Η μη βία ως πολιτική πράξη
Του Κώστα Κατσουλάρη
Το 1936, η χρονιά της πρώτης κυκλοφορίας του Τυφλού λυτρωτή (Eyless in Gaza), είναι μια κομβική στιγμή στη ζωή και την πνευματική πορεία του Άλντους Χάξλεϋ. Μόλις τέσσερα χρόνια πριν, το 1932, έπειτα από ένα ταξίδι του στην Αμερική, έχει γράψει τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο του, το βιβλίο που από τότε ήδη τον έκανε διάσημο, ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1937, θα φύγει, οριστικά όπως τελικά αποδεικνύεται, για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Είναι η εποχή που τα τύμπανα του πολέμου έχουν αρχίσει να ηχούν στη γηραιά ήπειρο, η απειλή είναι ήδη ορατή, πόσο μάλλον για έναν φιλελεύθερο σαν τον Χάξλεϋ που νιώθει να ασφυκτιά ανάμεσα στους δύο ακραίους φανατισμούς, των ναζί από τη μία και των φιλοσταλινικών από την άλλη. Εκείνος, που περισσότερο κι από σπουδαίος μυθιστοριογράφος υπήρξε πάντοτε ένας διορατικός διανοούμενος, θα δοθεί ολόψυχα στο κίνημα του πασιφισμού, γύρω από το οποίο φαίνεται να αναπτύσσει ένα συμπαγές φιλοσοφικό σύστημα. Σ’ αυτό το πλαίσιο γράφεται ο Τυφλός λυτρωτής, ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα που συνδυάζει την αυτοβιογραφία με μια σειρά από φιλοσοφικές, κοινωνικές και πολιτικές παρατηρήσεις που έχουν στο κέντρο τους την αρχή της μη βίας – μια στάση ζωής που βρήκε τον καλύτερο εκφραστή της στο πρόσωπο του Μαχάτμα Γκάντι.
Το κεντρικό πρόσωπο του Τυφλού λυτρωτή, ο κοινωνιολόγος Άντονυ Μπήβις, είναι αναμφίβολα μια μορφή πάνω στην οποία αντανακλούνται σημαντικές πλευρές του συγγραφέα. Μέσα από τον Μπήβις ο Χάξλεϋ βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για ορισμένα βαθιά του τραύματα, όπως είναι ο θάνατος της μητέρας του στα δέκα περίπου χρόνια του –πλήγμα που δέχεται επίσης από μικρός κι ο ήρωας του βιβλίου– καθώς και η αυτοκτονία του αδερφού του λίγα χρόνια αργότερα – η μορφή του οποίου φαίνεται να σκιαγραφείται στο πρόσωπο του φίλου του Άντονυ, του Μπράιαν Φοξ. Γύρω από αυτούς τους δύο χαρακτήρες συνωθείται σιγά-σιγά ένας εσμός προσώπων, φίλων και ερωμένων, η ζωή και οι σχέσεις των οποίων αναπτύσσονται τμηματικά, μέσα από αλλεπάλληλα πίσω-προς στο χρόνο, καλύπτοντας μια τριακονταετία, από το 1904 έως το 1934. Ο Τζέρι, η Έλεν, η Μαίρη, η Τζόαν, ο Χιού, και κάμποσοι άλλοι, μπαινοβγαίνουν ανά τακτά διαστήματα στην αφήγηση, μια αφήγηση που «σπάει» από μεγάλα κομμάτια σκέψεων, δίχως όμως πότε να αποκτούν την οντότητα και το βάρος «χαρακτήρων». Είναι άλλωστε αυτή ακριβώς την έννοια του δήθεν συμπαγούς χαρακτήρα, της προσωπικότητας, την οποία βάζει στο στόχαστρό του ο Χάξλεϋ μέσα από την κριτική του στο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και στις εξιδανικευμένες μορφές που κυριαρχούν σ’ αυτά αντί πραγματικών ανθρώπων με σάρκα και οστά.
Ο Τυφλός λυτρωτής, όπως και όλα τα μυθοπλαστικά βιβλία του Χάξλεϋ, είναι στην πραγματικότητα ένα μεγαλεπήβολο μυθιστόρημα ιδεών. Ο ίδιος ο Χάξλεϋ πίστευε πολύ σ’ αυτό το μικτό είδος γραφής που ισορροπεί ανάμεσα στο παραδοσιακό πεζογράφημα και το δοκίμιο, ενώ με την πάροδο των χρόνων φαίνεται να δείχνει όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη στο «αφηγηματικά κόλπα» του παραδοσιακού μυθιστορήματος. Αυτή η «περιφρόνηση» της φόρμας έναντι του περιεχομένου είναι ιδιαίτερα έκδηλη στον Τυφλό λυτρωτή, κάτι που έπειτα από τόσα χρόνια μονάχα στις αδυναμίες του μπορεί να καταγραφεί. Και πράγματι: η επιλογή μιας αφηγηματικής λογικής που δεν ξεφεύγει ποτέ από το στεγνό πίσω-μπρος στο χρόνο για 600 σχεδόν σελίδες, μπορεί από τη μία να μαρτυρά την πίστη του Χάξλεϋ στη δύναμη των ιδεών του, στην ικανότητα του ίδιου του λόγου του να προσδίδει την ποθητή ένταση στην αφήγηση, αποδεικνύεται όμως ιδιαίτερα χαλαρή για τον σημερινό, πιο ανυπόμονο αναγνώστη.
Ωστόσο, από τη μέση περίπου του βιβλίου και μετά, όταν αρχίζει να γίνεται πιο καθαρό το φιλοσοφικό στίγμα του, το μυθιστόρημα αρχίζει να βρίσκει το στόχο του, και μαζί μ’ αυτόν έναν πολύ καλύτερο ρυθμό. Εδώ, πέρα από τη στράτευσή του στο κίνημα του πασιφισμού, μπορεί κανείς ήδη να διακρίνει το διαρκώς εντεινόμενο ενδιαφέρον του Χάξλεϋ για τον μυστικισμό, το βουδισμό, τις κρυφές δυνάμεις της συνείδησης. Πρόκειται για μια ανολοκλήρωτη ακόμη κοσμοθεωρία βασισμένη στην δραστικότητα της αγάπης, της συγχώρεσης, της αυτοσυνείδησης, θέματα που θα αναπτύξει κάμποσα χρόνια αργότερα ξανά στα βιβλία που τον ανέδειξαν σε γκουρού των κινημάτων των σίξτις, τα Πύλες της αντίληψης και Παράδεισος και Κόλαση.
Τα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα που γράφτηκαν στο μεσοπόλεμο, και ειδικότερα εκείνα που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του τριάντα, είναι μοιραίο να κρίνονται σήμερα με βάση και τη στάση που αντανακλούν σε σχέση με τον επερχόμενο όλεθρο, την καταστροφή που έμελλε να στιγματίσει βαθιά την Ευρώπη. Και είναι πράγματι εντυπωσιακό, για έναν άνθρωπο που ζει μέσα στη δίνη εκείνης της εποχής με τις τεράστιες εντάσεις και στρατεύσεις, με πόση διαύγεια και ευαισθησία παρατηρεί ο Χάξλεϋ στον Τυφλό λυτρωτή το αυγό του φιδιού να αναπτύσσεται, και πόσο επίκαιρες, ή ακόμη και προχωρημένες, φαντάζουν σήμερα πολλές από τις ιδέες του.
Ο τυφλός λυτρωτής
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Scripta, 2004
Σελ. 565, τιμή 24 ευρώ