Της Έλενας Μαρούτσου
Μόρις Σάμπαθ «Μίκι»: Λατρευτός Πορνοκάπηλος, Εκμαυλιστής, Σοδομιστής, Βασανιστής Γυναικών, καταστροφεύς των Ηθών, Ξελογιαστής νεανίδων, Συζυγοκτόνος, Αυτόχειρας (1929-1944)
Αυτές είναι οι οδηγίες για την επιγραφή που θέλει να χαράξουν στον τάφο του ο ήρωας του μυθιστορήματος του Φίλιπ Ροθ Το Θέατρο του Σάμπαθ (εκδ. Πόλις).
Και σε αυτή την επιγραφή δίνονται επιγραφικά –ας μου επιτραπεί το λογοπαίγνιο– οι συντεταγμένες του εκτενούς αυτού μυθιστορήματος: το σεξ, η αναπόφευκτη βία των οικογενειακών σχέσεων κι ο σαρκασμός των κοινωνικών ηθών. Κι ο αυτοσαρκασμός, φυσικά. Και να μην ξεχάσουμε το κυριότερο: ο θάνατος. Αυτός που δεν μας ξεχνάει ποτέ. Αυτόν που προτίθεται να συναντήσει οικειοθελώς στο τέλος του μυθιστορήματος ο Μίκι Σάμπαθ, χαιρετίζοντας την αυτοκτονία, όπως λέει ο ίδιος, ως το ύστατο χωρατό.
Οι συντεταγμένες του εκτενούς αυτού μυθιστορήματος: το σεξ, η αναπόφευκτη βία των οικογενειακών σχέσεων, ο σαρκασμός των κοινωνικών ηθών, ο θάνατος
Η αφήγηση ξεκινάει στη μέση ακριβώς των αφηγούμενων γεγονότων με την τεχνική που είναι γνωστή ως in medias res (λατινικός όρος που σημαίνει, για όποιον ενδιαφέρεται, «στη μέση των πραγμάτων»). Εδώ, η μέση είναι ο θάνατος της Ντρένκα, της Κροάτισας ερωμένης του Μίκι Σάμπαθ. Για την ακρίβεια, βλέπουμε το ζευγάρι στις ποικίλες ερωτικές του περιπτύξεις λίγο προτού μάθουνε και μάθουμε πως η Ντρένκα έχει καθολικό καρκίνο και της μένουν λίγοι μήνες ζωής. Ο θάνατος της Ντρένκα πυροδοτεί μια σειρά από εσωτερικές κι εξωτερικές εξελίξεις που οδηγούν τον ήρωα στη ρήξη με τη γυναίκα του, τη Ροζάνα, την εγκατάλειψη του απομακρυσμένου μικρού χωριού όπου ζει μαζί της τα τελευταία χρόνια και το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη για να παραστεί στην κηδεία ενός φίλου του που αυτοκτόνησε.
Με την όπισθεν της μνήμης
Αυτό το ταξίδι συμπίπτει στην πορεία της ανάγνωσης με το ταξίδι που κάνει ο Σάμπαθ στα παλιά, αφηγούμενος τα τραύματα της οικογενειακής του ιστορίας –το 1944 έχασε τον αδελφό του, πιλότο του αμερικανικού στρατού, σε μια αεροδρομική επιδρομή στις Φιλιππίνες– αλλά και αυτά της προσωπικής του ιστορίας – η πρώην του γυναίκα, η Νίκη, είχε κάποια μέρα ανεξήγητα χαθεί κι έκτοτε αγνοείτο η τύχη της.
Τα επεισόδια της πρότερης ζωής του Σάμπαθ εναλλάσσονται στην αφήγηση με αυτά της παραμονής του στη Νέα Υόρκη όπου τον φιλοξενεί ένας φίλος απ’ τα παλιά, κι όπου ο εξηνταπεντάχρονος Σάμπαθ, σε μια ύστατη προσπάθεια να πιαστεί απ’ την ηδονική αίσθηση της αποπλάνησης, θα πρωταγωνιστήσει σε μια παρωδία μοιχείας και θα διωχθεί από το σπίτι για να κατευθυνθεί λίγο πριν το τέλος του μυθιστορήματος στο νεκροταφείο όπου είναι θαμμένη η οικογένειά του. Εκεί, με κλεμμένα χρήματα, θ’ αγοράσει έναν τάφο του οποίου την επιγραφή παρήγγειλε όπως σας την παρέθεσα.
Γλώσσα λανθάνουσα
Δεν είναι τυχαίο που αρχικά στην παραγγελία του κειμένου, αντί να βάλει την τρέχουσα ημερομηνία, 1994, βάζει κατά λάθος την ημερομηνία θανάτου του αδελφού του: 1944. Το λάθος το αντιλαμβάνεται και το διορθώνει, από τα λίγα πράγματα που σχετίζονται με το θάνατο και μπορούν να διορθωθούν. Το αμετάκλητο του θανάτου, το μυστήριο της εξαφάνισης των προσώπων από τη ζωή μας, η μάταιη προσπάθεια κάλυψης οποιουδήποτε κενού αφήνει η βόμβα της αιφνίδιας απώλειας ή το σαράκι της καθημερινής, αυτά είναι τα θέματα που όχι απλώς αλληλοδιαπλέκονται με το σεξ αλλά υφαίνονται μαζί, στο ίδιο υφάδι και τα δύο, μέχρι να γίνουν ένα.
Σε πολλά του μυθιστορήματα ο Ροθ βάζει το σεξ να προχωράει χέρι χέρι με το θάνατο. Στο Θέατρο του Σάμπαθ, όμως, βρίσκονται οι δυο τους σε τέτοιο σφιχτό εναγκαλισμό που πραγματικά γίνονται ένα σώμα. Στη διάρκεια της ανάγνωσης αυτή η σκέψη μου γεννήθηκε: πως πραγματικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος αυτού είναι το σώμα∙ το σώμα με τις οσμές και τις εκκρίσεις του, το σώμα με τις απαιτήσεις και τις αδυναμίες του, το σώμα με τις ανεξάντλητες ηδονές και διαστροφές στις οποίες το υποβάλλει ο νους, το σώμα με τους αμέτρητους εξευτελισμούς στους οποίους το υποβάλλει ο χρόνος, το σώμα μέχρι τελικής πτώσεως.
Ένας Πάνας με ρευματικά
Το σώμα του Σάμπαθ πάντως αντιστέκεται με όλες του τις δυνάμεις στην πτώση. Παρόλη την μεγάλη του κοιλιά, το φαλακρό κεφάλι, την ατημέλητη γενειάδα, τον προστάτη και τους ρευματισμούς στα παραμορφωμένα του δάχτυλα, παραμένει σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης η ενσάρκωση ενός σύγχρονου Πάνα. Πρόκειται για έναν Πάνα που χλευάζει κάθε σύμβαση και κάθε ψευδαίσθηση, έναν Πάνα που γερνάει χωρίς να παύει να ξεγυμνώνει και να επιδεικνύει τον όρθιο φαλλό του.
Το σώμα του Σάμπαθ παραμένει σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης η ενσάρκωση ενός σύγχρονου Πάνα
Συχνά μάλιστα στη διάρκεια της αφήγησης αναρωτιόμαστε μήπως αυτή η αχαλίνωτη επίδειξη των αειθαλών ορμών του δεν είναι παρά ένα θέατρο, μια παράσταση σαν αυτές που έστηνε πιο νέος όταν δούλευε ως μαριονετίστας, χρησιμοποιώντας ως μαριονέττες τα δάχτυλά του. Ο ίδιος ονόμαζε τις αυτοσχέδιες πλανόδιες παραστάσεις του «Το Άσεμνο Θέατρο του Σάμπαθ» και καθώς προχωράει η αφήγηση δεν μπορούμε ν’ αντισταθούμε στον ίσως αυτονόητο παραλληλισμό του θεάτρου αυτού με την ίδια τη ζωή του Σάμπαθ. Ονομάζω τον παραλληλισμό σχεδόν αυτονόητο αφού ο ίδιος ο πρωταγωνιστής σε πολλά σημεία της αφήγησης εφιστά την προσοχή στην απόσταση η οποία τον χωρίζει απ’ το πραγματικό βίωμα, σαν να μην μπορεί να βυθιστεί ολόψυχα σε αυτό αλλά ακόμα και στις πιο ακραίες στιγμές οδύνης, ακόμα και λίγα δευτερόλεπτα πριν καταρρεύσει λιπόθυμος, δεν παύει να παρακολουθεί τον εαυτό του σαν να επρόκειτο για κάποιον τρίτο.
Ο Σάμπαθ δεν παύει στιγμή να είναι σκηνοθέτης όχι μόνο της ζωής του, αλλά και της ζωής των άλλων, όπως συχνά τον είχαν κατηγορήσει. Τα παιχνίδια εξουσίας δεν του ήταν άγνωστα. Οι δυο του γυναίκες, η Νίκη, μια εύθραυστη ταλαντούχα ηθοποιός που την μύησε ο ίδιος στον έρωτα και στο θέατρο, και η Ροζάνα, η γυναίκα που πήρε τη θέση της εξαφανισμένης Νίκης στο κρεβάτι του και βυθίστηκε σιγά σιγά στην έξη του αλκοόλ, έζησαν κι οι δυο στη σκιά του και χάθηκε η καθεμιά στον δικό της λαβύρινθο, κάτι που ανομολόγητα ο Σάμπαθ χρεώνει στον εαυτό του, όπως ειρωνικά έστω δηλώνει κι η επιγραφή στον μελλοντικό του τάφο.
Σεξισμός ή συμπάθεια;
Η παντοδυναμία αυτή του άντρα-σκηνοθέτη, του μονίμως εν εγρηγόρσει κυνηγού, του φύσει και θέσει μοιχού, θα μπορούσε να ξεσηκώσει κύματα αντίδρασης από μέρους του θηλυκού αναγνωστικού κοινού – κι απ’ ό,τι μαθαίνω κύκλοι φεμινιστριών δεν έχουν αγκαλιάσει με θέρμη το πλήθος των παρόμοιων αρσενικών που πρωταγωνιστούν στα βιβλία του Ροθ. Η αλήθεια είναι πως η αυταρέσκεια του Σάμπαθ ακόμα κι αν αντισταθμίζεται από την αυτεπίγνωση και τον αυτοσαρκασμό, θα μπορούσε να προκαλέσει αυθόρμητα συναισθήματα αντιπάθειας –κανείς δεν είπε άλλωστε πως ένας συγγραφέας πρέπει να χτίζει ήρωες συμπαθείς– όμως σε μια πιο αποστασιοποιημένη ανάγνωση θα παρατηρήσει κανείς πως τα πορτρέτα των γυναικών που τον περιστοιχίζουν είναι απείρως πιο κολακευτικά απ’ τον ίδιο. Η αισθησιακή Ντρένκα, η απόκοσμη Νίκη, η τραυματισμένη Ροζάνα, ακόμα κι η σοφιστικέ Μισέλ, η γυναίκα του φίλου του που τον φιλοξενεί για λίγο στη Νέα Υόρκη, είναι πλασμένες με την εμβρίθεια και τη διεισδυτικότητα που μόνο η συμπάθεια επιτρέπει – και μιλώ για τη συμπάθεια με την κυριολεκτική έννοια, τη δυνατότητα δηλαδή να συμπάσχεις με κάποιον.
Τα πορτρέτα των γυναικών που τον περιστοιχίζουν είναι απείρως πιο κολακευτικά απ’ τον ίδιο. Είναι πλασμένες με την εμβρίθεια και τη διεισδυτικότητα που μόνο η συμπάθεια επιτρέπει
Και τώρα που μιλάμε για συμπάθεια, ας γυρίσουμε λίγο στο σημείο απ’ όπου αρχίσαμε στην επιτάφια επιγραφή και το «λάθος» στην ημερομηνία θανάτου. Υιοθετώντας την οπτική που θέλει τη γλώσσα όταν λανθάνει να λέει τ’ αληθή, θα πρέπει να υποθέσουμε ίσως πως όταν πέθανε ο αδελφός του, τη μοιραία εκείνη μέρα του 1944 που σφράγισε τη ζωή όλης της οικογένειας, πέθανε κατά κάποιον τρόπο κι ο ίδιος ή –άλλη ερμηνεία, ακόμα πιο βαθειά στο πετσί της συμπάθειας– πως ο Σάμπαθ, ο μικρός αδελφός, επιθυμούσε να έχει πεθάνει ο ίδιος στη θέση του μεγάλου.
Λίγο πριν κλείσει η αυλαία
Τι άλλο κάνει άλλωστε όταν σε μια από τις τελευταίες σκηνές του μυθιστορήματος τυλίγει τον εαυτό του με την αμερικάνικη σημαία, με την οποία είχε έρθει τότε τυλιγμένο το φέρετρο του αδελφού του, κι αποφασίζει να περιφέρεται στο εξής έτσι μέχρι την επικείμενη αυτοκτονία του. Με αυτή την παράδοξη αμφίεση επισκέπτεται για τελευταία φορά τον τάφο της Ντρένκα, όπου και διαδραματίζεται μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές σε όλο το μυθιστόρημα: ο Σάμπαθ συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω από αστυνομικούς (ένας τους είναι ο γιος της Ντρένκα) να κατουράει τον τάφο της αγαπημένης του, ως φόρο τιμής στην ανάμνηση των στιγμών ακραίου σεξουαλικού πάθους όπου η Ντρένκα είχε πιει το κάτουρό του. Έτσι όπως οι αστυνομικοί στρέφουν τα φώτα των προβολέων τους πάνω του και τον διατάζουν να κρατήσει τα χέρια του υψωμένα, είναι σαν να δίνει την τελευταία του παράσταση. Έτσι, με υψωμένα χέρια έπαιζε πάντοτε τις μαριονέττες του.
Δεν θα σας αποκαλύψω αν το τέλος του βιβλίου τον θέλει τελικά σκηνοθέτη ή μαριονέττα. Ούτως ή άλλως κι οι δυο αποτελούν μέρος της ίδιας παράστασης, που στη ζωή κλείνει με το θάνατο και στη λογοτεχνία με τα τελευταία λόγια του αφηγητή, τα οποία στο συγκεκριμένο βιβλίο, θυμηθείτε με, είναι πράγματι αξιομνημόνευτα.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας.
Το θέατρο του Σάμπαθ
Φίλιπ Ροθ
Μτφρ: Ανδρέας Β. Βαχλιώτης
Επιμέλεια: Κατερίνα Σχινά
Πόλις 2013
Σελ. 614, τιμή € 20,00