Του Νίκου Ξένιου
"Μan is a noble animal, splendid in ashes, and pompous in the grave..." Sir Thomas Browne
Ένα τεφροδοχείο κάνει το τελευταίο του ταξίδι στη βρετανική ύπαιθρο πριν την οριστική αποχώρηση του Τζακ Ντοντς από τον μάταιο τούτο κόσμο. Πρόκειται για μια «παραγγελία», την τελευταία, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του βιβλίου του Γκράχαμ Σουίφτ: Last orders, που το 1996 τιμήθηκε με τα βραβεία Booker και James Tait Black Memoria. Ο τίτλος του μυθιστορήματος παραπέμπει τόσο στην «τελευταία επιθυμία» όσο και στον «τελευταίο γύρο» (όταν μια παρέα παραγγέλνει ακόμη ένα «γύρο» από ποτά λίγο πριν κλείσει το μπαρ).
Συνάντηση στον «Ναό»
Zωές συνηθισμένων ανθρώπων, που έρχονται αντιμέτωποι με τον θάνατο, και των οποίων οι «φωνές» συγχέονται αρχικά, μέχρι ο αναγνώστης να κάνει τις λεπτές διακρίσεις, καθώς προχωρά το βιβλίο. Κάθε αφήγηση είναι η προσωπική πορεία καθενός στην κατεύθυνση της κατά μέτωπον συνάντησής του με το μοιραίο γεγονός. Η ιστορία ξεκινά στην παμπ «Άμαξα» του Ανατολικού Λονδίνου (που ο Ρέι την παραλληλίζει με Ναό: «τα μπουκάλια στη σειρά μοιάζουν με τους σωλήνες του εκκλησιαστικού οργάνου»). Η στάχτη του κρεοπώλη Τζακ Ντοντς πρέπει να σκορπιστεί στον άνεμο της πόλης Μάργκεϊτ, που βρίσκεται στη νότια ακτή, και όπου ο Τζακ ονειρευόταν (αλλά δεν το κατόρθωσε) να αποσυρθεί με τη γυναίκα του. Η Έιμι θα επισκεφθεί το καθυστερημένο παιδί τους στο ίδρυμα τη μέρα που η παρέα θα σκορπίσει τις στάχτες του άντρα της, μετά από πενήντα χρόνια πιστής αναφοράς σ’ αυτό.
Νεκρική ακολουθία
Τη σποδό του Τζακ συνοδεύουν, μέσα σε μια λιμουζίνα, τέσσερεις άνδρες: πρώτος, o Βινς, θετός γιος του Τζακ και της Έιμι, πωλητής αυτοκινήτων. Η τήρηση της οικογενειακής παράδοσης ανακόπτεται με τον θάνατο του Τζακ. Ο Βινς δεν προτίθεται να συνεχίσει την επιχείρηση "Ντοντς και Υιός, οικογενειακά κρεοπωλεία". Δεύτερος, ο Ρέι, ασφαλιστικός υπάλληλος που ποντάρει στον ιππόδρομο και είναι κύριος αφηγητής του βιβλίου. Από την παρέα των «κοντινών» που έχουν αναλάβει να φέρουν εις πέρας την «τελευταία παραγγελία» του Τζακ, ο Ρέι είναι ο πιο κοντινός: αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η αφήγησή του είναι η πιο πυκνή. Η φιλία τους έχει οικοδομηθεί στη Βόρεια Αφρική κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Τζακ τον έσωσε από βέβαιο θάνατο.
Εκεί υπηρέτησε και ο Λέννυ, φίλος «του ποτού» και υποκινητής συγκρούσεων στην ομάδα, ανταγωνιστής του Βινς. Είναι ο τρίτος της ομάδας. Τέταρτος, ο Βικ, ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών, ο οποίος θεωρεί συγγενή τα επαγγέλματα του χασάπη και του νεκροθάφτη, μια και πρόκειται, και στις δυο περιπτώσεις, για χειρισμό νεκρών σωμάτων. Το χιούμορ του Βικ είναι ωμό και κυνικό, παράλληλα όμως λειτουργεί και ως ρυθμιστής των διενέξεων της ομάδας. Τα μαγαζιά του Τζακ και του Βικ βρίσκονται στον ίδιο δρόμο, απέναντι το ένα στο άλλο. Στο μυθιστόρημα εξυφαίνεται ένας σημασιολογικός ιστός με τα σώματα των ανθρώπων, ντυμένα και γυμνά, με τα νεκρά ζώα στο χασάπικο, με τη φροντίδα των κρεάτων και με τις στάκτες των νεκρών. Με τις αφηγήσεις τους έρχονται να εξισορροπήσουν τη δομή του έργου αφενός ο ίδιος ο Τζακ Ντοντς, η σύζυγός του και η Έιμι Ντοντς, μητέρα της πνευματικώς υστερημένης Ιουνίας, και η Μάντυ, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.
Ελλείψεις και κενά
Όλοι έχουν από μια κόρη: ο Τζακ ουδέποτε επισκέφθηκε την καθυστερημένη κόρη του Ιουνία στο ίδρυμα. Η κόρη του Ρέι βρίσκεται στην Αυστραλία, και δεν έχει ακούσει νέα της για χρόνια. Η Σάλι, η κόρη του Λένι, είναι πόρνη. Ο δε Βινς πάντρεψε την κόρη του, με ωμό νταβατζιλίκι, μ’ έναν άραβα επιχειρηματία. Μια σειρά γονεϊκών αποτυχιών, ερωτικών απωθημένων, αποκρύψεων και μισοειπωμένων λόγων συνθέτουν την εικόνα: σαν να έχουν βάλει στοίχημα, τα πρόσωπα αυτά (που δεν είναι απαραίτητα φίλοι, αλλά ούτε και συγγενείς εξ αίματος) αφηγούνται εναλλάξ τη ζωή τους, τους έρωτές τους, τις απογοητεύσεις τους, τη γνωριμία τους με τον μεταστάντα, σε διαφορετικές χρονικές και ηλικιακές φάσεις, αλλά με κυρίαρχο θέμα τον θάνατο του Τζακ. Πρόκειται για παλαίμαχους μικροαστούς που συνδέονται μεταξύ τους με κοινά βιώματα (θητεία στον Δεύτερο Παγκόσμιο, ημιτελή όνειρα), αλλά και με την απροθυμία τους να επιχειρήσουν αλλαγές στη ζωή και την τύχη τους. Η έννοια της «τύχης» αμφισβητείται έντονα από τον Σουίφτ, ο οποίος επιστρατεύει την slang γλώσσα των εργατικών κοινωνικών στρωμάτων για να παραγάγει τη μυθοπλασία του. H πολύ καλή μετάφραση της Άντζελας Δημητρακάκη αποδίδει πλήρως την εξατομικευμένη «σλανγκ» καθενός από τους αφηγητές.
Λογοτεχνικά δάνεια
Ο καθηγητής λογοτεχνίας Φρόου από το Κουίνσλαντ της Αυστραλίας κατηγόρησε τον Σουίφτ για μίμηση του Φόκνερ στο Καθώς ψυχορραγώ[1]: ο Σουίφτ απάντησε λέγοντας πως φυσικά ο Φόκνερ τον έχει στοιχειώσει ως συγγραφέα[2]. Δεν αρνείται, λοιπόν, την επιρροή από τους μεγάλους προκατόχους του, αντιθέτως την θεωρεί αναπόφευκτη. Στην παράδοση πάντα της μεταμοντέρνας αφήγησης, ο Σουίφτ χτίζει την πλοκή μέσα από θραύσματα και στιγμιότυπα και κάνει μια καλά μελετημένη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, των ηθών, του αξιακού συστήματος της Μεγάλης Βρετανίας μετά τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα. Αποδίδει τις ματαιώσεις τις γενιάς του σαράντα και τη σύγκρουσή της με τις νεότερες γενιές μέσω του Βινς, του θετού γιου του Τζακ, που αντιδρά στις «ασφαλείς» ζωές της προηγούμενης γενεάς ακολουθώντας τις δικές του επιλογές.
Θάνατος σε νερό
Διατρέχοντας τον χάρτη της σύγχρονης Βρετανίας, καρφιτσώνοντας μικρά ορόσημα στην επικήδεια πορεία που διαγράφει το λείψανο, ο συγγραφέας κινεί τους χαρακτήρες του μέσα από τόπους συμβολικούς που παραπέμπουν σε Ναούς ή άλλα «σημεία συγκέντρωσης πιστών»[3] (το Ναυτικό Μουσείο, τον καθεδρικό ναό του Κάντερμπερι στο Κεντ, το Μάργκεϊτ, αλλά και τη βρετανική ύπαιθρο με τα εγκαταλελειμμένα μνημεία του ιστορικού της παρελθόντος). Τα πρόσωπα «συγκεντρώνονται» για να κάνουν τις μικρές τους τελετές, με έναν υποδόριο πρωτογονισμό που εκπλήσσει, και που είναι ίδιον της λογοτεχνίας του Σουίφτ. Τα τοπία πρωταγωνιστούν στο βιβλίο με τρόπο αντίστοιχο με εκείνον του Τσόσερ στις Ιστορίες του Κάντερμπερι. Οι αφηγήσεις των ηρώων κατά τη διάρκεια αυτού του road narration τους οδηγούν σε κάποιο είδος αφύπνισης: To εγκόσμιο και το πνευματικό αντιπαρατίθενται με πικρή ειρωνεία. Μερική είναι η γνώση μας της αλήθειας, εισηγείται με την πέννα του ο συγγραφέας: όπως κάθε αφηγητής προσθέτει ένα λιθαράκι στην κατανόηση της ζωής και του θανάτου του κεντρικού ήρωα, έτσι και καθένας από εμάς αντιλαμβάνεται τμηματικά, αποσπασματικά, ετεροχρονισμένα κι ελλειπτικά τις μεγάλες αλήθειες που διέπουν τη ζωή. Γι’ αυτόν τον λόγο, η πορεία του τεφροδοχείου του Τζακ Ντοντς προς την άμμο του Μάργκειτ με παραπέμπει πολύ περισσότερο στην «Έρημη Χώρα» του T.Σ. Έλιοτ (Waste Land), παρά στον Φόκνερ[4].
Γκράχαμ Σουίφτ
Μτφρ: Άντζελα Δημητρακάκη
Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2013
Σελ. 361, τιμή € 18,00
[1] "The simple fact is that Last Orders, in its plot and formal structure, is almost identical to that novel, without acknowledgement and without even, as far as I can see, the kind of knowing nod towards the earlier novel that would have made this acceptable. These are tricky issues, but the borrowing (if that's the right word) is substantial.(…) Mr Swift over-stresses the connection and makes it sound as though the whole point of Last Orders is to do a remodelling of Faulkner's book».
[2] «Faulkner was a ghostly presence - as were other writers. In Faulkner’s As I Lay Dying there was a rotting corpse, and in mine, ashes (…)I admire Faulkner very much, and there are obvious similarities between the narrative – although I have my jar of ashes, Faulkner has his rotting corpse, and the setting is clearly very different. So without my having begun the book – or continued writing it – with that novel constantly in my mind, I think there is a little homage at work.
[3] Points of congregation
[4] “Οn Margate Sands. I can connect Nothing with nothing. The broken finger-nails of dirty hands. My people humble people who expect Nothing”. (T.S. Eliot, Waste Land)