Για το βιβλίο του Roth «Χίλιες και δύο νύχτες» (μτφρ: Γιώργος Δεπάστας, εκδ. Ολκός)
Του Νίκου Ξένιου
Όσοι ισχυρίζονται πως δεν υπάρχουν «ανέφελα δράματα» κάνουν λάθος. Κι όσοι έχουν αποδώσει με το λογοτεχνικό τους έργο την παρακμή της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας δεν θα μπορούσαν παρά να συνθέσουν έναν «ανέφελο μύθο»: στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου του, ο Γιόζεφ Ροτ αφήνει για μιαν ακόμη φορά να ηχήσει -από τα όργανα της αυτοκρατορικής φρουράς της Βιέννης- το Εμβατήριο Ραντέτσκι, λίγο πριν το πεπρωμένο κλείσει τον ολέθριο κύκλο του εις βάρος του πρωταγωνιστή του, πρώην ίλαρχου, βαρόνου Αλοϊσιου φον Τάιτινγκερ.
Ένας παιγνιώδης πατριωτισμός διαποτίζει το κείμενο, που εξάπτει τη φαντασία. Όμως ακολουθεί μια ελαφρά μουσική της φιλαρμονικής: η παρακμή και πτώση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων είναι χαρακτηριστικά ανάλαφρη, ωστόσο υπηρετεί την αίσθηση εκπατρισμένου -ή απάτριδος- που χαρακτηρίζει τα κείμενα του Ροτ. Με τεχνική που αναζητά το πρότυπό της στις αραβικές Χίλιες και Μια Νύχτες, δηλαδή οργανώνοντας τα δευτερεύοντα επεισόδια γύρω από μια «κεντρική ιστορία», οι Χίλιες και δυο νύχτες δίνουν στον αναγνώστη τη χαρά να νιώθει οξυδερκής και να προβλέπει την εξέλιξη της πλοκής, εφευρίσκοντας αναλογίες. Υπό αυτήν την οπτική, καθίσταται δευτερεύον το κατά πόσον η πλοκή είναι αληθοφανής ή όχι.
Στο πρότυπο αραβικό παραμύθι ο βασιλιάς, συγκλονισμένος από την απιστία της γυναίκας του, παντρεύεται κάθε μέρα και μια διαφορετική παρθένα, την οποία και εκτελεί το επόμενο πρωί ώστε να μην έχει την ευκαιρία να τον ατιμάσει. Όταν πια ο βεζίρης δεν μπορεί να του εξασφαλίσει νύφες, η κόρη του βεζίρη προσφέρεται να γίνει η επόμενη νύφη. Την πρώτη λοιπόν νύχτα αφηγείται στον βασιλιά ένα παραμύθι, το οποίο όμως αφήνει ανολοκλήρωτο. Ο βασιλιάς, θέλοντας ν' ακούσει τη συνέχεια και το τέλος του παραμυθιού, αναγκάζεται ν’ αναβάλει την εκτέλεσή της, κι αυτό συνεχίζεται για χίλιες και μια νύχτες. Αντίστοιχα, στο μυθιστόρημα Χίλιες και δυο νύχτες ο Ροτ μιλά για ένα διαρκώς επικείμενο (υπαρξιακό και κυριολεκτικό) θάνατο, για την απειλή: η βυθισμένη στην επίπλαστη αυτάρκειά της εποχή που εικονογραφεί προοιωνίζεται τη μεγάλη κτηνωδία των επερχόμενων εποχών, με την τεχνική των προμηνυμάτων, με επαναλαμβανόμενες δηλαδή αναφορές προσώπων, περιστατικών ή αντικειμένων, που φαντάζουν επουσιώδη αρχικά, αλλ’ αργότερα επανεμφανίζονται στην αφήγηση αποκτώντας βασικό ρόλο: εδώ πρόκειται για κάποιον στρατιωτικό που απλά ανακοινώνει τα χτυπήματα της μοίρας, ή -κυρίως- για ένα πανάκριβο μαργαριταρένιο κολιέ που μετατρέπεται σε χρυσόμαλλον δέρας μακριά από τον τόπο του.
Ένας παιγνιώδης πατριωτισμός διαποτίζει το κείμενο, που εξάπτει τη φαντασία. Όμως ακολουθεί μια ελαφρά μουσική της φιλαρμονικής: η παρακμή και πτώση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων είναι χαρακτηριστικά ανάλαφρη, ωστόσο υπηρετεί την αίσθηση εκπατρισμένου -ή απάτριδος- που χαρακτηρίζει τα κείμενα του Ροτ.
Βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα και ο Σάχης της Περσίας αποφασίζει να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στη Βιέννη, την πρωτεύουσα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας - την οποία οι οθωμανοί είχαν αποτύχει να καταλάβουν κατά τον 17ο αιώνα, όταν πρωτοέφτασαν στην Ευρώπη. Ο Σάχης εντυπωσιάζεται από τις Ευρωπαίες και απαιτεί τη συνεύρεση με μια κυρία της υψηλής κοινωνίας (που, ως υπανδρευμένη, δεν είναι δυνατόν ν’ αποκτηθεί από τον ασιάτη ηγεμόνα), αγνοώντας πεισματικά τα ευρωπαϊκά ήθη, γεγονός πολύ κωμικό αφ’ εαυτού, αλλά και σε συνδυασμό με τη δουλοπρέπεια των αυστριακών. Ο κύριος χαρακτήρας, ο μελαγχολικός βαρώνος φον Τάιτινγκερ (που το όνομά του κάνει αναπόφευκτο συνειρμό με τον παλαιότατο οίκο απόσταξης και τη γνωστή σαμπάνια - πιθανόν γιατί και ο «εκρηκτικός» Τάιτινγκερ, όπως και ο αφρώδης οίνος, επισωρεύει τις ζυμώσεις που θα τον οδηγήσουν στην τελική του έκρηξη), υπεύθυνος να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του ανατολίτη ηγεμόνα, αντικαθιστά την ποθητή κόμησα με μια πόρνη και πρώην ερωμένη του, τη Μίτσι Σίναγκλ, που της μοιάζει καταπληκτικά, και με την οποία ο Τάιτινγκερ είχε αποκτήσει ένα γιο. Μια προσομοίωση χλιδής και αισθησιασμού εξαπατά τον Σάχη ο οποίος, πριν επιστρέψει στα βάθη της Ασίας, χαρίζει ένα μαργαριταρένιο κολιέ στη σωσία για τις «υπηρεσίες» της.
Το γεγονός ότι ο Σάχης «έχαψε» το παραμύθι πυροδοτεί μια σειρά από ανατροπές αποκαλυπτικές μιας κοινωνίας ανιαρής, εφησυχασμένης κι ανύποπτης για την επερχόμενη κατάρρευσή της. Τα διακυβεύματα είναι μια καριέρα στρατιωτικού, μια άτυπη καριέρα προαγωγού, μια καριέρα πόρνης, καριέρες συγκεχυμένες κι εύθραυστες όπως και η οιονεί αρραγής κοινωνική συνοχή της αιμάσσουσας αυτοκρατορίας. Το εκποιημένο κολιέ μαργαριταριών αποκαλύπτει τον διαβρωτικό ρόλο του χρήματος στη νέα εποχή: η ιδιοκτήτρια του οίκου ανοχής, αφήνει την τελευταία της πνοή σ’ ένα «αξιοπρεπές» προάστειο χωρίς καν τη μεγαλοψυχία να γράψει τη διαθήκη της, ένας χυδαίος δημοσιογραφίσκος του «κίτρινου τύπου» και έμπορος κοκαḯνης αναλαμβάνει να καταστρέψει την υπόληψη του βαρόνου, ενώ η πάντα ερωτευμένη μαζί του «σωσίας» Μίτσι Σίναγκλ, μετά από εξευτελιστική φυλάκιση για οικονομικό σκάνδαλο, γίνεται ιδιοκτήτρια ενός θεάτρου κέρινων ομοιωμάτων της εποχής, ενός Βιοσκοπίου, που θ’ αναπαραστήσει, εν είδει παρωδίας, όλα τα στάδια έκπτωσης του ήθους των πρωταγωνιστών.
Το έργο του Ροτ χειρίζεται το παραμύθι ως σκάνδαλο: η ”Αγαπημένη του Σάχη” εμφανίζεται σε μια σκηνή «βαριετέ» του Βιοσκοπίου φορώντας το μαργαριταρένιο κολιέ και ο Τάιτινγκερ αντικρίζει αίφνης μια ζωή γεμάτη ομοιώματα και καρικατούρες των ανθρώπων, υποκατάστατα της φιλίας και του έρωτα, παρωδίες των θεσμών και υπολείμματα των εθνοτήτων που συνέθεταν την πάλαι ποτέ ακμαία αυτοκρατορία: για τον «πολυεθνικό» (και προφητικό, ως ένα βαθμό, της σύγχρονής μας εθνολογικής ανομοιογένειας της Ευρώπης) χαρακτήρα της ψυχορραγούσας αυτοκρατορίας είναι χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο βαρόνος επιστρέφει στα Καρπάθια για να επιχειρήσει μια μάταιη τελευταία διαχείριση της φθίνουσας περιουσίας του: εκεί ο Δήμαρχος είναι γερμανικής-σαξονικής καταγωγής, ο οδηγός Μοραβός, οι χωρικοί είναι Ρώσοι των Καρπαθίων, ο Διευθυντής της Αστυνομίας κατάγεται από τη Μπρατισλάβα, ενώ ο δασοφύλακας από τη Γαλικία.
Είναι συμπαθής, γιατί είναι αριστοκρατικός και ανυποψίαστος σαν ήρωας του Τσέχωφ, απολίθωμα μιας παρελθούσας κατάστασης πραγμάτων. Η διαφθορά και η τρωτότητα του ήρωα προεικονίζει την κατάρρευση της παλαιάς τάξης πραγμάτων, που αποδεικνύεται ανήμπορη ν’ αντισταθεί στη ραγδαία εισβολή του Μοντέρνου. Όσο πιο σφιχτά συντίθεται η πλοκή -και αυτός ο ρυθμός εντείνεται προς το τέλος του βιβλίου-, τόσο εντονότερα καταδεικνύεται η ελαφρότητα του ανθρώπινου ήθους και το «ανέφελον» του δράματος που πλέκεται, ως εάν επρόκειτο για μαύρη κωμωδία. Ο Ροτ βάζει, στο τέλος της αφήγησης, τον Σάχη να επιστρέφει στη Βιέννη του εικοστού αιώνα και ν’ ανακτά το μαργαριταρένιο κολιέ που πριν χρόνια είχε χαρίσει στη Μίτσι Σίναγκλ, ώστε ο κύκλος του πεπρωμένου να κλείσει και να μπορέσει ο Ευνούχος να διατυπώσει, σε θυμοσοφικές φράσεις, τη βαθειά του γνώση για το σκοτάδι που περιβάλλει τα ανθρώπινα.
Δεν μπορεί κανείς να μην εντοπίσει μια λατρεία προς το ‘παλαιό’ και το ‘ανατολίζον’, καθώς και μια λαγνεία προς το αστικό τοπίο της Βιέννης. Το μυθιστόρημα στην Αυστρία του εικοστού αιώνα δέχτηκε την επίδραση μιας δημοσιογραφικής μικρής φόρμας, του βιεννέζικου χρονογραφήματος (επιφυλλίδας με τον γραμματολογικό τύπο «feuilleton»): η δημοσιογραφική ιδιότητα του Ροτ προσδίδει στο έργο του έντονο πραγματιστικό περιεχόμενο, όμως ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να καταγράψει το στοιχείο του παραμυθιού. Οι ήρωες παρελαύνουν σαν σύννεφα που κάθε άλλο παρά προμηνύουν καταιγίδα. Εν τούτοις μοιάζουν οι ίδιοι ν’ ακροβατούν στο χείλος της δυστυχίας, ενώ οι ζωές τους χάσκουν, ανοικτά πηγάδια έτοιμα να τους καταπιούν.
Δεν μπορεί κανείς να μην εντοπίσει μια λατρεία προς το ‘παλαιό’ και το ‘ανατολίζον’, καθώς και μια λαγνεία προς το αστικό τοπίο της Βιέννης. Το μυθιστόρημα στην Αυστρία του εικοστού αιώνα δέχτηκε την επίδραση μιας δημοσιογραφικής μικρής φόρμας, του βιεννέζικου χρονογραφήματος
Έχει ειπωθεί πως ο Ροτ υπήρξε «ένας συγγραφέας του δέκατου ένατου αιώνα», λόγω της άρνησής του για τον Μοντερνισμό. Οι μορφολογικοί ή γλωσσολογικοί πειραματισμοί του καιρού του δεν τον αφορούν, ούτε η εξερεύνηση του υποσυνειδήτου, ούτε -τέλος- ο αισθητισμός κάποιων ομοτέχνων του. Ο ρεαλισμός του, καθώς και η στράτευσή του στην περιγραφή της εποχής, είναι αμιγώς μη μοντερνιστικά στοιχεία. Ο W.G. Sebald είχε παρατηρήσει ότι «το πιο αξιοσημείωτο σχετικά με τη λογοτεχνική παραγωγή του Ροτ είναι ότι, σε μια περίοδο όπου το μυθιστόρημα είχε γίνει υπερτροφικό, ο Ροτ ετίμησε εκ νέου την τέχνη του να αφηγείσαι ιστορίες». Το ελαφρώς αναχρονιστικό στυλ του, που κατ’ουσίαν είναι η απουσία όποιου στυλ ή επιτήδευσης, βασίζεται σε μια μελαγχολική αίσθηση παρακμής και απαξίωσης του ancien régime.
Στο τέλος, ο συγγραφέας εφαρμόζει μιαν ακόμη τεχνική δανεισμένη από το αραβικό παραμύθι: τη δραματική οπτικοποίηση στην αφήγηση, δηλαδή την αναπαράσταση πληθώρας περιγραφικών λεπτομερειών, τη μιμητική απόδοση χειρονομιών και διαλόγων κατά τρόπον ώστε ο αναγνώστης να "δει" περισσότερο, παρά να φανταστεί τη σκηνή: το βιοσκόπιο αναπαριστά σαρκαστικά τον κόσμο που αποχωρεί. Όσο δε για τον οριακά αναίσθητο -καλύτερα: ασυναίσθητο- Τάιτινγκερ, αυτός αποχωρεί με μια πιστολιά, παίρνοντας μαζί του τα παρηκμασμένα μιλιταριστικά ιδεώδη των οποίων δεν στάθηκε αντάξιος, κι ενώ πίσω του αναβιώνει η μετάλλαξη του πρωσικού τέρατος σε δαμόκλειο σπάθη που επικρέμαται επί της Ευρώπης.
Το μυθιστόρημα πρωτοδημοσιεύθηκε από τον ολλανδικό οίκο «De Gemeenschap» το 1939, λίγο μετά τον θάνατο του συγγραφέα στο Παρίσι. Στην Ελλάδα έτυχε της εξαιρετικής μετάφρασης του Γιώργου Δεπάστα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
Χίλιες και δύο νύχτες
Μτφρ: Γιώργος Δεπάστας
Ολκός 2012
Σελ. 264