Tου Νίκου Ξένιου
«Η ημέρα τ’ αργόσειστα πώς κτύπαε τα φτερά της, πώς προχωρούσαν οι στιγμές, η μια την άλλη ωθώντας, το εσπερινό το φίλημα, το ενέχυρο ήταν πλέον / πως και αύριο, με τον νέον ήλιο, θ’ανθοβολεί η αγάπη». (μετάφραση Βασίλη Λαζανά, από την «Τριλογία του Πάθους», εκδ. Καλέντης, Αθήνα, 1996)
Ταυτίζεται ο δημιουργός με το δημιούργημά του; Ήταν η Λότε (στα «Πάθη του Νεαρού Βέρθερου» του 1774) ή ήταν ο Βίλελμ Μάιστερ ένα ακόμη πρόσωπο που γνώρισε στη ζωή του ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε; Η Φρειδερίκη (ο έρωτάς του του 1770), η Σαρλότε (η σχέση του που ξεκίνησε το 1776), η σύζυγός του Κριστιάνε (με την οποία γνωρίστηκε το 1806 κι έζησε μαζί της μέχρι τον θάνατό της), μήπως όλες είναι γυναικείες μορφές που -σαν τις ακτίδες μιας δέσμης φωτός- οδηγούν απαρεγκλίτως στην Ούλρικε φον Λέβετσβω (τον γεροντικό του έρωτα του 1823); Και μήπως είναι, τελικά, η Ούλρικε που τον ενέπνευσε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της Χερσίλια (στα «Χρόνια της Περιπλάνησης του Βίλελμ Μάιστερ»);
Αντιστρέφοντας τους κλασικούς, ο Μάρτιν Βάλζερ στο «Ο άντρας που ήξερε ν’αγαπάει» (Ein Liebender Mann) μιλά για την πνευματική διολίσθηση του γίγαντα αυτού του Πνεύματος στο ανέφικτο και χιμαιρικό τοπίο του γεροντικού έρωτα. Μιλά για τον διάλογο του Γκαίτε με το ακόμη σφριγηλό -όμως όχι ποθητό- κορμί του. Επιτρέποντάς τους την αίγλη της θεατρικής περσόνας χωρίς να τους αποκόπτει από την ιστορικότητά τους, ο Βάλζερ βάζει τους ήρωές του να επιδίδονται σε λεξιλάγνα ανταλλαγή φιλοφρονήσεων ή λεπταίσθητων ειρωνικών παρατηρήσεων κι έτσι οικοδομεί ένα άκρως βερμπαλιστικό κείμενο.
Ακροβατώντας ανάμεσα στο υψηλό κοινωνικό του αξίωμα και την απογυμνωμένη ανδρική του ματαιοδοξία, ο Γκαίτε εμφανίζεται ως τραγική φιγούρα. Έχει προτάξει ως θέμα των μεγάλων έργων του το ερωτικό πάθος και αντιλαμβάνεται ήδη τον Φάουστ ως προάγγελο του εβδομηντατριάχρονου εαυτού του. Μισεί τον εμμονικό, αυτοκτονικό του Βέρθερο, καθώς η προοικονομημένη έκβαση του έργου αυτού γίνεται η ερωτική του φυλακή.
Ο Μάρτιν Βάλζερ επικεντρώνεται στον ευσεβή πόθο της αποπνευμάτωσης της σάρκας, βουτώντας την πέννα του στην πέννα του Γκαίτε. Στο υποτιθέμενο προσχέδιο μιας νουβέλας που ο γερμανός κλασικός προτίθεται να δημοσιεύσει με τον τίτλο «Ο άντρας που ήξερε ν’αγαπάει», η Ούλρικε παρουσιάζεται ως η επίλεκτή του, ενώ ο ίδιος είναι ο επίλεκτος της κακεντρεχούς κοινωνίας που τον περιβάλλει: υπουργός και μυστικοσύμβουλος του Καρόλου Αυγούστου (Δούκα της Σαξονίας-Βαϊμάρης), αυθεντία σε θέματα Κουλτούρας, Ρητορικής, Αισθητικής, αλλά και Ορυκτολογίας και Βοτανικής. Διαστρωματώσεις πετρωμάτων και ποικιλίες χλωρίδας παρουσιάζονται ως αλληγορίες των στρωμάτων της απέλπιδος συνείδησής του. Το επιστολογραφικό του μυθιστόρημα όμως, σε αντίθεση με τον «Βέρθερο», θα έχει αίσιο τέλος. «Ο Πλάτωνας, επειδή απώλεσε την ομορφιά, επινόησε την ανάμνηση», λέει φιλάρεσκα. «Εγώ θα απολέσω την ανάμνηση, επειδή ανακάλυψα την ομορφιά!».
Με το ίδιο χειρουργικό νυστέρι με το οποίο ο Γκαίτε ανατέμνει τη φύση του έρωτα (στον «Φάουστ», στις «Ρωμαϊκές Ελεγείες», στα «Ενετικά Επιγράμματα») ο Μάρτιν Βάλζερ έρχεται ν’ανατάμει -με σκηνικό τη λουτρόπολη του Μάριενμπαντ της Τσεχίας- την ερωτική ατασθαλία αυτού του επιβλητικού χήρου Γκαίτε, που μόλις έχει συνέλθει από ένα σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα, παράλληλα όμως βυθίζεται σε παραλήρημα διπλών ταυτίσεων κι αντανακλάσεων. Στη διάρκεια ενός χορού μεταμφιεσμένων, την ώρα που συνοδεύει την Ούλρικε, ο Γκαίτε γλιστρά και πέφτει αδέξια, υποδηλώνοντας την ηλικία του: ο υπέρτατος εξευτελισμός! Η αντιζηλία προς τους άλλους άνδρες είναι ένα σταθερό σημείο αναφοράς του αιρετικού αυτού (βλ. την αντιζηλία του προς τον κατά πολύ νεώτερό του επινοημένο «κύριο ντε Ρορ»), που αυτοϋπονομεύεται και σαρκάζει τον εαυτό του, χωρίς ωστόσο ν’αποδεσμεύεται από το πρότυπο διδασκάλου που του επιφυλάσσει η εποχή του, διατηρώντας ως πνευματική βάσανο το πλησίασμα των χειλιών και την τεράστια διαφορά ηλικίας που τον χωρίζει από την εκλεκτή της καρδιάς του.
Στο κείμενο εμφανίζεται η φιλολογική άμιλλα του Γκαίτε με τον Φρίντριχ Σίλερ και καυτηριάζεται η «ρηχή» μελοποίηση της ποίησής του από τον Φρανς Σούμπερτ, όλα δε αυτά επιτάσσονται στην κρίση της «υστάτης κριτού» που η Ουλρίκε ενσαρκώνει. «Τα μάτια σας είναι ο μέγας κυρίαρχος!». Ένα γνέψιμό της, η παραμικρή σύσπαση των χειλιών της, οι γυμνοί της ώμοι ανατρέπουν τις σταθερές του. «Φαίνεστε όμορφος σήμερα», του κάνει φιλοφρόνηση η Ούλρικε, κυριολεκτικά «σφάζοντάς» τον: οποιοδήποτε σχόλιο για «ομορφιά» στην ηλικία του είναι προσβολή, έστω και ως κομπλιμέντο, επειδή προϋποθέτει την ηλικία ως γνώμονα. Επειδή «φαίνεται» όμορφος και δεν «είναι». Επειδή στην ηλικία αυτήν κανείς δεν είναι όμορφος, παρά την πνευματική του στύση. Στα 1823 -όπου διαδραματίζεται η νουβέλα- η Ούλρικε εμφανίζεται να γνωρίζει την περίφημη «Ελεγεία του Μάριενμπαντ» που είναι εμπνευσμένη απ΄ αυτόν τον μυθιστορηματικό έρωτα και παρατίθεται ολόκληρη μέσα στο βιβλίο. Εμφανίζεται λοιπόν να την διαβάζει με όλο το κορμί της και να συγκλονίζεται από αυτήν, διανοίγοντας κάποιαν αμυδρή, αλλά φρούδα δίοδο ερωτισμού. Η επιστολογραφία είναι ο θεμελιώδης άξονας βιογράφησης στο τρίτο μέρος του βιβλίου. Η Ούλρικε φέρεται να ζητά από την καμαριέρα της να κάψει όλες τις επιστολές του Γκαίτε λίγο πριν πεθάνει ανύπαντρη, στον ανθό της ηλικίας της.
Όπως ο Αντρέ Μωρουά (στη βιογραφία «Βύρων», σε μετάφραση Βασίλη Παπαδόπουλου, Αθήνα, εκδόσεις «Μορφωτικής Εταιρείας», 1954) παρουσιάζει τον Λόρδο Βύρωνα, μια γενιά νεώτερο και τυπικό εκπρόσωπο του Ρομαντισμού, να ιχνηλατεί την ερωτική του απογοήτευση μέσω της αναδίφησης στη γυναικεία φύση συναρτώντας το ατελέσφορον του νεανικού του πάθους με τη σωματική του αναπηρία, έτσι και ο Μάρτιν Βάλζερ παρουσιάζει τον Γκαίτε να εξιδανικεύει το αντικείμενο του πόθου του και να το καθιστά, έτσι, απρόσιτο, δικαιολογώντας την ανημπόρια του να το προσεγγίσει ως εραστής. Μια δύσκολη μετάφραση (Ηλίας Τσιριγκάκης) ενός δύσκολου κειμένου, που χωρίς ωραιοποιήσεις, με πρωτότυπη απόδοση της εναλλαγής προσώπων στους διαλόγους, κινηματογραφική ιχνηλάτηση των κινήσεων κι εκφράσεων, απρόβλεπτη τόλμη στην εικονοπλασία και, κυρίως, «στενή» παρακολούθηση -σε γκρο πλαν- του ήρωα, βιογραφεί τον όψιμο, τον «ροκοκό» Γκαίτε, όπως τον αποκαλούσε ο γιος του Αύγουστος. Ο «Άντρας που ήξερε ν’αγαπάει» αναπλάθει δεξιοτεχνικά τον ιδαλγό Γκαίτε, τον μεγάλο κλασικό που βιώνει τον ανανταπόδοτο έρωτα ως σωματικό πόνο μέσα στον οποίον αναλώνεται.
Μάρτιν Βάλζερ
μετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013
293 σελ., τιμή € 15,00