Του Παναγιώτη Γούτα
Οι εκδόσεις Ηριδανός σε στρωτή μετάφραση του Γιάννη Λειβαδά αλλά με αρκετά λάθη στην επιμέλεια των κειμένων (κακή στίξη, ορθογραφία κτλ), μας παρουσιάζουν το Σκοτώνοντας την ώρα τού διάσημου Τσαρλς Μπουκόβσκι, ένα βιβλίο που, όπως αναφέρεται και στο εξώφυλλο, αφορά κείμενά του από αρχεία και σημειωματάρια αναφορικά με τη χρονική περίοδο 1944-1990.
Θεωρώ τον Μπουκόβσκι ρωμαλέο και γνήσιο συγγραφέα και το ρεύμα του βρόμικου ρεαλισμού (όπως άλλωστε και το κίνημα των μπίτνικ) φωτεινές στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μια τάση κι ένα ύφος γραφής που απλώθηκε σε πολλές χώρες με ιδιαίτερη επιτυχία (πχ. στην Κούβα με τον Γκουτιέρες) και που αποτέλεσε πρόδρομο μιας πιο εξελιγμένης και έντεχνης σύγχρονης λογοτεχνίας –κυρίως πεζογραφίας– με σημαντικότερο εν ζωή εκπρόσωπό της τον Αμερικανό μυθιστοριογράφο Φίλιπ Ροθ.
Διαβάζοντας τα κείμενα του Μπουκ. έκανα κάποιες απλές σκέψεις. Πρώτον: Σπανίως, πλέον, σημερινοί συγγραφείς να δώσουν τόσο άμεσα, αδρά, αυθεντικά, λιτά, και ευθύβολα κείμενα. Δεύτερον: Σπανίως ένας σημερινός συγγραφέας που θα επιχειρούσε να γράψει με τον τρόπο του Μπουκ. θα είχε την τύχη να εκδοθεί στην Ελλάδα από οποιονδήποτε εκδοτικό οίκο, αφού θα χαρακτηριζόταν μη λογοτεχνικά ορθός λόγω της αφόρητης αυτοαναφορικότητάς του, εκτός αν ο ίδιος χρηματοδοτούσε την έκδοσή του, οπότε θα λύνονταν ακαριαία όλα τα προβλήματα. Τρίτον: Το παρακμιακό σκηνικό της δεκαετίας του ’40, του ’50 και του ’60 στην Αμερική, προσεγγίζει την εν Ελλάδι σημερινή οικονομική κρίση και την κοινωνική σήψη – μάλλον τα πράγματα εδώ και σήμερα είναι χειρότερα απ’ ό,τι εκεί, τότε. Τέλος, πολλά από τα λεγόμενα του συγγραφέα (ατάκες, ευφυολογήματα, μεμονωμένες φράσεις, απόψεις, κρίσεις, περιγραφές προσώπων και καταστάσεων, μεθυσμένα λόγια κτλ.) είναι κατά παράξενο τρόπο απολύτως εναρμονισμένα με σημερινές καταστάσεις, εκφράζοντας την διεφθαρμένη κοινωνία μας. Μια πρόχειρη εξήγηση που δίνω: Η ζωή δεν έχει αλλάξει σημαντικά εδώ και αρκετές δεκαετίες, και οι πάσης φύσεως παθογένειες (κοινωνικές, ατομικές, καλλιτεχνικές, πολιτικές) ανακυκλώνονται συνεχώς με μαθηματική πρόοδο.
Δεν θα σταθώ διόλου στην υπόθεση των κειμένων. Θα αφήσω τον ίδιο τον Μπουκ. να μιλήσει με επιλεγμένες ατάκες του, κι εσείς αναλογιστείτε το ποσοστό αλήθειας που εκφράζουν.
Δεν ένιωθα μόνος. Είχα κατάθλιψη, τάσεις αυτοκτονίας, αλλά αυτό δεν είχε καμία σχέση με τη μοναξιά. Το να είσαι μόνος σημαίνει ότι χρειάζεσαι κάποιον. Εγώ δεν χρειαζόμουν. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν να μην με πιέζουν οι άλλοι. Τι έκανα μαζί με όλους τους άλλους σ’ εκείνο το μπαρ; Τους παρατηρούσα. (σελ. 7)
Η Νίνα έπαιρνε χάπια κι εγώ ήμουν αλκοολικός, δοκίμασα όμως τα χάπια της κι εκείνη τα ποτά μου, δεν ήμασταν προκατειλημμένοι ο ένας για τον άλλον. (σελ. 21)
Έτσι λοιπόν ήμουν εκεί όντας 56 χρόνων καθισμένος στο δυτικό Λος Άντζελες στις 3:45 το μεσημέρι με δύο από τις ομορφότερες γυναίκες σε όλη την Αμερική – ή και σε όλον τον κόσμο. Και με δύο από τις πιο γελοιωδώς σκληρόκαρδες γυναίκες στον κόσμο – ήταν προσκολλημένες στην εικόνα τους και στον τρόπο που οι άντρες ανταποκρίνονταν στην εικόνα τους, και ήταν δύσκολο για εκείνες να παραμείνουν ευγενικές ψυχές υπ’ αυτές τις συνθήκες... Η όλη κατάσταση ήταν μπερδεμένη και θανατερή και υπέροχη. (σελ. 23)
Η φύση ήταν ανέκαθεν καλύτερη από την τέχνη. (σελ. 39)
Σε μια πόλη βρήκα ένα εγκαταλειμμένο νεκροταφείο και την έπεσα εκεί για ύπνο μέσα στο καταμεσήμερο προσπαθώντας να ξεμεθύσω. Σε μια άλλη πόλη κάθισα για ώρες και κοιτούσα ένα βρόμικο κανάλι που έζεχνε, δίχως να σκέφτομαι τίποτα. Χρειαζόμουν ώρες, μέρες, εβδομάδες, χρόνια μόνο με τον εαυτό μου. (σελ. 61) [Στα νεκροταφεία σύχναζε και ένας σπουδαίος θεσσαλονικιός πεζογράφος, ο Γιώργος Κάτος, κι αυτός ύστερα από γερά μεθύσια ∙ η γραφή του Κάτου, που δεν ζει πια, θύμιζε έντονα Μπουκόβσκι, ιδίως η πολύ καλή συλλογή διηγημάτων του Ιστορίες της νύχτας, που τυπώθηκε και από τον Καστανιώτη.]
Ρίχτηκα με τα μούτρα στην αναζήτηση του προσωπικού μου θεού: ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ. Όσο πιο συμπυκνωμένα και λακωνικά έγραφα τόσο λιγότερα περιθώρια για λάθος και για ψέμα υπήρχαν. Η ευφυΐα θα ήταν η δυνατότητα να λες κάτι βαθύ με πολύ απλά λόγια. (σελ. 62)
Τα πορνοπεριοδικά στάθηκαν για μένα μια τρομερή διέξοδος: γιατί μπορούσες να πεις ευθέως αυτό ακριβώς που ήθελες, και όσο πιο άμεσα το έλεγες τόσο το καλύτερο. (σελ. 63)
Ήμουν πια 50 χρόνων, και ίσως, ένας επαγγελματίας συγγραφέας. Διάβασα τα ποιήματά μου σε διάφορα πανεπιστήμια, πάντοτε μεθυσμένος, και έσπασα μεγάλη πλάκα με το κοινό. (σελ. 78)
Για μένα (οι γυναίκες) ήταν πάντοτε κάτι απαίσιο και πρωτόγνωρο γιατί ήταν πιο έξυπνες από μένα, ήξεραν πώς να μου την φέρουν, πώς να με παγιδέψουν, πώς να με στριμώξουν αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφερνα να γράφω. (σελ. 78)
Η γραφή όμως είναι ένα αλλόκοτο πράγμα: δεν καταλήγεις πουθενά, μπορεί να πλησιάσεις αλλά δεν φτάνεις ποτέ. (σελ. 102)
Ο Πάουντ ήταν για την ποίηση αυτό που ήταν για την πρόζα ο Χέμινγουέι: και οι δυο τους είχαν έναν τρόπο να διεγείρουν και να κεντρίζουν. (σελ. 108)
Για έναν καλλιτέχνη η κλίση στην Αριστερά, ακόμη και στην Άκρα Αριστερά, όχι μόνο θεωρείτο συγχωρητέα αλλά και υψηλή έκφραση καλλιτεχνικής γενναιότητας. (σελ. 109)
Ο Πάουντ δεν μπορούσε να χωρέσει στα πνευματικά πλαίσια της εποχής. (σελ. 109)
Η τακτική μου ήταν να αποφεύγω τους λογοτέχνες όσο πιο πολύ γινόταν, κάνουν κακό ο ένας στον άλλον, κάνουν πάρτι, κουτσομπολεύουν, παραπονιούνται, όλοι μαζί. Σχεδόν όλοι οι λογοτέχνες που έχω γνωρίσει πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι και περιφρονημένοι όταν η αλήθεια είναι πως απλά η γραφή τους είναι χάλια. Οι περισσότεροι λογοτέχνες δεν είναι ευχάριστοι τύποι. (σελ. 113)
Ύφος σημαίνει τίποτα κρυφό. Ύφος σημαίνει τίποτα δήθεν. Ύφος σημαίνει απόλυτη φυσικότητα. Ύφος σημαίνει ένας άνθρωπος μόνος, τριγυρισμένος από εκατομμύρια ανθρώπων. (σελ. 120)
Πηγαίνω στην κουζίνα, κοιτάζω τη γραφομηχανή που βρίσκεται στο πάτωμα. Ένα βρόμικο πάτωμα. Είναι μια βρόμικη γραφομηχανή που γράφει βρόμικες ιστορίες. (σελ. 132)
Στις μέρες μας ο Χέμινγουεϊ δέχεται αρνητικές κριτικές από ανθρώπους που δεν μπορούν να γράψουν μια αράδα. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που νομίζουν ότι μπορούν να γράψουν. Είναι οι κριτικοί, οι φυγόπονοι και οι χλευαστές. Το να δείξουν με το δάχτυλο έναν καλό συγγραφέα και να πουν ότι γράφει κουράδες, τους αναπτερώνει το ηθικό εφόσον εκείνοι δεν είναι σε θέση να ονομάζονται δημιουργοί, και όσο πιο καλός γίνεται ο συγγραφέας τόσο πιο πολύ τον φθονούν, και ως εκ τούτου, τον μισούν. (σελ. 150)
Αν θέλετε να καταλάβετε ποιος είναι μέτριος λογοτέχνης, να ξέρετε πως είναι εκείνος που κάνει πάρτι ή που πηγαίνει σε πάρτι με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του. (σελ. 151)
Πιστεύω ότι το θαύμα της εποχής μας είναι το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που κάθονται και γράφουν τόσες πολλές λέξεις που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Δοκιμάστε το κάποια μέρα. Είναι σχεδόν αδύνατον να γράψετε κάτι που να μην σημαίνει απολύτως τίποτα, αλλά εκείνοι το καταφέρνουν, και το εξασκούν ασταμάτητα και επίμονα. (σελ. 154)
Οι γυναίκες θα προτιμούσαν να πηδηχτούν με έναν ποιητή παρά με οποιονδήποτε άλλον. (σελ. 159)
Κάποιος με ρώτησε, «Μπουκόβσκι, εάν έκανες ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής τι θα έλεγες στους μαθητές;» Του απάντησα, «θα τους έστελνα όλους στον ιππόδρομο και θα τους ανάγκαζα να ποντάρουν πέντε δολάρια σε κάθε κούρσα». Ο μαλάκας αυτός πίστεψε ότι αστειευόμουν. (σελ. 152)
Λένε πως όσοι παρουσιάζουν συγγραφείς και κριτικάρουν κείμενα, θα πρέπει να κρατούν αποστάσεις τόσο από τον δημιουργό, όσο και από το δημιούργημά του. Συμφωνώ, και προσπαθώ, σχεδόν πάντα, να το εφαρμόζω. Πλην των περιπτώσεων που στα κείμενα του συγγραφέα και στην βιοθεωρία του αναγνωρίζω τον ίδιο μου τον εαυτό.
Παναγιώτης Γούτας
Σκοτώνοντας την ώρα
Κείμενα από αρχεία και σημειωματάρια (1944-1990)
Μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς,
Ηριδανός 2012