Το υπαρξιακό μυστήριο της λογοτεχνικής δημιουργίας δεν καθίσταται προσιτό μόνο με την «ανάγνωση» της εξωτερικής ρεαλιστικής επιφάνειάς της. Αντιθέτως, ακόμη και με τις πρώτες προσπάθειες «συλλαβισμού» της, ο τολμητίας βυθίζεται σε ένα μαγικό σύμπαν η ωραιότητα του οποίου θαμπώνει και τρομάζει∙ οι διαστάσεις του χάνονται στο άπειρο και το αίνιγμά του αποκτά τερατώδεις διαστάσεις. Η ψευδαίσθηση της ρεαλιστικής «λογικής» διαγραφής του παύει να υφίσταται.
Του Μάκη Πανώριου
Ο άνθρωπος, ως το υποτιθέμενο ανώτερο είδος αυτού του ασύλληπτου τοπίου, το διαπιστώνει πολύ πριν μετακομίσει από το πρωτόγονο νοηματικό του επίπεδο στον εχέφρονα εαυτό του. Ως έμβιο ον που προσεγγίζει τα αντικείμενα του καθημερινού περιβάλλοντός του με λογική, είναι απολύτως φυσικό να προσπαθήσει να «λογικοποιήσει» το ανεξήγητο. Το σύμπαν κατοικείται από «υπερδυνάμεις». Είναι οι Θεοί. Αρχέγονα υλιστικών προδιαγραφών υπερόντα, η καταγωγή των οποίων παραμένει ανερμήνευτη. Δεύτερη ανεξήγητη οντότητα οι Άνθρωποι. Και αυτοί υφίστανται, ως θεϊκό δημιούργημα, αν όχι και προέκτασή τους, αλλά επί της ουσίας το ίδιο ακατανόητοι και ανερμήνευτοι όπως και οι υποτιθέμενοι γεννήτορές τους. Ο Ποιητής, που εμφωλεύει στο εσωτερικό αόρατο έρεβός τους, ως κομιστής μιάς πιθανώς ασύλληπτης αρχέγονης μνήμης, θα επιχειρήσει να καταγράψει με τη συνδρομή της φαντασίας τις κινήσεις και συμπεριφορές Θεών και Ανθρώπων∙ ακατανόητες, ανεξήγητες, ανερμήνευτες, αλόγιστες, παράλογες, τερατώδεις, αγγελικές, υποδηλώνουν απλώς το μυστήριο των…δημιουργών τους. Οι εν λόγω εκφάνσεις-εκδηλώσεις, αυτής της ασύλληπτης πραγματικότητας, παρ’ όλη την παράδοξη επιφάνειά τους, υπονοούν ένα άλλο, ασύλληπτο βάθος που, όμως, δεν αναιρεί, ούτε την «υπερφυσική», ούτε, παραδόξως, και την «φυσική» καταγωγή τους∙ τις υπερτονίζει μάλλον.
Μόνο εργαλείο διαπραγμάτευσης, η φαντασία
Ο άνθρωπος, έκθαμβος μπροστά στο αείχρονο θαύμα της δημιουργίας, επιχειρεί να «εικονογραφήσει» αυτό το ασύλληπτο συμπαντικό τοπίο αντιμετωπίζοντάς το ως ένα μεγαλειώδες «Έργο Τέχνης». Το μόνο εργαλείο που διαθέτει για να το διαπραγματευτεί, και να το σχεδιάσει, είναι η φαντασία. Αλλά και η γνώση, και το βλέμμα, και η αίσθηση που τον βοηθούν να «συνομιλήσει» με το γήινο, το κοσμικό και το ανθρώπινο τοπίο. Δεν λύνει, φυσικά, το μυστικό πρόβλημά του, δεν θα το λύσει ποτέ. Η περιγραφή του συμπαντικού αινίγματος όμως, μοιάζει, παραδόξως, πολύ πιο σημαντική από την όποια ερμηνεία του. Μας το δίδαξε ο Όμηρος∙ και μέχρι των ημερών μας παραμένει ο μόνος του οποίου το βλέμμα προσέγγισε, αν δεν αποκάλυψε μάλιστα, τη μυστηριώδη «φύση των πραγμάτων», έμψυχων και άψυχων, ως αφάνταστα υλικά μιας αδιανόητης δημιουργίας. Δέχτηκε την επίθεση αυτού του μεγαλειώδους «Έργου Τέχνης», και το μετουσίωσε-μετέπλασε σε Ποίημα, αντανάκλαση του κοσμικού τοπίου. Το «φανταστικό» του σύμπαν, υπό αυτή την έννοια, είναι απολύτως φυσικό. Ως εκ τούτου, οι υπερφυσικές συμπαραδηλώσεις του (του εν λόγω σύμπαντος) είναι απλώς ασύλληπτες προεκτάσεις μιας αφάνταστης πραγματικότητας∙ ο Ποιητής τις δέχεται ως τέτοιες, ανεξαρτήτως του ότι δεν μπορεί να τις διερμηνεύσει λογικά. Την φιλοσοφική αυτή οπτική του θα υιοθετήσουν αργότερα και οι Τραγικοί.
Η ομηρική δημοκρατία θεών και ανθρώπων
Έτσι, στον ομηρικό στίβο, θεοί και άνθρωποι, με τις «φυσικές» ή «αφύσικες» ιδιομορφίες τους, κατέρχονται σχεδόν ως ίσοι. Η τραγωδία τους εκτυλίσσεται ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών που τους διαφοροποιούν. Αντανακλάσεις οι μεν των δε, υπό φιλοσοφική έννοια, και οπτική, υπονοούν, όπως ήδη προειπώθηκε, το ασύλληπτο μυστήριο της αδιανόητης καταγωγής τους, που ο ανθρώπινος νους αδυνατεί, έστω και εκ του μακρόθεν, να προσεγγίσει = αρκείται απλώς στην αποδοχή της ως ακατανόητο φυσικό δεδομένο. Ο Όμηρος, ωστόσο, υπό το πρόσχημα του μεγαλειώδους παραμυθιού του, ρίχνει ένα τολμηρό, τρομώδες υπαρξιακό βλέμμα στο χάος, τη μοναδική, πιθανώς, γενεσιουργό μήτρα του σύμπαντος κόσμου. Και είναι αυτό ακριβώς το βλέμμα που τον διαφοροποιεί από το να είναι ένας απλός παραμυθάς. Ο Όμηρος είναι ένας μεγαλόπνοος δημιουργός που χρειάζεται ειδική ανάγνωση, προκειμένου να αποκαλύψει το «άλλο» κείμενο που υποκρύπτεται κάτω από την γοητευτική επιφάνεια της θαυμαστής μυθολογίας του, ειδική ανάγνωση, η οποία και φωτίζει και αποκαλύπτει «το πρόσωπο του κοσμικού αινίγματος». Δεν το καθιστά κατανοητό, πολύ δε περισσότερο, δεν το επιλύει. Οι εκδηλώσεις του, όμως, όπως ήδη προειπώθηκε, επιβεβαιώνουν την ασύλληπτη και αδιανόητη καταγωγή της δημιουργίας. Ο Όμηρος καταγράφει και σχεδιάζει τον μεγαλειώδη «Ήχο» της. Η ειδική ανάγνωσή του, επαναλαμβάνω, το αποδεικνύει. Ως εκ τούτων, λάθος ανάγνωση, στερεί την επικοινωνία με το εσωτερικό σύμπαν του Ομήρου, οδηγώντας σε εσφαλμένες εκτιμήσεις του έπους.
«Καλώς έγινε ο πόλεμος για ένα τέτοιο πλάσμα». Και πολύ σωστά, διότι η Ελένη είναι το σύμβολο του Θείου Κάλλους, για το οποίο αξίζει κανείς να αγωνίζεται. «Σκοτεινό» και «Δυσνόητο», λοιπόν το Κάλλος; Όχι, βέβαια∙ απλώς δεν περιγράφεται. Βιώνεται μόνο.
Οι διορθώσεις της κυρίας Μίλερ...
Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει με την κυρία Μάντλιν Μίλερ, Αμερικανίδα καθηγήτρια αρχαίων ελληνικών και λατινικών, η οποία επιχειρεί με «Το τραγούδι του Αχιλλέα», το πρώτο της μυθιστόρημα, να «ξαναγράψει» την Ιλιάδα. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι… διορθώνει τον Όμηρο, πράγμα που επίσης σημαίνει ότι, παρ’ όλη την ενασχόλησή της με την ελληνική μυθολογία και τη μελέτη του Ομήρου, επί της ουσίας, της διαφεύγει. Η επιλογή συγκεκριμένων στιγμών του έπους, που δέχονται τη «λογική, σωστή» διερμηνεία της συγγραφέως, το αποδεικνύει.
Η Ελένη, κατ’ αρχήν – που είναι το ουσιώδες κέντρο του ομηρικού σύμπαντος, με υπαρξιακές προεκτάσεις. Η κυρία Μίλερ τη θεωρεί «…ως ένα από τα λιγότερα ζωντανά πρόσωπα της ιστορίας… εντελώς σκοτεινή και δυσνόητη…» Είναι απλώς, συνεχίζει «…η μυστηριώδης αιτία του πολέμου που επί του πρακτέου δεν έχει κανένα νόημα ή πραγματική σημασία για τους περισσότερους απ’ όσους πολεμούσαν». Η απαγωγή της βασίλισσας ενός κράτους δεν έχει κανένα νόημα ή πραγματική σημασία; Την απάντηση ωστόσο στην κυρία Μίλερ δίνει ο ίδιος ο Όμηρος, δια στόματος των γερόντων Τρώων στη εκθαμβωτική θέα της Ελένης: «Καλώς έγινε ο πόλεμος για ένα τέτοιο πλάσμα». Και πολύ σωστά, διότι η Ελένη είναι το σύμβολο του Θείου Κάλλους, για το οποίο αξίζει κανείς να αγωνίζεται. «Σκοτεινό» και «Δυσνόητο», λοιπόν το Κάλλος; Όχι, βέβαια∙ απλώς δεν περιγράφεται. Βιώνεται μόνο.
Αυτή τη βιωματική όψη του ανθρώπινου τοπίου θα την συναντήσει ο αναγνώστης του μέγιστου των ποιητών και σε άλλα επεισόδια του έπους του. Ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό η επίσκεψη του βασιλιά Πριάμου εν μέσω νυκτός στον Αχιλλέα για να ζητήσει το νεκρό γιό του Έκτορα. Η σκηνή είναι συγκλονιστική και εκθέτει όλο το ανεξήγητο ανθρώπινο αίνιγμα. Ο γέροντας θρηνεί το χαμένο παιδί του και ο μέγιστος των Ελλήνων το νεκρό σύντροφό του. Θύματα και οι δύο μιάς αδιανόητης ειμαρμένης το μόνο που είναι σε θέση να κάνουν είναι να την διαπιστώνουν. Το επεισόδιο, ωστόσο, εγείρει ένα τεράστιο ρεαλιστικό πρόβλημα ‘αληθοφάνειας’. Πώς είναι δυνατόν ο υπερήλιξ Πρίαμος να διασχίσει μέσα στο βαθύ σκότος την απέραντη πεδιάδα της Τροίας, να…κολυμπήσει στον Σκάμανδρο και, κυρίως, να περάσει μέσα απ’ το στρατόπεδο των Αχαιών χωρίς να γίνει αντιληπτός απ’ τους φρουρούς, και πώς, επίσης, γνωρίζει ποια είναι η σκηνή του Αχιλλέα; Είναι αδύνατον, φυσικά. Όχι, όμως, για τον Όμηρο. Ο Ποιητής είναι σαφής: Τον γέροντα βασιλιά οδήγησε ένας θεός, ο Ερμής, ο οποίος κοίμισε τους φύλακες και υπέδειξε τη σκηνή του ήρωα.
...αγνοούν τον προφανή ομηρικό ρεαλισμό: το φανταστικό
Η κυρία Μίλερ απορρίπτει τη… θεϊκή επέμβαση ως φανταστική, αγνοώντας το προφανές: Το φανταστικό στον Όμηρο είναι, πολύ απλά, ένας αδιανόητος ρεαλισμός. «Η χάρη των θεών με οδήγησε», λέει ο δικός της Πρίαμος, όπως λέμε αόριστα σήμερα «Με τη βοήθεια του θεού», και η σκηνή χάνει εντελώς την αληθοφάνειά της. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον θάνατο του ήρωα. Ο Αχιλλέας είναι ημίθεος. Προέρχεται από δύο διαφορετικά είδη. Από έναν άνθρωπο και από μία θεά. Το γήινο τμήμα του όμως τον καθιστά τρωτό. Η μητέρα του, η θαλάσσια θεά Θέτις, θα επιχειρήσει να τον κάνει…ολόκληρο αθάνατο. Κρατώντας τον από την φτέρνα θα τον βυθίσει στα νερά της Στυγός. Είναι και το μοναδικό σημείο του σώματός του που παραμένει γήινο, είσοδος θανάτου. Εκεί, λοιπόν, θα τον τοξέψει ο Πάρις και θα τον θανατώσει. Έκτοτε η «αχίλλειος πτέρνα» θα αποκτήσει συμβολικές διαστάσεις. Η κυρία Μίλερ, ως σύγχρονος σκεπτικιστής, σχολιάζει: «…έβρισκα αυτή την ιστορία πολύ εξωπραγματική (σικ!) Σε τελική ανάλυση, ποιός πεθαίνει από τραύμα στη φτέρνα του;» Μα από πληγή που μπορεί να έχει προκληθεί από δηλητηριασμένο βέλος, κυρία Μίλερ. Ή από θανατηφόρο δάγκωμα δηλητηριώδους ερπετού, ή σκορπιού, ή από κατεστραμμένο τένοντα, ή από επικίνδυνη μόλυνση. Καταθέτει, λοιπόν, το «πειστικό» της επιχείρημα, αντλώντας το από την γερμανική μυθολογία: Ο Ζίγκφριντ που έχει λουστεί στο αίμα του δράκου καθίσταται αθάνατος, εκτός από ένα σημείο στην πλάτη του που έχει κολλήσει ένα φύλλο δέντρου. Μάλιστα, ο καθείς μπορεί να πεθάνει από πάθηση της πλάτης. Διορθώνει, λοιπόν, τον... Όμηρο. «Πού να τον χτυπήσω;» ρωτάει ο Πάρις τον θεό Απόλλωνα. «Όπου να΄ναι», απαντά ο θεός. «Θνητός είναι»∙ και θανατώνεται, φυσικά από το βέλος…της κυρίας Μίλερ.
Δεν είναι οι μόνες «διορθώσεις» που κάνει στον Όμηρο η κυρία Μίλερ. Στη μήνιν του Αχιλλέα εναντίον του Αγαμέμνονα η θεά Αθηνά, αόρατη, είναι που συγκρατεί τον παρορμητικό ήρωα να μην χρησιμοποιήσει το σπαθί του εναντίον του βασιλιά των Μυκηνών, αλλά τον αιχμηρό Λόγο. Και ο ήρωας το κάνει: «Ατρεείδη κύδιστε, φιλοκτεανώτατε πάντων» (Α,122), τον αποκαλεί και τον…πληγώνει πολύ πιο εύστοχα απ’ ότι θα έκανε με τον σπαθί του. Η κυρία Μίλερ, όμως, διαφωνεί: «Όλο αυτό (το επεισόδιο) αποσπούσε εντελώς την προσοχή…» Κι έτσι, «…αποφάσισα να εισάγω μια αποκάλυψη σε ψυχολογικό επίπεδο και να εγκαταλείψω κατά τα άλλα την Αθηνά». Την βγάζει, λοιπόν, από τη μέση, βγάζει και το επεισόδιο από την αμεσότητά του, όπως, πολύ σοφά το τοποθετεί ο Όμηρος στο έπος του, και βάζει τον Αχιλλέα να το… αφηγείται αργότερα στον Πάτροκλο, μεταξύ τυρού και αχλαδίου.
Νοηματική δοκιμασία για τον αναγνώστη
Ο υποτιθέμενος ρεαλισμός της συγγραφέως θέτει, ωστόσο, σε νοηματική δοκιμασία, επαναλαμβάνω, τη λογική του αναγνώστη. Η θυσία της Ιφιγένειας, επί παραδείγματι, δεν είναι πλέον το αθώο θύμα ενός θεοκρατικού καθεστώτος, αλλά ένα «ζώο» που σφαγιάζεται απ’ όλους, παρουσία όλων. Μια αποτρόπαιη σκηνή, κατά πάσα πιθανότητα αντιγραμμένη από τους «ηρωισμούς» των αμερικανών στρατιωτών στο Γκουντανάμο. Εξίσου φρικιαστική και απίθανη είναι η σκηνή με τον νεκρό Έκτορα να τον σέρνει ο Αχιλλέας με το άρμα του γύρω από την Τροία, μέρες και μέρες. Αν όμως δεν φρόντιζαν οι θεοί να το διατηρούν άφθαρτο θα είχε πολτοποιηθεί από την πρώτη κιόλας ημέρα. Η κυρία Μίλερ το… διατηρεί χωρίς τους θεούς. Πώς; Μόνο αυτή γνωρίζει. Δεν μπορεί ωστόσο να αποφύγει την συνάντησή της με δύο τουλάχιστον «μυθικά» πλάσματα. Τον κένταυρο Χείρωνα, διδάσκαλο όλων των ηρώων, και τη θεά Θέτιδα, μητέρα του Αχιλλέα. Όμως, ο μεν Χείρωνάς της μοιάζει με καρικατούρα αμερικανού πανεπιστημιακού καθηγητή, η δε Θέτις θυμίζει, σύμφωνα με τον συγγραφέα Γκρέγκορι Μαγκουάιρ, την Αμερικανίδα ηθοποιό… Αντζέλικα Χιούστον. Ως χαρακτήρας είναι κάτι μεταξύ τέρατος και μέγαιρας. Παράδειγμα. Βλέπει τον αγαπημένο της γιο Αχιλλέα να θρηνεί σπαραχτικά δίπλα στο νεκρό σύντροφό του Πάτροκλο και το μόνο που του λέει για να τον… παρηγορήσει είναι: «Χαίρομαι που πέθανε». Ποια πραγματική μητέρα θα το έλεγε αυτό;
Τέλος, δίνεται η εντύπωση ότι η κυρία Μίλερ ξαναγράφει την Ιλιάδα. Παρ’ όλες τις επί μέρους λεπτομέρειες και τα επεισόδια, που συνηγορούν, υποτίθεται, υπέρ αυτής της απόψεως, στην πραγματικότητα δεν το κάνει. Τεχνηέντως, επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην «ερωτική» σχέση Αχιλλέα–Πάτροκλου, με ανάλογες φυσικά σκηνές που παραπέμπουν στη σαπουνόπερα «Sex and the city». Ενδεικτικό δείγμα:
Αχιλλέας: Σου έχω πει πόσο μου αρέσει το μαλλάκι σου έτσι όπως πέφτει στο μέτωπό σου;
Πάτροκλος: (Κοκκινίζοντας) Όχι.
Αχιλλέας: Κι αυτό το λακκάκι στο λαιμό σου;
Πάτροκλος: (Τρέμοντας) Όχι.
Η συνέχεια επί της… κλίνης. Δεν έχει νόημα να συνεχίσω. Παραθέτω μόνο το… αποστομωτικό επιχείρημα της κυρίας Μίλερ: «Ήξερα πού κατέληξαν ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος∙ ήθελα να περιγράψω το πώς έφτασαν ως εκεί και τι (!) συνέβαινε μεταξύ τους που ο Όμηρος δεν κατέδειξε». Μάλιστα. Το κατέδειξες, κυρία Μίλερ, γι’ αυτό εξάλλου και… βραβεύτηκε το μυθιστόρημά σας. Αλλά, το τι πραγματικά και επί της ουσίας κατέδειξε ο Όμηρος στο έπος της Τροίας, με θεούς και ανθρώπους να εκθέτουν μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας την αιώνια ανθρώπινη τραγωδία, ας το αναζητήσει ο αναγνώστης στη μεγαλειώδη Ιλιάδα του. Εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια παραμένει, και θα παραμένει εσαεί, το θαυμαστό κάτοπτρο εντός του οποίου ο παγκόσμιος άνθρωπος αντικρίζει το αυθεντικό είδωλό του. Αρκεί να διαθέτει το κατάλληλο βλέμμα.
Madeline Miller
Μετφρ: Αναστασία Κολλιοντζή
Επιμέλεια: Λουκία Παπαγεωργίου
Εκδόσεις Διόπτρα, 2013
Τιμή: € 17,00 σελ.: 494