Του Νίκου Ξένιου
Της είχε υποσχεθεί μια ζωή από μέλι και γάλα. Τη Σουζάν την πρωτοσυνάντησε το 1957, στην είσοδο μιας συναυλίας: Ουγγαρέζα, που ένα χρόνο πριν είχε δραπετεύσει από τη Βουδαπέστη για να προσαρμοστεί γρήγορα στη νέα κατάσταση. Φυλές, εθνικότητες, προελαύνοντες στρατοί και διαφορετικές γλώσσες πολιορκούν το ζεύγος.
Στη δύση της ζωής του ο αφηγητής ξαναθυμάται τη μάχη του με τον τύφο, τις παγοδρομίες με τον παιδικό του φίλο Στέφαν, τις ομαδικές εκτελέσεις στις όχθες του Δούναβη: «Βουβός θεατής της ανθρώπινης τρέλας, ο ποταμός ως τελευταία κατοικία. Τάφος που σύντομα θα γινόταν πάγος...». Ανακαλεί τη δραπέτευσή του από το Τέμεσβαρ (τη σημερινή Τιμισοάρα της Ρουμανίας), το φθινόπωρο του ’44. Την άφιξή του στη Γαλλία, όπου επιχειρεί να ενεργοποιήσει τη μακρινή αλσατική -ή λωρραινική- καταγωγή του. Τον γάμο, τη νέα ταυτότητα που αναζητά μαζί με ένα πυρήνα οικογένειας και καριέρας, επιλογή που θα του κοστίσει ένα ισόβιο συναίσθημα εξορίας.
Ο 48χρονος, ρουμανικής και αλσατικής καταγωγής Ζαν Ματέρν είναι υπεύθυνος για την ξένη λογοτεχνία στις εκδόσεις Galimard. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με το βιβλίο Τα λουτρά του Κιράλι, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, πάλι από την «Εστία», το εν λόγω μυθιστόρημά του για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο «Grandes Écoles», που απονέμεται από τους σπουδαστές πανεπιστημίων σε βιβλία που ασχολούνται με κοινωνικά προβλήματα.
Κατεβαίνοντας τον Δούναβη
Θα πρέπει να διαλέξει στρατόπεδο: ή με τους χιτλερικούς ή με τους σταλινικούς.
Στο Από μέλι και γάλα ο ηλικιωμένος αφηγητής έχει μεγαλώσει σε μια «διεθνική ζώνη» της Αυστροουγγαρίας που έχει επανειλημμένως υποστεί τις συνέπειες του πολέμου, ενώ στις φλέβες του κυλά και εβραϊκό αίμα. Στα μέσα του 20ου αιώνα, η οικογένειά του, μαζί με άλλες οικογένειες από Σουαβούς, Σλοβενούς, Ιταλούς, Αλσατούς, απειλούμενη, τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους Ρώσους, θα πρέπει να διαλέξει στρατόπεδο: ή με τους χιτλερικούς ή με τους σταλινικούς. «Σταμάτα να ονειροπολείς. Μάζεψε τα πράγματά σου».
Μόλις δεκαπέντε χρόνων –ορφανός από μητέρα, μόνος, με μια υπερήλικη γιαγιά την οποία μάταια προσπαθεί να προστατεύσει– αναπολεί την αντίστασή του σε ένα γερμανό στρατιώτη που τον είχε οδηγήσει στη σύλληψη· τη θανατική καταδίκη να επικρέμαται στο κελί του, μαζί με μνήμες από στιγμές ελευθερίας και μαγείας, ως πρώτη επαφή με τον θάνατο. Οι επιμέρους αφηγηματικές ψηφίδες, με συνεχή χρονικά πήγαιν’ έλα, ολοκληρώνουν τη σκιαγράφηση του ψυχισμού του ήρωα μέσα από την ολοκλήρωση του συναισθήματος: ο αποχωρισμός από τον Στέφαν είναι μια δεύτερη επίσκεψη του θανάτου στη ζωή του. Η επαφή με τον τύφο είναι η τρίτη.
Στην ουσία πότε δεν θα νιώσει «σαν στο σπίτι του» στη γαλλική επαρχία, όπου έρχεται να εγκατασταθεί μαζί με τη Σουζάν, ως διευθυντής εξαγωγών μιας μικρής εταιρείας παραγωγής γαλλικής σαμπάνιας. Όμως η ζωή από μέλι και γάλα που υποσχέθηκε στη Σουζάν αποδεικνύεται μια χίμαιρα. Ο θάνατος της πρώτης κόρης τους ισοπεδώνει την αισιοδοξία. Η απώλεια του παιδιού περιγράφεται από τον συγγραφέα σαν ακρωτηριασμός. Και ως η τέταρτη επίσκεψη του θανάτου.
Τώρα, στα πρόθυρα ενός άδοξου θανάτου, διακατέχεται από νοσταλγία. Μια επιστολή από τον γενέθλιο τόπο του τον επανασυνδέει με το παρελθόν. Ο χωρισμός από τον παιδικό του φίλο Στέφαν, τόσα χρόνια πριν, στον σταθμό του σιδηροδρόμου της Βουδαπέστης, συνεχίζει να τον στοιχειώνει μέχρι τα γεράματα. Η αθεράπευτη νοσταλγία ήταν η πέμπτη επίσκεψη του θανάτου στη ζωή του, ίσως η πιο καταλυτική.
Ανάκτηση της ιστορικής μνήμης
Ο Στέφαν θα διαλέξει τους Γερμανούς, ο ίδιος όμως θα προτιμήσει την εξορία στη νότια Γαλλία.
Το σύντομο αυτό αφήγημα διαχειρίζεται ακριβοδίκαια το ζήτημα της διπλής εξορίας, αυτής του αφηγητή κι εκείνης της Σουζάν, της γυναίκας του. «Ακόμη και να προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε την Ιστορία, αυτή επιστρέφει πάντα. Ο αφηγητής του βιβλίου και η γυναίκα του προσπαθούν να ξεχάσουν την Ιστορία. Θέλουν να ενσωματωθούν στη γαλλική κοινωνία και να ξεχάσουν τα γεγονότα της Βουδαπέστης», θα δηλώσει σε συνέντευξή του ο συγγραφέας, που τόσο όμορφα διαχειρίζεται τη διαδικασία απαρτίωσης της ταυτότητας ενός άνδρα μέσω μιας διπλής αναφοράς: τόσο στον παιδικό φίλο, όσο και στη σύζυγο.
Τελικά, ο Στέφαν, ο παιδικός φίλος, θα τον σώσει από εκτέλεση για απειθαρχία, πείθοντας τον Γερμανό αξιωματικό ότι όλα οφείλονται σε μια παρεξήγηση. Ο Στέφαν θα διαλέξει τους Γερμανούς, ο ίδιος όμως θα προτιμήσει την εξορία στη νότια Γαλλία. Ο αποχωρισμός από τον Στέφαν θα γίνει η αφορμή για την αναγνώριση και «αφήγηση» αυτής της ταυτότητας, σε μια διαδικασία αναζήτησης της αυτογνωσίας που μοιάζει με ποινή. Ακολουθεί μια σειρά από στερήσεις και αυτό θεμελιώνει ένα πάγιο συναίσθημα απώλειας. Ο γιος του Γκαμπριέλ (ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας στα Λουτρά του Κιράλι) θα επιχειρήσει την επανασύνδεση του πατέρα του με τον παιδικό φίλο. Όμως ο –επίμονος, αλίμονο- θάνατος αυτήν τη φορά δεν θα το επιτρέψει.
Ταυτότητες
Οι εποχές και οι τόποι εναλλάσσονται, όμως το κείμενο είναι υπανικτικό και λακωνικό.
Παρά το γεγονός ότι οι τόποι και οι εποχές εναλλάσσονται (Ρουμανία στη δεκαετία του ’40, Βουδαπέστη του ’56, Γαλλία στις δεκαετίες ’50 και ‘60), το κείμενο παραμένει υπαινικτικό και λακωνικό. Αυτήν την ποιητική γραφή που «αφηγείται» την ταυτότητα του αφηγητή, την αποδίδει με θαυμαστή ακρίβεια η γλαφυρή μετάφραση της Εύας Καραϊτίδη: μεταξύ άλλων, αποδίδει την ατελέσφορη αναζήτηση της εστίας, μέσα από την εμπειρία της εξορίας στην οποία οδηγήθηκαν οι κάτοικοι της Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι συνεχείς χρονικές μεταθέσεις της στιγμής του θανάτου, που στην ουσία συνιστούν την ανθρώπινη ζωή, είναι το θέμα του βιβλίου. Την τεχνική του Ζαν Ματέρν, που συνυφαίνει τη ζωή μιας οικογένειας με τις απίθανες εξελίξεις της γερμανικής επίθεσης και πανωλεθρίας, μπορεί να την έχουμε ξαναδεί, όμως σε αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας την επιστρατεύει με εκπληκτική ειλικρίνεια και απλότητα.
«Μιλώ στα βιβλία μου για την καταγωγή και την προέλευση», δήλωσε πρόσφατα ο συγγραφέας, «αλλά αυτό διαφέρει από τις ρίζες. Ο άνθρωπος πρέπει να νιώθει και να είναι ελεύθερος. Πρέπει να φέρουμε τις ρίζες εντός μας (…) Ποτέ δεν θέλησα να γράψω αυτοβιογραφικά βιβλία, ούτε βιβλία για την ιστορία της οικογένειάς μου. Ήθελα να προσεγγίσω αυτό που κρύβεται πίσω από τα γεγονότα. Την αλήθεια που υπάρχει πίσω από λέξεις όπως «απώλεια», «ταυτότητα», «εξορία», «αφομοίωση» και «πένθος». Στην πραγματικότητα έγραψα για ν’ αποκαταστήσω τα κενά. Τα λευκά τμήματα στις οικογενειακές ιστορίες που μου έχουν διηγηθεί».
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013
Τιμή: € 12,00, σελ. 121