Του Νίκου Ξένιου
Από το 1901, όταν κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, µέχρι την αυτοκτονία του, το 1942, ο Στέφαν Τσβάιχ καταπιάστηκε µε όλα τα είδη του γραπτού λόγου, βιογραφίες, νουβέλες, µυθιστορήµατα, δοκίµια, κριτικές, ποιήµατα, θεατρικά έργα, ένα λιµπρέτο για µια όπερα του Ρίχαρντ Στράους, θρύλους, µια αυτοβιογραφία, ιστορικές µινιατούρες και πολλά άρθρα για εφηµερίδες και περιοδικά.
Ήδη στα δεκαεννιά του κέρδισε ποιητική διάκριση, ανοίγοντας ένα μάλλον ανεμπόδιστο δρόμο προς την ευρωπαϊκή διανόηση, ενώ παρέμεινε εξόριστος στη Βρετανία στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επηρεασμένος από τον Ούγκο φον Χόφμανσταλ, τον βέλγο ποιητή Εμίλ Φερχέρεν και τον Ρομαίν Ρολάν (τους οποίους και μετέφρασε), καθώς και από τη συναναστροφή του με τον Φρόιντ και τα διαβάσματά του του Mωπασάν, ο Τσβάιχ έγραψε νουβέλες έως και 100.000 λέξεων. Η βιενέζικη λογοτεχνική σκηνή του "fin de siècle" τον καθιέρωσε, στο πλευρό του Σνίτσλερ, ως μέγα παρατηρητή της ανθρώπινης ψυχολογίας και συμπεριφοράς, ταυτίζοντάς τον με μια «φωνή προειδοποίησης» ενάντια στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της εποχής (η Παρτίδα Σκακιού του αναπαριστά την αποτυχία της αριστοκρατίας να αντισταθεί στη ραγδαία άνοδο των μαζών). Ο Φραντς Βέρφελ περιγράφει την πρωτοφανή παγκόσµια απήχηση του Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942), που υπήρξε στον Μεσοπόλεµο ο πιο επιτυχηµένος και πολυµεταφρασµένος συγγραφέας του κόσµου.[1] Ο αυστριακός συγγραφέας γνώρισε κατά τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 τη χρυσή του εποχή, µε πολλαπλές εκδόσεις και επανεκδόσεις και, ύστερα από µιαν αξιοπρόσεκτη κάµψη της δηµοτικότητάς του, σημειώνει, σήμερα, σημαντική ανάκαµψη[2].
Πώς η γυναίκα γίνεται τοπίο
Οι εκδόσεις «Ροές», στo πλαίσιo της σειράς «microΜΕGA», δημοσίευσαν, σε μετάφραση Βασίλη Πατέρα, τη νουβέλα Η γυναίκα και το τοπίο, όπου ο Τσβάιχ μεταφέρει τον αναγνώστη στα υψίπεδα του Τιρόλο, στη διάρκεια ενός καλοκαιρινού καύσωνα. Η ατμόσφαιρα όπου εκτυλίσσεται το συμβάν είναι βαριά και προμηνύει καλοκαιρινή ξαγρύπνια. Ο αναγνώστης μπορεί να νοιώσει την αποπνικτική ξηρότητα του αέρα, αλλά και το παραμικρό φύσημα του ανέμου και την απογοήτευση από μια θύελλα που δεν λέει να ξεσπάσει, και που η αναβολή της επηρεάζει το θυμικό και αποδιοργανώνει το νευρικό σύστημα[3].
Πριν την καταλυτική του συνάντηση με τη Γυναίκα, ο αφηγητής εστιάζει το βλέμμα του σε ανθρώπινες παρουσίες, σκιώδεις μεν, αλλά παρουσίες. Η παρατήρηση των θαμώνων του ξενοδοχείου, με τις βασανιστικά χαμηλόφωνες συνομιλίες, έρχεται να εντείνει την αίσθηση μόνωσής του, έως ότου η εμφάνιση της Γυναίκας ανατρέπει τον ρυθμό της αφήγησης. Η έλξη που η αλλόκοτη αυτή παρουσία ασκεί στον αφηγητή είναι ακατανίκητη, το λευκό της φόρεμα και το άρωμα των μαλλιών της τον αναστατώνουν. Μέσα σ’ ένα παραλήρημα επιθυμίας, η γυναικεία μορφή επικοινωνεί σιωπηρά με το βλέμμα και καταλαμβάνει το είναι του αφηγητή, σαν ιέρεια μιας μυητικής τελετής ή σαν μουσική συμφωνία με τα crescendi του Ρομαντισμού.
Πώς το τοπίο εισβάλλει στη συνείδηση
Αυτομάτως στη συνείδησή του το τοπίο μεταλλάσσεται, ενώ ο ίδιος ανακαλύπτει τη γυναικεία του πλευρά. Όταν συνέρχεται από το εκστατικό -ανιμιστικό- αυτό βίωμα, ανακαλύπτει την ερήμωση του ξενοδοχείου του, τη μελαγχολική απουσία θνητών υπάρξεων. Στο δωμάτιό του μια αχνή λάμψη τού αποκαλύπτει τη «νυκτερινή», σεληνιακή έκφανση της ίδιας Γυναίκας, που τον καθηλώνει με τα θέλγητρά της. Στην ερωτική σκηνή που ακολουθεί, ο αφηγητής ενώνεται με την «ξερή γη» και με «το ανίσχυρο, πυρακτωμένο τοπίο», όταν αίφνης η Γυναίκα δίνοντας την εντύπωση λίθινου προσωπείου, εξαφανίζεται δίνοντας εκκίνηση σε μιαν άγρια θύελλα κάθαρσης. Ο αφηγητής, απολυτρωμένος μέσα από τη μεταφυσική, τρόπον τινά, συνεύρεση με τα στοιχεία της φύσης, αποκτά συνείδηση της υπόστασής του και απορροφάται από το τοπίο.
Σαν να βρίσκεται υπό την επιρροή παραισθησιογόνου, ο Τσβάιχ θέλει τον ήρωά του να μεταλαμβάνει ενός είδους θεϊκής ουσίας.
Η εκτόνωση της θεομηνίας παραπέμπει στον πνευματικό οργασμό του. Σαν να βρίσκεται υπό την επιρροή παραισθησιογόνου, ο Τσβάιχ θέλει τον ήρωά του να μεταλαμβάνει ενός είδους θεϊκής ουσίας, αντιπροσωπευτικής μιας λογοτεχνίας άκρως ιδεαλιστικής. Το ανθρώπινο περιβάλλον υποδέχεται γαλήνια την επομένη της καταιγίδας και η Γυναίκα επιστρέφει στη θνητή της ενσάρκωση, ξαναγίνεται η μορφή από όπου, σε μια πραγματιστική κατανόηση του κειμένου, εξαρχής εκπορεύτηκε το καλλιτεχνικό βίωμα: δεν είναι παρά ένα τυχαίο κορίτσι που παραθερίζει με τους γονείς της στο ίδιο ξενοδοχείο και του οποίου το βλέμμα διασταυρώνεται με το δικό του. Έτσι, στη Γυναίκα και το τοπίο, αναπλάθεται ένα παλιό μοτίβο ενσάρκωσης του τοπίου, που το ξαναβρίσκουμε στον πρώιμο Ρομαντισμό. Πρόκειται για μιαν εξιδανίκευση της γυναικείας φιγούρας ως απρόσιτης και αενάως επιθυμητής, ένα λογοτεχνικό σύστοιχο της πετραρχικής Λάουρας και της δαντικής Βεατρίκης.
Ο Τσβάιχ στην Ελλάδα
Η πρώτη εµφάνιση του Τσβάιχ στα ελληνικά γράµµατα έγινε το 1922 στο φιλολογικό περιοδικό Μούσα, όταν ο Λέων Κουκούλας µετέφρασε το ποίηµα Bruges, το µοναδικό µέχρι σήµερα ποίηµα του Τσβάιχ που έχει µεταφραστεί στη γλώσσα µας. Η παρουσία του Τσβάιχ στα ελληνικά λόγια περιοδικά του Μεσοπολέµου «Λογοτεχνική Επιθεώρηση», «Ελληνικά Γράµµατα», «Μακεδονικές ηµέρες», και κυρίως «Νέα Εστία» διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: αµιγώς λογοτεχνικά κείµενα και άρθρα. Στην πρώτη κατηγορία συµπεριλαµβάνονται βιογραφικά δοκίµια (για τον Τολστόι, τον Νίτσε, τον Προυστ), αλλά και µυθοπλαστικά έργα, κυρίως διηγήµατα και νουβέλες (Τα µάτια του αιώνιου αδελφού, Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή µιας γυναίκας), που δηµοσιεύθηκαν είτε αυτοτελή είτε σε συνέχειες. Στη δεύτερη κατηγορία εµπίπτουν λογοτεχνικά άρθρα (Το εγκώµιο του βιβλίου) και άρθρα ευρύτερου προβληµατισµού (∆ιεθνισµός ή κοσµοπολιτισµός;), που αντλήθηκαν από γαλλικά, κυρίως, περιοδικά[4]. Οι δεκαετίες του ’40 και του ’50 είναι οι χρυσές δεκαετίες του Τσβάιχ όσον αφορά τις µεταφράσεις και εκδόσεις των μυθοπλαστικών και βιογραφικών του έργων στην Ελλάδα, όμως πλέον η απουσία του από τα λόγια περιοδικά είναι ολοκληρωτική. Ούτε ένα κείµενο του δεν δηµοσιεύεται από το 1938 έως το 1973, για τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Στα χρόνια που µεσολαβούν από το 1973 µέχρι σήµερα, δηµοσιεύθηκαν επτά µεταφρασµένα κείµενα του Τσβάιχ: δύο σύντοµα ιστορικά δοκίµιά του σε µετάφραση Θανάση Νιάρχου στο περιοδικό «Ευθύνη», η µελέτη του για τον Προυστ στο περιοδικό «Γράµµατα και Τέχνες» και τέσσερα αποσπάσµατα από έργα του σε αντίστοιχα θεµατικά αφιερώµατα του περιοδικού «Το ∆έντρο». Στους µεταφραστές του Τσβάιχ συγκαταλέγονται επίσης ο Κωστής Μεραναίος, ο Αλέξανδρος Καρρέρ, ο Άγγελος Τρικολωνιός, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Γιάννης Μπεράτης, ο Παναγής Λεκατσάς, ο Γιώργης Σηµηριώτης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, η Μιµίκα Κρανάκη και η Φούλα Χατζηδάκη.
[1] «Ο Στέφαν Τσβάιχ ήταν διάσηµος σ’ ολόκληρο τον κόσµο. Το όνοµα του ήταν παγκοσµίως γνωστό όσο ελάχιστων άλλων, και δεν ήξερα κανέναν που να µοιράζεται µαζί του µια τόσο ευρεία και διαρκή διεθνή επιτυχία. Το κοινό δεν αγαπούσε µόνο ένα, αλλά τα περισσότερα έργα του, και δεν του έµεινε πιστό ένα χρόνο, αλλά σχεδόν δύο δεκαετίες. Είτε πήγαινε κανείς στο Κάιρο είτε στο Κέιπ Τάουν, στη Λισσαβώνα ή στη Σαγκάη, στην Τζακάρτα ή στην Πόλη του Μεξικού, δεν υπήρχε βιβλιοπωλείο, στο οποίο τα βιβλία του Στέφαν Τσβάιχ να µην λάµπουν στην πρώτη σειρά, και µάλιστα σχεδόν αδιάκοπα». Στον Βέρφελ παραπέμπει και ο Βάλτερ Πούχνερ, «Η Αυστρία στα ελληνικά γράµµατα και το ελληνικό θέατρο» στο: Βάλτερ Πούχνερ, Το θέατρο στην Ελλάδα, Παϊρίδης, Αθήνα 1992, σ. 280.
[2] Για µία πρώτη καταγραφή βλ.: Παναγιώτης Κ. Τσούκας, Εβελίνα Πλ. Περράκη, Στέφαν Τσβάιχ και Ελλάδα, Κάκτος, Αθήνα 2002
[3] Η αλληγορία παραπέμπει στη «Θύελλα», τον πίνακα όπου ο Τζιορτζόνε αναπαριστά την ποιητική ενατένιση, εμπνευσμένος από την «Αρκαδία» του Γιάκοπο Σαναζάρο.
[4] Τατιάνα Λιάνη, «Η πρόσληψη του Στέφαν Τσβάιχ στην Ελλάδα και το διεθνές της πλαίσιο», ανέκδοτη µεταπτυχιακή διπλωµατική εργασία, Θεσσαλονίκη 2005.
Η γυναίκα και το τοπίο
Στέφαν Τσβάιχ
Μτφρ: Βασίλης Πατέρας
Επιμ.: Νάσια Ντινοπούλου
Ροές 2013
Σελ. 80, Τιμή € 5,33