση από το «based on a true story» με το οποίο διαφημίζονται όλο και πιο συχνά οι ταινίες, μα και άλλα έργα τέχνης), αλλά να αξιοποιήσει αυτά τα περιστατικά για να την «ποιήσει» με τον ξεχωριστό του τρόπο. Στον Μπολάνιο, όπως σε κάθε σοβαρό λογοτέχνη, ο κόσμος του ανθρώπου και ο άνθρωπος του κόσμου συντίθενται πρωτίστως από λέξεις, ενώ τα πράγματα κατ’ ανάγκην έπονται – ή, αλλιώς, τα πράγματα μετατρέπονται στις κατάλληλες λέξεις με στόχο να αλλάξουν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα ««Αίμα μηχανή» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Φυλαχτό
Ρομπέρτο Μπολάνιο
Μτφρ: Κρίτων Ηλιόπουλος
Άγρα 2013
Σελ. 223, τιμή € 15,50