Η Σεξουαλική Βουλιμία και η Συναισθηματική Λιμοκτονία της Κατρίν Μ.
"Υπάρχει ηδονή πέρα από την αισχρότητα;" ρωτάει η Κατρίν Μ.
Πιθανόν, αλλά γιατί να το ρισκάρεις;
Πολλοί έχουν την φαντασίωση, λίγοι όμως την ευκαιρία - ή το θάρρος - να ενδώσουν σε ομαδικό σεξ. Γιατί όμως μια διανοούμενη ασχολείται καθημερινά επί χρόνια; Η εξήγηση δίνεται στην αρχή του βιβλίου, «Η Σεξουαλική Ζωή της Κατρίν Μ.», (εκδ. Κέδρος): «Κατάλαβα ευθύς εξαρχής ότι δεν ανήκα στις γόησσες και ότι επομένως, η θέση μου στον κόσμο σε σχέση με τους άντρες δεν ήταν μεταξύ των άλλων γυναικών αλλά στο πλευρό των αντρών. Τίποτα δε μ’ εμπόδιζε να ανανεώνω την εμπειρία, να γεύομαι ένα σάλιο με πάντα διαφορετική γεύση». Η ντροπαλή συγγραφέας που δεν φλέρταρε ποτέ, έπαιρνε επιβεβαίωση από τη σάρκα κατευθείαν, όχι από ναρκισσιστικά παιχνίδια. Τα όργια ήταν γι’ αυτήν ένα είδος κοινωνικοποίησης. Φορούσε μάλιστα αυστηρά ρούχα, διότι ερεθιζόταν ξαφνικά και φοβόταν μην αρχίσει να χαϊδεύει το στήθος της δημοσίως!
Οι διανοούμενοι, μποέμ ήρωες του βιβλίου περιφρονούν την προλεταριακή ηθική (της μητέρας π.χ. της συγγραφέως που καταδικάζει το σεξ), ως ανόητη και λαϊκή. Τι όμως είναι πιο λαϊκό από ένα όργιο; Οι περιγραφόμενες σκηνές θυμίζουν πίστες χορού: οι συμμετέχοντες χάνουν την ταξική τους ταυτότητα, τα ρούχα που διαχωρίζουν τους πληβείους από τους διανοούμενους ή τους πλούσιους - μένουν μόνο με τη λίμπιντό τους να τους ταξινομεί: ένας φοβερός εραστής διαπρέπει έναντι οποιουδήποτε, όπως ακριβώς στις ταξικά ομογενοποιητικές πίστες του αργεντίνικου τάνγκο όπου το ζητούμενο είναι να χορέψεις με τον καλύτερο παρά το κιτς ασημί του κοστούμι. Τόσο στις μεν όσο και στις δε, εάν ο παρτενέρ είναι καλός δε σε ενοχλεί ο ιδρώτας.
Η ηδονή της Μιγιέ προέρχεται από το ότι ένα κάρο άγνωστοι απρόσωποι άντρες την χρησιμοποιούν. Bγαίνει από το σώμα της και το παρατηρεί προσπαθώντας να νιώσει ό,τι νιώθουν. Πλήρης παρουσία του σώματος και αποστασιοποίηση του πνεύματος που παίρνει ρόλο παρατηρητή - πώς αλλιώς θα πας με τριάντα; Η Γαλλίδα κριτικός τέχνης αναλύει τα όργια σαν μοντέρνο πίνακα, σαν να ‘ναι αλληνής το κορμί που κείτεται κάτω απ' τα ξένα σώματα. Σημειώνει: «Όσο μεγαλύτερη είναι η απόλαυση τόσο λιγότερο σινεμά (κραυγές, κουνήματα, ηθοποιία) υπάρχει». Ενώ το να σνομπάρεις την λαϊκή ηθική, εντός ή εκτός οργίου, αυξάνει την ηδονή. Ένα είναι σίγουρο: ότι σε μερικά χρόνια η Κατρίν είχε περισσότερους οργασμούς απ’ ότι άλλες γυναίκες σ’ όλη την ζωή τους.
Ενώ για άλλους το σεξουαλικό όργιο αποτελεί το περιστασιακό ακριβό πούρο στα γενέθλιά τους, για τους εθισμένους όπως η Μιγιέ είναι τρόπος ζωής. Και μάλιστα διαθέτοντας σταθερό σύντροφο ο οποίος γνωρίζει την έξη της - η λέξη ‘τσούλα’ απουσιάζει από το λεξιλόγιό του συντρόφου συγγραφέα Ζακ, εφόσον είναι διανοούμενος και Γάλλος. Η λέξη ‘άπιστη’ επίσης, εφόσον η απιστία απαιτεί ένα πρόσωπο, και οι πολλαπλοί εραστές της Μιγιέ είναι απρόσωποι.
Η σεξουαλική βουλιμία της δεν την εμποδίζει, στο επόμενο βιβλίο «Ζήλεια» (Κέδρος, 2010) να ζηλεύει ψυχοσωματικά τον σύντροφό της που, ενώ δεν οργιάζει, ενίοτε την απατάει. Νιώθει αναγάπητη, παραγκωνισμένη όταν το ανακαλύπτει. Άλλο το δικό της παράπτωμα - η μη συναισθηματική πολυφαγία που δεν απειλεί τον σύντροφο - κι άλλο το γήτεμά του από άλλες γυναίκες με τις οποίες η Μ. παθαίνει ψύχωση: λοιπόν κανείς, όσο απελευθερωμένος κι αν είναι θεωρητικά, δεν είναι απρόσβλητος από τη ζήλεια.
Η ανεξάρτητη, μηδενικά ενοχική Μιγιέ είναι ικανή για ζήλεια όσο η μικροαστή νοικοκυρούλα: λούζεται στη ζήλεια μέχρι να κιτρινίσει. Δεν είναι ηθικοπλαστική: το όργιο εκφράζει σεξουαλική απελευθέρωση, ενώ η ζήλεια - ως προαιώνιος φόβος της απώλειας του συντρόφου - απειλεί την ψυχοσωματική υγεία. Μετά από χρόνια αρρώστιας αντέχει στη σκέψη της απιστίας του Ζακ, εφόσον πια έχει εξασφαλίσει το πόσο σταθερή είναι η θέση της δίπλα του. Και συνεχίζει τα όργια. Πράγμα που απαντάει στην αρχική ερώτηση του βιβλίου, «Υπάρχει ηδονή πέρα από την αισχρότητα;» Πιθανόν, αλλά γιατί να το ρισκάρεις;
Κατρίν Μιγιέ
Μτφρ. Αθανάσιος Κυριαζόπουλος
Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα
Τιμή: € 14,27, σελ. 225