
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του τελευταίου μυθιστορήματος του Περουβιανού συγγραφέα, ενισχύεται η εντύπωση πως οι σημαντικές διακρίσεις μπορεί να απογειώσουν τη δημιουργική ορμή, αντί να την καταστείλουν. Νομίζω πως αυτή είναι και η περίπτωση του Λιόσα, καθώς μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ από τη Σουηδική Ακαδημία το 2010 μας δίνει ένα μυθιστόρημα που όχι μόνο είναι ισάξιο των παλαιότερων έργων του, αλλά εξελίσσει την τέχνη και τις ήδη δοκιμασμένες αφηγηματικές τεχνικές του. Στο Ένας διακριτικός ήρωας ο Λιόσα δημιουργεί χαρακτήρες που περνάνε στο συλλογικό ασυνείδητο, ανθρώπινους τύπους που θα θέλαμε πολύ να υπάρχουν και στον δικό μας περίγυρο, στη δική μας χώρα, στη δική μας ζωή.
Καλλιεργώντας τη «μυθολογία του καλού» -όχι επιφανειακά και αβασάνιστα- αλλά με απόλυτη επίγνωση του βάρους που επωμίζεται όποιος αποφασίζει να ζήσει σύμφωνα με τις δικές του αρχές, και τη δική του πίστη, έστω και αν αυτή η πίστη περιορίζεται στην αγάπη του για τη μουσική και την τέχνη. Ο Λιόσα δημιουργεί δυο «διακριτικούς ήρωες», δυο τύπους χαμηλών τόνων, που κατορθώνουν να μην προδώσουν τον εαυτό και τις ρίζες τους· να σταθούν αντάξιοι στο «ευτυχές χρέος τους» -σύμφωνα με το μότο του μυθιστορήματος, παρμένο από τον Μπόρχες- να δουν τον λαβύρινθο και να μη δειλιάσουν να περάσουν στο εσωτερικό, χωρίς να χάσουν στιγμή το μίτο που θα τους οδηγήσει στην έξοδο.
Σιωπηλοί επαναστάτες
Ο Λιόσα μας εισάγει αργά στον περιβάλλοντα χώρο δύο πόλεων του Περού -της Λίμα και της Πιούρα- αποτυπώνοντας τις γειτονιές και τις πλατείες αλλά και το εσωτερικό των σπιτιών που κατοικούν οι χαρακτήρες, δίνοντας μας με δόσεις τις πληροφορίες, το παρελθόν, την ιστορία, τις επιθυμίες τους, πριν μας παρουσιάσει τις συγκρούσεις και τα διλήμματά τους.
Ο Λιόσα δημιουργεί δυο τύπους χαμηλών τόνων, που κατορθώνουν να μην προδώσουν τον εαυτό και τις ρίζες τους.
Ο πρώτος «διακριτικός» χαρακτήρας είναι ο Φελίσιτο Γιανακέ, από την Πιούρα, πενήντα πέντε ετών, αυτοδημιούργητος, ιδιοκτήτης μιας εταιρείας μεταφορών, παντρεμένος με μια άχαρη και θρήσκα γυναίκα με την οποία έχει δυο γιους –ο μεγαλύτερος δεν έχει ουδεμία εξωτερική ομοιότητα με τον ίδιο- και μια νεαρή ερωμένη τη Μαμπέλ, την οποία αγαπάει και φροντίζει. Ο Φελίσιτο είναι ένας άνθρωπος μέτριος και μετρημένος, ταπεινής καταγωγής, δούλεψε σκληρά για να στήσει την επιχείρησή του και έχει καταφέρει να καλλιεργήσει τους δικούς του τρόπους «επιμέλειας του εαυτού», να «βρίσκει το κέντρο του» και να δαμάζει το χάος της καθημερινότητας, με τη μουσική και τις πρωινές του ασκήσεις τσι γκονγκ. Όσο δε για τα εσώψυχά του, τα εμπιστεύεται μονάχα σε μια φίλη του, τη μάντισσα Αδελαίδα, που όταν έχει «εμπνεύσεις», του «διαβάζει» την παλάμη του χεριού και του λέει τα μελλούμενα. Η καλά οργανωμένη ζωή του αναστατώνεται όταν ένα πρωί κάποιος κολλάει στην ξύλινη πόρτα του σπιτιού του έναν γαλάζιο φάκελο με ένα απειλητικό γράμμα. Κάποιοι του ζητούν να πληρώνει πεντακόσια δολάρια το μήνα για προστασία. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υποστεί τις συνέπειες.
Ο Φελίσιτο αντιστέκεται με σθένος και δεν υποκύπτει στους εκβιασμούς παρά την πυρκαγιά στα γραφεία τις εταιρείας του, τις συνεχόμενες απειλές και την απαγωγή της αγαπημένης του Μαμπέλ. Πεποίθησή του είναι πως δεν πρέπει κανείς να ενδίδει και να ενισχύει αυτές τις βάρβαρες συνήθειες, παρότι, όπως πληροφορείται, όλοι οι συνάδελφοί του ήδη πληρώνουν το συγκεκριμένο ποσό και μάλιστα εν γνώσει της αστυνομίας.
Πρέπει κανείς να υποχωρεί στις πιέσεις και στους εκβιασμούς ή να επιμένει και να επιλύει τα προβλήματα με το δικό του τρόπο;
Και από την Πιούρα περνάμε στη Λίμα και στον Δον Ισμαέλ Καρέρα, η περιπέτεια του οποίου μας δίνεται μέσα από τον υπάλληλό του, Ριγοβέρτο (έναν χαρακτήρα που έχουμε συναντήσει και σε άλλα μυθιστορήματα του Λιόσα) ο οποίος μας περιγράφει τη δοκιμασία στην οποία τον έβαλε το αφεντικό του, ιδιοκτήτης μιας μεγάλης ασφαλιστικής εταιρείας, τη στιγμή μάλιστα που ετοιμαζόταν να συνταξιοδοτηθεί και να απολαύσει (επιτέλους!) τον ελεύθερο χρόνο του, να ταξιδεύσει στην Ευρώπη και να χαθεί στα μουσεία, να βυθιστεί στα έργα της τέχνης. Ο Καρέρα, ογδόντα δυο ετών, χήρος με δυο γιους «ύαινες» που περιμένουν να πεθάνει για να αρπάξουν την τεράστια περιουσία του, αποφασίζει να παντρευτεί την κατά πολύ νεότερη οικονόμο του και ζητάει από τον Ριγοβέρτο να παραστεί μάρτυρας στον γάμο του. Όταν οι νεόνυμφοι φεύγουν για ταξίδι του μέλιτος, αρχίζουν τα προβλήματα, καθώς οι δυο γιοι του επιχειρηματία πασχίζουν να ακυρώσουν τον γάμο, επιστρατεύοντας απειλές, δικηγόρους και μπράβους.
Ταυτόχρονα ο γιος του Ριγοβέρτο, Φελίτσιο, αρχίζει να έχει «οράματα» και να συναντά τυχαία έναν μυστήριο άντρα, ο οποίος φαίνεται να ξέρει τα πάντα για αυτούς, να εισχωρεί στη σκέψη τους και να «πονάει για τα δεινά της ανθρωπότητας». Όμως, κανείς δεν μπορεί να τον εντοπίσει, καθώς ο γιος μοιάζει να είναι ο μόνος που τον «βλέπει».
Η ζωή, «έργο της τύχης»
Οι δυο ιστορίες εξελίσσονται παράλληλα για να συναντηθούν λίγο πριν την κορύφωση του μυθιστορήματος. Τα διλλήματα είναι διαφορετικά για τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες, όμως το ζητούμενο είναι παρόμοιο: Πρέπει κανείς να υποχωρεί στις πιέσεις και στους εκβιασμούς που έρχονται στο δρόμο του ή να επιμένει -ανεξάρτητα από το τίμημα- και να επιλύει τα προβλήματα με το δικό του τρόπο; Επίσης, επαναληπτικά σχολιάζει, τη βαρύτητα της ατομικής πίστης του καθενός όχι απαραίτητα σε κάποιον Θεό αλλά στη δική του προσωπική ιστορία, στο παρελθόν του ή ακόμα και σε αυτό που θα ήθελε να είναι το μέλλον του.
Το μεταφυσικό στοιχείο στο μυθιστόρημα δεν είναι παρά ένα ακόμα στοιχείο της ζωής: όλοι και όλα συνδέονται με αόρατα δίκτυα.
Ο Γιανακέ επικαλείται τη μνήμη του πατέρα του και τον τίμιο αγώνα του να τον μεγαλώσει, να τον στείλει στο σχολείο και να μάθει γράμματα, ενώι ο Ριγοβέρτο την προσδοκία του να επισκεφτεί τα μουσεία της Ρώμης και της Μαδρίτης, το μέλλον που τον περιμένει όταν θα μπορεί να διαθέσει το χρόνο του όπως εκείνος αποφασίσει.
Οι δυο αυτοί τύποι είναι καθημερινοί άνθρωποι αλλά το δίλλημα που τους τίθεται είναι περίπλοκο: Θα υποχωρήσουν, θα αφεθούν κι εκείνοι στην ευκολία, σε ό,τι είθισται να κάνει κανείς σε ανάλογες περιστάσεις; Ο Λιόσα μας δίνει όλα τα στάδια του Γολγοθά τους, αλλά και των ανθρώπων που τους περιβάλλουν, σύζυγοι, παιδιά, υπηρέτες, υπάλληλοι, αστυνομικοί, όλοι μοιάζουν να περνούν με τον τρόπο τους τη δική τους δοκιμασία -τουλάχιστον όσοι από αυτούς διαθέτουν συνείδηση- και ανάλογα με τις επιλογές τους να πορεύονται και να συναντούν το δικό τους «έργο της τύχης» -ένα ξάφνιασμα της μοίρας- μαζί με μια ευκαιρία. Το μεταφυσικό στοιχείο στο μυθιστόρημα δεν είναι παρά ένα ακόμα στοιχείο της ζωής: όλοι και όλα συνδέονται με αόρατα δίκτυα, και κάποια στιγμή, αν παραμείνεις πιστός στην εσωτερική σου φωνή, αυτή η φωνή θα σου υποβάλλει και τη δική σου κατεύθυνση, έναν τρόπο επίλυσης ή τρόπο αντίδρασης.
Διαπλεκόμενοι μονόλογοι
Στο Ένας διακριτικός ήρωας ο Λιόσα εξελίσσει τεχνικές που έχουμε δει και σε προηγούμενα βιβλία του. Για παράδειγμα, η τεχνική των «διαπλεκόμενων διαλόγων» που δοκίμασε για πρώτη φορά στο «Πράσινο σπίτι», όπου συνδυάζονται δυο συζητήσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικούς χρόνους και χώρους, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του φλασμπάκ και της παρεμβολής μιας σκηνής του παρελθόντος, ενώ αυτό που προσπαθεί να πετύχει είναι να συνδέσει και να συσχετίσει σημαντικά γεγονότα από διαφορετικές χρονικές στιγμές και να τα εντάξει στο πλαίσιο της αφήγησης. Λίγο πριν το τέλος, αυτές οι υποθετικές συνομιλίες αυξάνονται, προβάλλοντας μέσα από τους ήρωες την οικουμενικότητα των αιτημάτων τους - τα οποία, ενίοτε, απαντώνται σε άλλο επίπεδο, από κάποιον τρίτο, έναν «συνομιλητή» που μπορεί να είναι ήρωας μυθιστορήματος, συνθέτης ή ζωγράφος.
Όπως η γραφή, και η ανάγνωση είναι μια μορφή διαμαρτυρίας απέναντι στις ανεπάρκειες της ζωής.
«Όπως η γραφή, είναι και η ανάγνωση μια μορφή διαμαρτυρίας απέναντι στις ανεπάρκειες της ζωής», είχε πει ο Λιόσα στην ομιλία του κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ και ο ήρωας του, ο Ριγοβέρτο, μέσα από την ανάγνωση και την καταβύθισή του στα έργα της τέχνης δημιουργεί τα δικά του αντισώματα απέναντι στη βαρβαρότητα της πραγματικότητας. Εν μέρει αυτή είναι και η δική του «επανάσταση», η δική του αντίσταση στην ισοπεδωτική καθημερινότητα. Λίγο πιο κάτω, στην ίδια ομιλία, ο συγγραφέας θα συμπληρώσει: «Το μυθιστόρημα έχει τη δύναμη να εμπνέει στους αναγνώστες μεγαλύτερες φιλοδοξίες, να τους ωθεί στο να αντισταθούν και να αναλάβουν πολιτική δράση. Όταν γυρεύουμε στο μυθιστόρημα αυτό που λείπει από τη ζωή μας, υπαινισσόμαστε, χωρίς να είναι απαραίτητο να το πούμε, ούτε καν να το γνωρίζουμε, πως η ζωή όπως είναι δεν ικανοποιεί τη δίψα μας για το απόλυτο -και το απόλυτο είναι η βάση της ανθρώπινης συνθήκης- και πως (η ζωή μας) οφείλει να βελτιωθεί». Αυτό το «απόλυτο» ασπάζονται οι ταπεινοί ήρωες του, και είναι αυτό που εν τέλει θα αφαιρέσει τα δόντια από τις ύαινες που ετοιμάζονται να τους κατασπαράξουν, θα τους φέρει αυτό που χρειάζονται και για το οποίο αγωνίστηκαν με «αλεξίσφαιρη θέληση», αποφασισμένοι να παραμείνουν πιστοί στο «ευτυχές χρέος» τους, να μην ενδώσουν στην όποια ευκολία.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Σώμα στη βιτρίνα» (εκδ. Μεταίχμιο).

Mario Vargas Llosa
Μτφρ: Χρύσα Μπανιά
Εκδόσεις Λιβάνη, 2013
Τιμή: € 16,40, σελ.446
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ MARIO VARGAS LLOSA