Του Μάκη Πανώριου
Η αμφισβήτηση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, που υπαγορεύει πάντα ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Ένα πρώτο δείγμα του σχεδιάζεται από τον Πλάτωνα στην μνημειώδη «Πολιτεία» του.
Ο μεγάλος φιλόσοφος, ως ‘απλός’’ πολίτης, αλλά σκεπτόμενος άνθρωπος, κάτοικος της Αθήνας-Κράτους της εποχής του, έχει απόλυτη γνώση της κοινωνικοπολιτικής δομής του, του οποίου η συγκεκριμένη νομοθεσία υπαγορεύει τον ρόλο-σχέση μεταξύ δημοτικού άρχοντα και απλού πολίτη, καθώς επίσης και της στρατιωτικής ηγεσίας. Η αυστηρή διατήρηση της εν λόγω δομής εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του Κράτους. Ο Πλάτων αντιπροτείνει, έναντι των παραδοσιακών συστημάτων διακυβέρνησης, την δική του Ιδανική Πολιτεία, η οποία οφείλει να είναι αυστηρή, αποτελεσματική και απαλλαγμένη από συμβατικότητες, ώστε να είναι όχι μόνο βιώσιμη αλλά η πρέπουσα ως προς τη διαμόρφωση του σωστού άρχοντα και του σωστού πολίτη, και ως εκ τούτων, της σωστής Πολιτείας. Η «Πολιτεία» του είναι το πρώτο μεγαλειώδες αρχέτυπο της Ουτοπίας, που έθεσε τις βάσεις της κοινωνικοπολιτικής σκέψης, και όχι μόνο. Την ονομασία της, ‘Ουτοπία’ (Ου-τόπος, ανύπαρκτος τόπος), έδωσε πρώτος ο Τόμας Μουρ, το 1516, με το έργο του «De optimo statou reipublicae degue nova isoula Utopia» (Για την άριστη κατάσταση της πολιτείας και για το καινούργιο νησί Ουτοπία).
Δεν έχουν όλες οι Ουτοπίες φυσικά τον ίδιο στόχο, κι ας υποκρύπτονται κάτω από έναν επιφανειακά ρητορικό ανθρωπισμό. Η ποικιλία τους περιλαμβάνει προτάσεις που σχετίζονται με το στρατιωτικό, το θρησκευτικό, το πολιτικό, το κοινωνικό, το φιλοσοφικό, και, παραδόξως, ακόμη και το καλλιτεχνικό κατεστημένο.
Σ’ αυτό το τελευταίο, αλλά εκ του μακρόθεν, ανήκει και το σύντομο θνησιγενές κίνημα των Μπιτ-Μπίτνικ (‘εξουθενωμένοι’, αργότερα ‘μακάριοι’), που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950, στην Αμερική αρχικά, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να αποκτήσει ευρύτερη εμβέλεια, ούτε και τα ευρύτερα χαρακτηριστικά της Ουτοπίας. Πρόκειται για κοινωνικό, λογοτεχνικό κυρίως, κίνημα. Παρόλο που έλαβε, μάλλον υπογείως, θέση εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, λειτούργησε, στην ουσία, ως απολιτικό, εκφράζοντας συνειδητή αδιαφορία για τα κοινωνικά προβλήματα, θεωρώντας την κοινωνία άχαρη και άσκοπη. ‘Οραματίστηκε’ την απελευθέρωση του ατόμου από τον παραδοσιακό, συντηρητικό τρόπο ζωής, χρησιμοποιώντας τα ναρκωτικά, το ελεύθερο σεξ, τη μουσική τζαζ, και τον βουδισμό Ζεν, για να την επιτύχει. Κατέληξε, δυστυχώς ή ευτυχώς, σε πλήρη αποτυχία.
Επί λογοτεχνικού επιπέδου είναι πιο εμφανή τα χαρακτηριστικά του κινήματος, παρόλο που κι αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν, χωρίς ουσιώδεις απογόνους, κι ας επηρέασαν οπωσδήποτε την σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία∙ κατάργησε την κλασική αφηγηματική δομή, τη φόρμα, την ιστορία, αυτή καθ’εαυτή τη γραφή, αφήνοντας το κείμενο να ρέει ακατέργαστο, ‘άτσαλα’, χωρίς διορθωτικές επεμβάσεις. Η απελευθέρωση-απογύμνωση της γραφής από την κλασική φόρμα, καθώς επίσης και η λογοτεχνική φτώχεια του κειμένου δεν ήταν παρά η συγγραφική αντανάκλαση της ‘φιλοσοφίας’ του κινήματος, του οποίου η εσωτερική ιδεολογική διάσταση-αντιπρόταση μοντέλου ζωής ήταν γενικώς η ‘ανεμελιά’, μια υποτιθέμενη ‘χαρούμενη’ μακαριότητα, που εκφραζόταν με άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους και στις μεγάλες και μικρές πολιτείες της Αμερικής, χωρίς κατεύθυνση και προορισμό, περιφρονώντας ενσυνειδήτως όλες τις αμερικανικές απολαβές της σκληρής εργασίας. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε κανείς να ανιχνεύσει, τουλάχιστον στην ποίηση και στην πεζογραφία του κινήματο, τον αιχμηρό σχολιασμό του αμερικανικού ονείρου, παρόλο που τα μέλη του δεν φαίνεται να είχαν συνειδητοποιήσει την διάστασή του.
Μια μικρή ομάδα νέων συγγραφέων συστρατεύτηκαν στο κίνημα, χωρίς ωστόσο βασικό συνδετικό κρίκο μεταξύ τους. Οι πλέον ενδιαφέροντες, ο Άλεκ Γκίνσμπεργκ, ο Γκρέγκορι Κόρσο, ο Πίτερ Ορλόφσκι, ο Γκάρι Σνάιντερ, ο Ουίλιαμ Μπάροους, ο Λόρενς Φερλινγκέτι. Βασικός εκφραστής ωστόσο του κινήματος, και πιθανώς ο πλέον ταλαντούχος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και όλοι οι άλλοι δεν κατέθεσαν έργο, παραμένει ο Τζακ Κέρουακ (1922-1969). Το έργο του δεν είναι παρά μια αντιγραφή, στην κυριολεξία, της σύντομης ζωής του. Η περιπλάνησή του σε ΗΠΑ και Μεξικό, ό,τι έζησε και ποιους συνάντησε –τα κύρια πρόσωπα είναι συνοδοιπόροι συγγραφείς- σ’ αυτή την άσκοπη οδοιπορία, αποτελεί και το υλικό της γραφής του, που δεν είναι παρά μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του. Έγραψε ποίηση και μυθιστόρημα, αλλά το σπουδαιότερο έργο του παραμένει το «Στο δρόμο» (1957) και είναι πράγματι μια διεισδυτική περιπλάνηση στο ασθενές σώμα της Αμερικής, με οριακές στάσεις στις ανίατες πληγές της. Η επιθετική γραφή του στάθηκε πρότυπο για τη λογοτεχνία της εποχής. Άμεση, ζωντανή, προκλητική, οργισμένη, χρησιμοποιώντας καθημερινή γλώσσα, ηχούσε ως επιθετικός προφορικός λόγος εναντίον του κατεστημένου. Ήταν πολύ φυσικό να βρει άμεση απήχηση στον κόσμο των επαναστατημένων νέων. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν λίγο πολύ και οι άλλοι ομοϊδεάτες συγγραφείς του κινήματος. Σήμερα οι ρυτίδες του χρόνου είναι πλέον εμφανείς στη γραφή τους. Τα κείμενά τους λειτουργούν περισσότερο ως μαρτυρίες-πληροφορίες μιας εποχής που βρίσκεται σε αναταραχή, παρά ως λογοτεχνία πνοής ή ως ανατρεπτική κοινωνικοπολιτική πρόταση.
Η μακροσκελής εισαγωγή κρίθηκε αναγκαία προκειμένου ο αναγνώστης να εισέλθει στο λογοτεχνικό και ιδεολογικό τοπίο του ελληνοαμερικάνου, καταγόμενου από την Ικαρία, συγγραφέα Νικ Μαμάτα (Νέα Υόρκη, 1972), η γραφή του οποίου είναι επηρεασμένη από την λογοτεχνία των προαναφερθέντων Μπιτ και της λογοτεχνίας τρόμου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ξαναγράφει το «Στο δρόμο», του Κέρουακ, παραμένοντας πιστός στο πρωτότυπο, ως προς τη χρήση της γλώσσας και τη θεματική του, αλλά μπολιάζοντάς το με σύγχρονο ιδεολογικό πνεύμα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγησή του έχει την αμεσότητα του ζωντανού λόγου. Τα πρόσωπα της ιστορίας του μοιάζει να συνεχίζουν την άνευ σκοπού περιπλάνηση του προκατόχου τους. Ο μόνος ασαφής προορισμός τους, μάλλον δικαιολογία της οδοιπορίας τους, είναι μια κάποια συνάντηση κάπου στο βάθος της ιστορίας. Παρακμιακές πολιτείες, κακόφημα μπαρ, έρημοι δρόμοι, ερειπωμένα κτήρια, συνθέτουν την γκρίζα ατμόσφαιρα ενός κόσμου που βιώνει απλώς την κατάρρευση του χτεσινού πολιτισμού του και της επιφανειακής δύναμής του, χωρίς να έχει συναίσθηση της πτώσης του. Οι κάτοικοι του εν λόγω αδιέξοδου τοπίου, ως ερείπια ζωής, προβολές και ταυτότητές του, έχουν σταματήσει να ενδιαφέρονται για το αύριο και την επούλωση των τραυμάτων και των πληγών τους, τα οποία αργά αλλά σταθερά διαβρώνουν το σώμα του ‘γίγαντα’. Στη δυσοίωνη σκιά του, το αλλοτινό φανταχτερό αμερικάνικο όνειρο, στις πλέον συνειδητοποιημένες περιπτώσεις, αρκείται να δηλώνεται ως ένας υπαρκτός πλέον εφιάλτης.
Κεντρικός ήρωας της «Υπόγειας κίνησης», φόρος τιμής στον εμπνευστή της και όχι μόνο, ο ίδιος ο Τζακ Κέρουακ, που έχοντας νικήσει το χρόνο, περιφέρεται για μια ακόμη φορά, αλλά στο σύγχρονο πλέον τοπίο, και συνειδητοποιημένος τώρα, κάνει τις αναπόφευκτες, μοιραίες διαπιστώσεις του. Ως δημιουργός, με τις κεραίες του σε πλήρη εγρήγορση και προικισμένος με μια άλλη όραση, που του επιτρέπει να βλέπει κάτω από τα προσωπεία των πραγμάτων, τις καταθέτει: «διασχίζεις τη χώρα, περνώντας από θανατηφόρες πόλεις γεμάτες σκλαβωμένους ανθρώπους, σ’ αυτοκινητόδρομους με πολυλογάδες μεθύστακες και τραίνα φαντάσματα… αυτό είναι το νόημα του ταξιδιού… ένα ταξίδι απ’ την μια άκρη της χώρας ως την άλλη, αυτή είναι η μύηση. Θα δούμε ό,τι παλιό, ό,τι σάπιο, ό,τι ετοιμοθάνατο… τους διεφθαρμένους ανθρώπους-ζώα, που πάνε μαζί, και παίζουν μπόουλινγκ».
Ως ήρωας του μυθιστορήματος, ο Τζακ Κέρουακ δέχεται το δυσοίωνο μήνυμα των καιρών, την απεγνωσμένη κραυγή ενός κόσμου που αργοπεθαίνει, για να αναδυθεί πιθανώς από την τέφρα του ένας άλλος, αδιανόητος και ασύλληπτος. Τρομαγμένος, διαπιστώνοντας ότι η ‘παροντική, εισαγωγική κατάσταση’ του επερχόμενου μέλλοντος τον υπερβαίνει, και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σταθεί απέναντί της ως μάρτυρας και καταγραφέας της ανήκουστης Αλλαγής, καταφεύγει ως απελπισμένη διέξοδο στο ποτό∙ και για μια φορά ακόμη θα περιπλανηθεί σε Αμερική και Μεξικό για να θέσει και πάλι τον πληγωμένο του δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Η περιπλάνησή του, όπως ήδη προειπώθηκε, έχει αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Περιφερόμενος στα ερείπια του αμερικανικού ονείρου, διαπιστώνει απλώς την αποτυχία του, αλλά δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτε άλλο. Στο ίδιο, μοιραία ηττοπαθές πνεύμα, κινούνται και οι φίλοι ομοϊδεάτες συνοδοιπόροι. Ο Άλεκ Γκίνσμπεργκ, ο Ουίλιαμ Μπάροους κυρίως. Βλέπουν και καταγράφουν την μεταμόρφωση του ανθρώπου σε μηχανή-τέρας που κινείται, συμπεριφέρεται και δρα χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό, χωρίς ελπίδα, χωρίς ορίζοντα, χωρίς μέλλον, ένα πλάσμα ερζάτς, ένα υποκατάστατο ανθρώπου, ένα παραμορφωμένο νευρόσπαστο που μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του υπενθυμίζουν την ανθρώπινη καταγωγή του πλέον. Το αστικό τοπίο επιβεβαιώνει τη γενικότερη φθορά. Η Νέα Υόρκη, επί παραδείγματι, επιλέγεται ως συμβολικός σκουπιδότοπος, αντανάκλαση του γενικότερου πνεύματος φθορά και σήψης∙ τα λήμματα των δρόμων της δεν είναι παρά συμβολικά τα μυθοποιημένα ανθρώπινα σκουπίδια. Ως εκ τούτου «…το σκοτάδι… δεν ήταν το αληθινό σκοτάδι, αλλά πιο πολύ σιγή φωτός».
Αυτή η εκκωφαντική σιγή φωτός χαρακτηρίζει τα ανθρώπινα τοπία του Ν.Μ.∙ μοιάζουν μεταμοντέρνοι πίνακες ενός πιο σύγχρονου, αν όχι και πιο επιθετικού, Όσκαρ Κοκόσκα, ή ενός Έντβαρ Μιχ∙ εικονογραφούν με πολύ σκληρές, βίαιες γραμμές και βάρβαρα επιθετικά χρώματα, τα πρόσωπα που κινούνται σπασμωδικά ως νευρόσπαστα στον αιώνιο εφιαλτικό Χορό της Ζωής, κουρελιασμένα σκιάχτρα, ό,τι δηλαδή έχει απομείνει πλέον από τον αλλοτινό εαυτό τους∙ μοιάζει να έχουν απωλέσει ακόμη και την αίσθηση της επιβίωσης. Πολύ φυσικό να αναδύεται δυσωδία από τις σελίδες αυτού του αποπνικτικού μυθιστορήματος από κάτι σάπιο που συνεχίζει να αποσυντίθεται.
Αυτή η υπαρξιακή αλλοτρίωση του κοινωνικοπολιτικού ιστού οφείλεται, κατά τον συγγραφέα, σε κάποιον υπερ-εισβολέα που υπερβαίνει τον άνθρωπο και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να τον αντιμετωπίσει. Ή, του επέτρεψε να ανδρωθεί, με τις πρακτικές του, με αποτέλεσμα τώρα να υφίσταται την υποδούλωσή του, και, κυρίως, την αδυναμία του να τον αντιμετωπίσει. Παρ’ όλη την ασάφεια με την οποία τον σχεδιάζει, τον υπονοεί σαφέστατα κι ας μη τον κατονομάζει. Προς χάρη της μυθοπλασίας, ωστόσο, καταφεύγει σε ένα φανταστικό εύρημα που αντλεί από τον εφιαλτικό κόσμο του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ. Πρόκειται για τον μυθικό θεό Κθούλου, εξωγήινο πλάσμα αλλά δημιουργημένο από τον συγγραφέα του με ρεαλιστικές προδιαγραφές. Κάποτε κυρίαρχος της Γης, στη συνέχεια εκδιώχθηκε, και τώρα έχει επανέλθει παντοδύναμος έχοντας επανακτήσει τα χαμένα του εδάφη. Στη δυσοίωνη σκιά του που καλύπτει ολόκληρη τη Γη, ο άνθρωπος βιώνει την τραγική παρακμή του. Ο αναγνώστης απλώς κάνει τις πικρές του διαπιστώσεις: Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Αμερική, αλλά και τον ίδιο – και ολόκληρη τη Γη.
Μτφρ.: Νίκος Βρυώνης
Επιμέλεια: Δημήτρης Αρβανίτης
Εξώφυλλο: Θανάσης Πέτρου
Jemma Press, Πειραιάς 2011
Τιμή: € 16,00, σελ. 225