Της Αργυρώς Μαντόγλου
Οι Φωνές είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Ισλανδού Arnaldur Indridason (Άρναλδουρ Ινδρίδασον) που μεταφράζεται στη γλώσσα μας μετά τη «Σιωπή του τάφου». Και τα δυο μυθιστορήματα κινούνται σε πολλά επίπεδα και διατρέχονται από πολλαπλά αφηγηματικά νήματα.
Στο πρώτο επίπεδο των Φωνών υπάρχει μια αστυνομική ιστορία με έναν φόνο, έναν οξυδερκή αν και ιδιόρρυθμο ντετέκτιβ, τον Έτλεντουρ, το βοηθό του Σίγουρδουρ Όλι και τη συνεργάτιδα του Έλινμποργκ που στο εν λόγω μυθιστόρημα ερευνούν τη δολοφονία του πορτιέρη ενός κεντρικού ξενοδοχείου στο Ρέικιαβικ -ο οποίος για τις ανάγκες των Χριστουγεννιάτικων εορτασμών μεταμφιέζεται και σε Άγιο Βασίλη- καθώς και έναν αριθμό πιθανών ενόχων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ερευνά τις σχέσεις ανάμεσα σε μέλη της οικογένειας και κάποια τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας που στιγματίζουν για πάντα τη ζωή ενός ανθρώπου. Σε ένα τρίτο επίπεδο, ο συγγραφέας, χωρίς να σχολιάζει ή να επικρίνει, περιγράφει τα συμπτώματα που εμφανίζονται συνήθως σε απομονωμένες κοινωνίες, εν προκειμένω στη χώρα του την Ισλανδία, όπου πολλοί από τους κατοίκους υποφέρουν από εξαρτήσεις, εθισμούς σε αλκοόλ και ουσίες, προβληματικές οικογένειες, και μεγάλο αριθμό κακοποιημένων γυναικών και παιδιών.
Χωρίς να ηθικολογεί ρίχνει ένα βλέμμα βαθιάς κατανόησης, σχεδόν συμπάθειας, στους εγκληματίες.
Αλλά, σε ένα ακόμα βαθύτερο επίπεδο –κι αυτό είναι, θεωρώ, η ιδιαίτερη ικανότητα του συγγραφέα– κατορθώνει χωρίς να ηθικολογεί, να ρίχνει ένα βλέμμα βαθιάς κατανόησης, σχεδόν συμπάθειας στους εγκληματίες, τους οποίους πλευρίζει με γνήσιο ενδιαφέρον και πρόθεση να τους καταλάβει και όχι να τους κρίνει ή να τους τιμωρήσει∙ το βλέμμα του μοιάζει περισσότερο με βλέμμα ανθρωπολόγου το οποίο –όταν αγγίζει τα βαθύτερα κίνητρά τους– μετατρέπεται σε βλέμμα ποιητή. Δεν είναι τυχαίο πως στον ελεύθερο χρόνο του ο ίδιος ο ήρωάς του, ο ντετέκτιβ Έτλεντουρ, διαβάζει πολύ, διαβάζει φιλοσοφία και ποίηση αλλά και βιβλία που αναφέρονται σε όσους χάθηκαν κάποια Χριστούγεννα στο δρόμο, καθώς έχει και ο ίδιος τις δικές του βαθιές και, καταπώς φαίνεται, αγιάτρευτες πληγές.
Πάσχουσα κοινωνία και ατομικός πόνος
Σε παλαιότερη συνέντευξη του συγγραφέα στον Guardian είχε δηλώσει πως τα μυθιστορήματα crime πέραν των άλλων «μας παρέχουν πληροφορίες για την κοινωνία όπου εκτυλίσσεται η πλοκή». Στην προσπάθειά του να κατανοήσει βαθύτερα τον ήρωά του, τον μελαγχολικό ντετέκτιβ Έτλεντουρ, ο οποίος εμφανίζεται και στα επτά βιβλία του, όφειλε να εξετάσει εκ νέου όλη τη σύγχρονη ιστορία της χώρας του. «Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν να κατανοήσω τον πατέρα μου μαζί με την πρόσφατη ιστορία της Ισλανδίας», λέει στην ίδια συνέντευξη και αναφέρεται, φυσικά, στην περίοδο πριν τη χρεοκοπία της χώρας του, συμπληρώνοντας: «Τα τελευταία εξήντα χρόνια η Ισλανδία έχει μεταμορφωθεί από μια φτωχική, στη βάση της αγροτική χώρα σε μια εύρωστη οικονομικά κοινωνία της αφθονίας. Η συγκεκριμένη διαδικασία δεν έγινε χωρίς εθνικό αλλά και ατομικό πόνο». Στις Φωνές η εις βάθος ανάλυση και «αναψηλάφηση» του ατομικού πόνου γίνεται στο πλαίσιο μιας ραγδαία μεταβαλλόμενης αλλά πάσχουσας κοινωνίας. Οι οικογενειακές τραγωδίες, η αδυναμία προσαρμογής, η επίδραση των παραδόσεων και των θρύλων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του τοπίου αλλά και πρώτη ύλη του συγγραφέα.
Ο Έτλεντουρ έχει το δικό του παρελθόν που τον κατατρέχει, και κάθε υπόθεση που αναλαμβάνει γίνεται η αφορμή για να αναδυθεί ένα επεισόδιο από την ιστορία του, που το βιώνει εκ νέου, αρκετά επώδυνα, λες και η κάθε καινούργια έρευνα του προσφέρει και μια ευκαιρία ερμηνείας αλλά και εξιλέωσης – μια αφορμή για να δοθεί μια διέξοδος σε γεγονότα που είχε απωθήσει επειδή ήταν αδύνατον να τα διαχειριστεί.
Στις Φωνές, ο Γκούδλοϊγουρ, ο πενηντάχρονος πορτιέρης πολυτελούς ξενοδοχείου στο Ρέικιαβικ, βρίσκεται δολοφονημένος στο υπόγειο όπου διαμένει τις τελευταίες δεκαετίες, φορώντας τη στολή του Άγιου Βασίλη, με το παντελόνι κατεβασμένο και ένα προφυλακτικό να κρέμεται από το πέος του. Κανένας από το προσωπικό δεν φαίνεται να ξέρει λεπτομέρειες για τη ζωή του θύματος, ούτε να έχει ιδιαίτερες σχέσεις μαζί του. Ο διευθυντής πασχίζει να κρατήσει κρυφό το γεγονός για να αποφευχθεί το σκάνδαλο λόγω των επισκεπτών που έρχονται εκεί για να περάσουν ευχάριστα και ήρεμα τις γιορτές και να απολαύσουν τις ομορφιές της Ισλανδίας.
Ξεφλουδίζοντας «το κρεμμύδι» της υπόθεσης
Η έρευνα για μια δολοφονία μοιάζει με το ξεφλούδισμα ενός κρεμμυδιού.
Η έρευνα για μια δολοφονία, γράφει κάπου, μοιάζει με το ξεφλούδισμα ενός κρεμμυδιού: όσο απομακρύνεται το εξωτερικό περίβλημα και μένει εκτεθειμένο το εσωτερικό, τόσο περισσότερα δάκρυα προκαλούνται. Ο Έτλεντουρ βυθίζεται στο παρελθόν του θύματος προκειμένου να ερμηνεύσει την άχαρη και μίζερη ζωή του. Κατά τη διαδικασία της έρευνας πληροφορείται από έναν πελάτη του ξενοδοχείου, τον άγγλο Χένρι Γουάπσοτ, έναν εκκεντρικό συλλέκτη παλιών δίσκων, πως ο Γκούδλοϊγουρ υπήρξε παιδί-θαύμα, ένα παιδί με μια σπάνια σοπράνο φωνή, έτοιμος να βγει από τα σύνορα της μικρής χώρας, όταν ξαφνικά έχασε, κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας, τη φωνή του. Τώρα, οι ελάχιστοι δίσκοι που κυκλοφορούν έχουν μεγάλη αξία και συλλέκτες από όλο τον κόσμο δίνουν μεγάλα ποσά για να τους αποκτήσουν. Καθώς η έρευνα προχωράει πλήθος καινούργιων μυστηρίων περιμένουν τον στοχαστικό ντετέκτιβ ενώ αποκαλύπτεται λίγο λίγο μια καινούργια εικόνα του νεκρού.
Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και ο Έτλεντουρ αρνείται τις προσκλήσεις, πιάνει ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο και είναι αποφασισμένος να περάσει τις γιορτές στη μοναξιά του, με τα βιβλία του και τις σκέψεις του. Αλλά μια τραγωδία στη ζωή του θύματος, θα φέρει στην επιφάνεια και μια δική του οδυνηρή απώλεια, και αναγκάζεται να επανεξετάσει τη σχέση με την κόρη του, με τις γυναίκες αλλά και με τον ίδιο του εαυτό.
Τρομαγμένα παιδιά
Ο μελαγχολικός ντετέκτιβ και η κόρη του που εμφανίζεται ευάλωτη και έτοιμη να ξανακυλήσει στη χρήση ουσιών, ένας διεστραμμένος συλλέκτης δίσκων, μια κακοποιημένη καθαρίστρια και ο αδελφός της, ο νεαρός χορωδός και φιλόδοξος πατέρας του, ένας αριθμός από τα μέλη του προσωπικού και οι πελάτες του ξενοδοχείου, παρουσιάζονται με τις αδυναμίες, τις αποκλίσεις τους και με πιθανή εγκληματική δράση, αλλά όλοι διαθέτουν και μια πλευρά που τους καθιστά πολύ ανθρώπινους, είναι ευάλωτοι και υπήρξαν κάποτε φοβισμένα παιδιά. Και αυτό το φοβισμένο παιδί είναι που θα πληρώσει, σαν να οφείλει να αποδεχτεί, εν τέλει, την τιμωρία που απέφευγε σε όλη του τη ζωή, σαν να κουράστηκε να κρύβεται και να αποφεύγει τον κυνηγό του, λίγο πριν τις γιορτές, αφήνει τη φωνή του να ακουστεί, πριν καταφύγει στη σιωπή, μια σιωπή που για άλλους είναι αιώνια και άλλους –τους πιο τυχερούς– προσωρινή.
Φωνές
Arnaldur Indridason
Μτφρ: Νίκη Προδρομίδου
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013
Τιμή: € 15,50, σελ. 392