Της Βίκυς Βασιλάτου-Σαρρή
Ο Καταλανός συγγραφέας, Manuel Vázquez Montalbán, θεωρείται ένας από τους πλέον μοντέρνους σύγχρονους συγγραφείς.
Από όταν ανακάλυψε την κλήση του στη λογοτεχνία τη δεκαετία του ’60 -κατά την κράτησή του στις φρανκικές φυλακές-, έγινε πολυγραφότατος συγγραφέας, συνεργάτης της εφημερίδας El Pais, καθώς και ποιητής και δοκιμιογράφος. Έγραψε θεατρικά, βιβλία μαγειρικής, πολιτικά και κοινωνιολογικά δοκίμια. Τον αποκαλούν μάλιστα «πατέρα» όσων συγγραφέων αστυνομικών γεννήθηκαν μετά την επιστροφή της μοναρχίας στην Ισπανία, ενώ είναι ο φυσικός «πατέρας» του δημοφιλούς ιδιωτικού ντετέκτιβ, Πέπε Καρβάλιο.
Ο Καρβάλιο ήρθε στον κόσμο στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, για να αποδείξει -σύμφωνα με τον Καταλανό συγγραφέα- σε μια εποχή που το ισπανικό μυθιστόρημα αφέθηκε στον ιστό μιας ανεξέλεγκτης δημιουργικής ξηρασίας- ότι είναι δυνατό «να γράψεις ένα μυθιστόρημα όπου γίνονται πράγματα». Ενώ, παράλληλα, συνειδητοποίησε ότι ο κυνικός του ήρωας θα γινόταν ένας σπάνιος και οξυδερκής χρονικογράφος της μετα-φρανκικής ισπανικής κοινωνίας.
Ο Καρβάλιο ήταν πρωταρχικά υπερασπιστής του κομμουνισμού, ύστερα συνεργάστηκε με την CIA, για να επιλέξει στη συνέχεια να διεξάγει έρευνες σε ιδιωτικό επίπεδο. Έχει διαβάσει τα πάντα: από Garcia Lorca και Jose Luis Borges μέχρι Hegel. Κάθε βράδυ μάλιστα έχει -για πολλούς- την κακή συνήθεια να καίει μεθοδικά τα βιβλία του για να ζεσταθεί. Αυτός λοιπόν ο «βιβλιοκαύστης» ντετέκτιβ, αντανακλά με τις περιπέτειές του την ισπανική κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών. Κι ενώ πρωτοεμφανίστηκε το 1972 στο Εγώ σκότωσα τον Κέννεντυ (Μεταίχμιο, 2002), ξεκινά την πρωταγωνιστική του πορεία με αφετηρία τις Θάλασσες του Νότου (που απέσπασε το βραβείο «Planeta» το 1979) και τραβά πάνω του όλα τα φώτα της αστυνομικής μυθοπλαστικής δημοσιότητας.
Για τον Montalbán, «οι Καρβάλιο είναι ένα χρονικό μιας μεταβατικής εποχής όχι μόνο της Ισπανίας, αλλά κι ολόκληρης της Ευρώπης. Χρησιμοποιώ μια αινιγματική δομή για να ξεκινήσω έναν διάλογο κοινωνικού χαρακτήρα, μια σκέψη πάνω στην πολιτική, την εξουσία…».
Μια δήλωση που δεν θα μπορούσε παρά να μου εξάψει την περιέργεια και να μου τείνει τη σωστή σκυτάλη για να θελήσω ν’ ανακαλύψω αυτή την αινιγματική δομή. Και την ανακάλυψα με την Βαρκελώνη του Μανόλο, που καθώς περιλαμβάνει τρία μυθιστορήματά του, με πρωταγωνιστή τον ιδιόρρυθμο ντετέκτιβ, μου έδωσε μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη του τι εστί Καρβάλιο και Montalbán. Ενώ, ταυτόχρονα, το μυαλό μου ανέτρεξε τρία χρόνια πίσω, στην παρουσίαση του βιβλίου του Leonardo Padura, Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη (Καστανιώτης, 2009) και στη συζήτηση που έκανε με τον Πέτρο Μάρκαρη περί αστυνομικού μυθιστορήματος του Νότου. Σαν σήμερα, με θυμάμαι να θέλω να αποτυπώσω στο χαρτί κάθε λέξη και τελεία από αυτά που λέγονταν μεταξύ του Κουβανού και του Έλληνα.
Ξαναδιαβάζοντας τις σημειώσεις μου, διαπίστωσα πως ό,τι συζητήθηκε ταιριάζει γάντι στα βιβλία τού Καταλανού. Όπως η διαπίστωση του Padura ότι όταν γράφεις ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, έχεις την ελευθερία να περιγράψεις λεπτομερώς την υπάρχουσα κατάσταση της χώρας σου. Κι ενώ ασκείς σκληρή κριτική, τα βιβλία δεν λογοκρίνονται, αντιθέτως, βραβεύονται. Ή όπως η επισήμανση του Μάρκαρη ότι το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή.
Αυτή είναι άλλωστε και μία από τις σημαντικότερες συμβολές του Montalbán στο αστυνομικό μυθιστόρημα: κατόρθωσε να το μετατρέψει σε κοινωνικοπολιτικό. Μια άλλη, σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα του Μάρκαρη στη Βαρκελώνη του Μανόλο, είναι ότι ο συγγραφέας «απάλλαξε τη μεγαλούπολη από τα στενά όρια του χώρου και του περιβάλλοντος και την κατέστησε πρωταγωνίστρια του αστυνομικού μυθιστορήματος. Στο σύγχρονο αστυνομικό, η πόλη δεν είναι απλώς ο χώρος όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα, αλλά πρωταγωνιστεί μαζί με τους ήρωές του».
Κι έτσι, ως συνοδοιπόρος του Πέπε, χάθηκα στις συνοικίες, τα στενά, τα σπίτια και τη γαστρονομία μιας πόλης που με κάθε της ανάσα γύριζε κάθε σελίδα του τόμου που κρατούσα στα χέρια μου, κάθε σελίδα των Θαλασσών του Νότου (1979), του Ελληνικού λαβυρίνθου (1991) και του Βραβείου (1996). Βιβλίο το βιβλίο, και με το ελαφρυντικό μιας έρευνας, ο Καρβάλιο προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα μιας ιδιόμορφης πόλης και κοινωνίας. Ενώ ο Montalbán δίνει τροφή για σκέψη και αποτυπώνει με μαεστρία, κυνισμό και ιδεαλισμό την βαρκελωνέζικη ψυχή.
Οι τρεις ιστορίες της Βαρκελώνης του Μανόλο αρκούν για να κατανοήσεις, να γευτείς και να θαυμάσεις τη λογοτεχνική πένα και τα μηνύματα του Καταλανού. Οι ιστορίες του όμως έμελλε να έχουν ημερομηνία λήξης μιας και ο Montalbán γνώριζε εκ των προτέρων πότε θα έπεφτε ο τελευταίος κόκκος άμμου στη κλεψύδρα τού Πέπε, κι αυτό μη τυχόν εκλείψει ο «καρβαλιστικός» του οίστρος και κουράσει τους αναγνώστες. Ύστερα λοιπόν από μια συνύπαρξη, που μέτρησε συνολικά μια εικοσιπενταετία και μια δεκαπενταριά μυθιστορήματα, ο συγγραφέας, λίγο πριν αποβιώσει (ειρωνεία της τύχης;), παραδίδει στον εκδότη του τη Χιλιετία (Καστανιώτης, 2005), βάζοντας μία τελεία στη ζωή του Καρβάλιο και -αναπόφευκτα- έναν επίλογο στο συγγραφικό του έργο…
Στο κύκνειο άσμα του λοιπόν, o Manolo, ως δημοκρατικός και φιλεύσπλαχνος «εκτελεστής», δίνει τον λόγο στον Πέπε μέσα από έναν δυνατό μονόλογο, παύοντάς τον από τον ρόλο του ως ασπίδα μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα, του συγγραφέα και της πραγματικότητας. Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη, σ’ ένα αποκαλυπτικό ενώπιος ενωπίω. Πλέον, ο ήρωας δεν μεσολαβεί· αποκαλύπτει. Πρόκειται για έναν επιτυχημένο παραλληλισμό μεταξύ συγγραφικής ύπαρξης και ταυτότητας του Montalbán. Για ένα λογοτεχνικό τέχνασμα που σπάει κόκαλα. Εν ολίγοις, για ένα κύκνειο άσμα που η μελωδία του σημαίνει το τέλος μιας λαμπρής εποχής για τη αστυνομική λογοτεχνία της Καταλονίας και κατ’ επέκταση της Ισπανίας.
Manuel Vázquez Montalbán
Μετφρ: Βέρα Δαμόφλη και Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο, 2012
Τιμή: € 13,99, σελ.798