
Του Γιώργου Βέη
Τόπος: H.Π.Α. Τα άδεια, παντέρημα περίχωρα του Σαν Ντιέγκο, αλλά και κι ένα Μουσείο, όπου προβάλλεται, όλη μέρα, σε ιδιαίτερα αργή κίνηση, χωρίς μάλιστα ήχο, η πασίγνωστη ταινία του Χίτσκοκ Ψυχώ. Χρόνος: 2006, τέλος καλοκαιριού, αρχή φθινοπώρου.
Μας δίνεται επίσης, το διήμερο 3 και 4 Σεπτεμβρίου της προβολής του Ψυχώ, με την οποία ανοίγει και κλείνει το από πολλές απόψεις συναρπαστικό, πολυεπίπεδο αυτό μυθιστόρημα του ήδη πολυβραβευμένου, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, Ντον ΝτεΛίλλο (1936, Μπρονξ της Νέας Υόρκης).
Κύρια πρόσωπα: ένας ανώνυμος, μονομανής, προφανώς σχιζοειδής θεατής του Ψυχώ, ο οποίος από το πρωί ως το βράδυ επιμένει να βλέπει όρθιος την ταινία, ο Ρίτσαρντ Έλστερ, 73 ετών, συνταξιούχος σύμβουλος του Πενταγώνου, ο οποίος αυτοεξορίζεται στην απομόνωση της ερήμου του Σαν Ντιέγκο για να στοχαστεί πώς π.χ. θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, ένας πόλεμος να αποκτήσει εκ των προτέρων την υφή ενός καλοδουλεμένου κι άλλο τόσο λεπτεπίλεπτου χάι κου, η κόρη του Ρίτσαρντ Έλστερ, η αλαφροΐσκιωτη Τζέσικα, η οποία τον επισκέπτεται από τυπικό μάλλον ενδιαφέρον για να εξαφανισθεί στη συνέχεια ως ατμός της ύπαρξης, για λόγους που μπορούμε μόνο να εικάσουμε και ένας νέος σκηνοθέτης, ενδεικτικός μποέμ του Μανχάταν, ονόματι Τζιμ Φίνλι, ο οποίος ενδιαφέρεται με την θέρμη, που διακρίνει συνήθως τους νεοφώτιστους του είδους, να γυρίσει μια αντιεμπορική, χαμηλότατου κόστους ταινία, βασισμένη εξ ολοκλήρου στην πολυετή, αρκετά επιτυχή κατά τα φαινόμενα σταδιοδρομία του εμπειρογνώμονα των μαχών, των ειδικών εκκαθαρίσεων και των εισβολών σε τρίτες χώρες Ρίτσαρντ Έλστερ. Το κουαρτέτο αυτό λειτουργεί απρόσκοπτα, προβάλλοντας σταδιακά, πολυφωνικά και αρμονικά ταυτοχρόνως τις αντιπροσωπευτικότερες πτυχές του κοσμοειδώλου, όπως αναπτύσσεται τις τελευταίες κρίσιμες δεκαετίες στον δυτικό κόσμο.
Πιθανή αφετηρία των ανελίξεων της γραφής η παλαιότερη καφκική θέση: «Δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από έναν πνευματικό κόσμο∙ αυτό που ονομάζουμε υλικό κόσμο είναι το Κακό στον πνευματικό, και αυτό που ονομάζουμε κακό είναι μόνο μια αναγκαιότητα μιας στιγμής της αιώνιάς μας εξέλιξης».(Βλ. Φραντς Κάφκα, Αφορισμοί, μετάφραση: Γιώργος Βαμβαλής, εκδόσεις Επίκουρος, 1970). Συγκρατώ ότι προβάλλονται, συν τοις άλλοις, έντονα οι πολεμικές επιχειρήσεις στο Ιράκ, ενώ εμμέσως πλην σαφώς θίγεται το μέγα ζήτημα της ανασφάλειας των συμπολιτών του Τζιμ Φίνλι και του Ρίτσαρντ Έλστερ, όπως προκύπτει μετά την τραγωδίας της 11ης Σεπτεμβρίου, θέμα το οποίο απασχολεί ιδιαιτέρως και διαχρονικά τον συγγραφέα.
Σημειώνω ότι ο όρος «σημείο ωμέγα» απαντά σε τρεις σελίδες του βιβλίου, ήτοι διαδοχικά: 58, 78 και 104. Πρόκειται για ένα διακριτό «άλμα έξω απ΄ τη βιολογία μας» και αφορά στην επιστροφή του ανθρώπου στην ανόργανη ύλη, να γίνει «πέτρα σ΄ ένα χωράφι» μετά από μια οριακή «εξάντληση της συνείδησης». Επισημαίνω ότι η απουσία ήχου στην αρχή και στο τέλος του Σημείου Ωμέγα, η διαγραφή της κανονικότητας, η οποία οφείλει να συνέχει εξ ορισμού τη ζωή των όντων, η εγκατάλειψη του ατόμου μέσα στη χαοτική προοπτική του χρόνου, αν μη τι άλλο δείχνουν σταθερά προς την πλευρά ενός άλλου συλλογισμού, ο οποίος διατυπώνεται ευκρινώς στη Φιλοσοφία του Πνεύματος του Χέγκελ ως εξής: «Η λέξη σαν ήχος σβήνει στο χρόνο. Ο χρόνος παράγεται έτσι στη λέξη σαν μια αφηρημένη αρνητικότητα, δηλαδή σαν μια καθαρά καταστρεπτική αρνητικότητα». Κι αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα της εμπλοκής του φιλοσοφικού τρόπου σκέπτεσθαι στη ροή της αφήγησης.
Η θεματολογία και η όλη κειμενική ανάπτυξη παραπέμπει βεβαίως σε δημιουργικές εμμονές ή πάγια μοτίβα του συγγραφέα, δηλαδή σε γόνιμα patterns, όπως θα μας συμβούλευε εν προκειμένω η λογική των Τεσσάρων Κουαρτέτων του Τ. Σ. Έλιοτ. Η προσφυγή και στη συνέχεια η υποταγή, φέρ΄ ειπείν, στη μαγεία της εικόνας του Άλλου και η παρεπόμενη, πλήρης απορρόφηση του προαναφερόμενου ανωνύμου θεατή του Ψυχώ από ό, τι συνιστά την αίγλη των ινδαλμάτων του κινηματογράφου, μας θυμίζει αμέσως το ίδιο οξύτατο πρόβλημα, το οποίο αντιμετωπίζει ένας άλλος θεατής, επώνυμος όμως αυτή τη φορά, ο αιθεροβάμων Leo Zhelezniak, ο οποίος αρέσκεται να βλέπει 3-4 κινηματογραφικές ταινίες ημερησίως. Ο τύπος αυτός, εξόχως αντιπροσωπευτικός του πανθέου των νευρωσικών χαρακτήρων του συγγραφέα, πρωταγωνιστεί στο διήγημα «The Starveling», το τελευταίο δηλαδή από τα εννέα της πρώτης, αμετάφραστης προσώρας στα ελληνικά, συλλογής διηγημάτων του Ντον ΝτεΛίλλο, η οποία εκδόθηκε το 2011, με τίτλο The Αngel Esmeralda, ένα χρόνο δηλαδή μετά την κυκλοφορία στις Η.Π.Α. του «Σημείου Ωμέγα».
Ισχυρίζομαι εδώ ότι αρκετά από τα πρόσωπα, τα οποία μπαινοβγαίνουν, ελαφρώς μεταμφιεσμένα, στο γενικότερο συγγραφικό έργο του Ντον ΝτεΛίλλο συναποτελούν φορείς των ίδιων ψυχικών παθών, των ίδιων υστεριών, των ίδιων συμπλεγμάτων, που ανιχνεύονται στη βάση του μεγακειμενικού του διαβήματος- οιονεί «work in progress». Όπως οι απόψεις για το χρόνο, την ειδικότερη ανθρώπινη συνθήκη, τη μετάλλαξη των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων επανεμφανίζονται και ανανεώνονται από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα του Ντον ΝτεΛίλλο, έτσι και τα υποκείμενα του, ως αναπόσπαστοι ψυχικοί κρίκοι της μυθοπλασίας του, μας κλείνουν το μάτι, τονίζοντας με τον τρόπο τους τα αλληλένδετα γνωσιολογικά, φιλοσοφικά ακόμη και αμιγώς επιστημονικά σχήματα, τα οποία προκαθορίζουν την ίδια την αφηγηματική τροπή και εξέλιξη. Εξ ου και το κυριολεκτικό βίδωμα στο πολύσημο παρόν έργο ποικίλων σημαινουσών ιδεών, οι οποίες εντοπίζονται σε προηγούμενα μυθιστορήματα. Ας δούμε, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, πώς πραγματεύεται ένα πρόσωπο από το έργο του Ντον ΝτεΛίλλο Κοσμόπολις το ζήτημα, για παράδειγμα, τόσο του νοήματος του περιβάλλοντος κόσμου, όσο και το αντίστοιχο, το οποίο αφορά στο σβήσιμο του Εγώ μέσα στη συμπαντική δίνη: «Υποτίθεται ότι ο κόσμος έχει ένα δικό του ανεξάρτητο νόημα. Τίποτα όμως δεν είναι ανεξάρτητο. Το καθετί εισδύει σε κάτι άλλο. Οι ασήμαντες μέρες μου χύνονται μέσα σε έτη φωτός. Γι΄ αυτό και δεν μπορώ παρά να προσποιούμαι ότι είμαι κάποιος. Και γι’ αυτό στην αρχή, δουλεύοντας αυτές τις σελίδες, ένοιωθα ετερόφωτος. Δεν ήξερα αν ήμουν εγώ που έγραφα τόσο σαν κάποιος στον οποίο θέλω να μοιάσω». (Μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης, εκδόσεις επίσης του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 2004, σελ.70 επ.).
Προσεγγίζοντας την ψυχοπαθολογία του ως άνω θεατή του Ψυχώ, μας περιμένει εκεί, ως θεματολογική επωδός, η ίδια η αίσθηση της ανάγκης για εξαφάνιση του υποκειμένου μέσα στον ωκεανό της ανωνυμίας, όπου πιθανολογείται η ποθητή, πλην μάταια από όσο φαίνεται λύτρωση του είναι. Η απαλλαγή από το όνομα, η πολύ καθυστερημένη αναζήτηση της μακαριότητας μέσα στην ερημιά του ακόμη επώνυμου, γέροντα πλέον Ρίτσαρντ Έλστερ, η ώθηση στα άκρα του βιώματος της Άρνησης της πραγματικότητας μέσα από την έκδηλη φυγή προς το φαντασιακό, υποδηλώνουν την άτακτη υποχώρηση του σημερινού ατόμου μπροστά στα όσα δεινά επαπειλούνται από ό, τι οικοδόμησε το ίδιο αυτό άτομο, επιθυμώντας διακαώς κάποια στιγμή του εμφανώς παράλογου βίου του να ξεπεράσει την ίδια τη Φύση, προσανατολισμένο συνειδητά σ΄ ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα. Κι εδώ η προοπτική της εσωτερικής δράσης θα συναντήσει ό,τι αναλόγως αναπτύχθηκε από τον Ντον ΝτεΛίλλο λίγα χρόνια πριν. Έστω οι εξής κρίσεις «..στην ουσία όλα τα φαινόμενα είναι τυχαία. Εντάξει, εφαρμόζεις τα μαθηματικά και άλλες επιστήμες. Σε τελική ανάλυση όμως έχεις να κάνεις με ένα ανεξέλεγκτο σύστημα. Μια υστερία σε υψηλές ταχύτητες, μέρα τη μέρα, λεπτό το λεπτό. Οι άνθρωποι στις ελεύθερες κοινωνίες δεν είναι ανάγκη να φοβούνται την κρατική παθολογία. Εμείς δημιουργούμε τη δική μας τρέλα, τις δικές μας μαζικές διαταραχές, οδηγημένοι από σκεπτόμενες μηχανές που δεν τις ελέγχουμε ολοκληρωτικά. Και η τρέλα τις περισσότερες φορές περνάει απαρατήρητη. Απλούστατα, έτσι ζούμε» (Βλ. Κοσμόπολις, σελ. 96). Το εν λόγω αδιέξοδο είναι ό,τι ακριβώς βιώνει τόσο στο τέλος της ζωής του ο Ρίτσαρντ Έλστερ, όσο και ο Τζιμ Φίνλι στην αρχή της δικής του επαγγελματικής δράσης. Οφείλονται ευχαριστίες από τον χώρο αυτό στη μεταφράστρια.

Σημείο Ωμέγα
Μτφρ. Ελένη Γιαννακάκη
Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2012
Σελ. 122