Του Δημήτρη Αργασταρά
Η ιδέα ότι η ανθρωπότητα δεν κατοικεί στην πραγματικότητα στην επιφάνεια της γης (δηλαδή στην επιφάνεια του αληθινού κόσμου) αλλά στο εσωτερικό της έχει εισαχθεί στον χώρο της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας ήδη από την εποχή του Πλάτωνα.
«Εμείς λοιπόν αγνοούμε πλήρως ότι διαμένουμε στα κοιλώματά της και φανταζόμαστε ότι κατοικούμε στην επιφάνεια της γης, όπως αν κάποιος, που μένει στην μέση της απόστασης από τον πυθμένα του πελάγους, φανταζόταν ότι κατοικεί στην επιφάνεια της θάλασσας, και βλέποντας τον ήλιο και τα άλλα άστρα μέσα από το νερό, πίστευε ότι ουρανός είναι η θάλασσα. Κάτι παρόμοιο έχουμε πάθει και εμείς, κατοικώντας σε κάποιο κοίλωμα της γης πιστεύουμε ότι κατοικούμε πάνω-πάνω, και από την αδυναμία και την νωθρότητά μας δεν είμαστε ικανοί να διασχίσουμε τον αέρα απ’ άκρου εις άκρον» αναφέρει ο αρχαίος ιδεαλιστής φιλόσοφος στον διάλογο ‘‘Φαίδων’’ (Κάκτος, 1993), για να μην αναφερθούμε στον πιο γνωστό μύθο του Σπηλαίου.
Πιο πρόσφατα, η ύπαρξη μια φυλής που ζει σε έναν υπόγειο κόσμο έγινε διάσημο λογοτεχνικό θέμα στο μυθιστόρημα ‘‘Η επερχόμενη φυλή’’ (Ιάμβλιχος, 2000) του σερ Έντουαρντ Μπάλγουερ Λύττον (στον οποίο ανήκει, επίσης, η πιο διάσημη και θεωρούμενη ως η πλέον τετριμμένη έναρξη μυθιστορήματος: «It was a dark and stormy night..»). Εκεί ένας ερευνητής, εξερευνώντας τα βάθη ενός ορυχείου, βρίσκεται ξαφνικά στην υπόγεια πολιτεία μιας βιολογικά και τεχνολογικά ανώτερης ουτοπικής κοινωνίας, που έχει στην διάθεσή της μια αυθόρμητη και ελεύθερη ενεργειακή δύναμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στα 1871 που γράφτηκε το βιβλίο, το όραμα του Λύττον ήταν αισιόδοξο και ελπιδοφόρο.
Στην σημερινή εποχή λοιπόν η ιστορία επανέρχεται, σε πιο απαισιόδοξες και δυστοπικές αποχρώσεις αυτή την φορά, μέσα από την πολυβραβευμένη σειρά βιβλίων νεανικής φαντασίας της Τζιν Ντυπρό ‘‘Υπόγεια Πολιτεία’’. Στο πρώτο βιβλίο ‘‘Υπόγεια Πολιτεία’’ (Πατάκης, 2011) γνωρίζουμε τον κόσμο της Έμπερ, μιας πόλης κατασκευασμένης βαθιά στο εσωτερικό μιας μελλοντικής μετα-αποκαλυπτικής γης, με σκοπό την επιβίωση της ανθρωπότητας για τουλάχιστον 200 χρόνια. Αυτός ο χρονικός ορίζοντας έχει παρέλθει και η υπόγεια πολιτεία αρχίζει να παραπαίει. Τα ηλεκτρικά φώτα τρεμοσβήνουν, οι μηχανές δυσλειτουργούν, οι προμήθειες σε τρόφιμα εξαντλούνται. Όμως, οι κάτοικοί της αυταπατώνται αγνοώντας τον κίνδυνο, περιμένουν παθητικά για μία ‘‘από μηχανής’’ σωτηρία, ή ενδιαφέρονται εγωιστικά για την συγκέντρωση και την εξασφάλιση μόνο των δικών τους υπαρχόντων. Από την άλλη, ο δήμαρχος της πόλης είναι διεφθαρμένος, λειτουργεί κατευναστικά και νέμεται όσο περισσότερο μπορεί τα οφέλη της εξουσίας του. Ώσπου οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, η Λίνα και ο Ντουν, πέφτουν πάνω σε έναν αποσπασματικό χάρτη που φαίνεται να οδηγεί έξω από την υπόγεια πολιτεία. Τα δύο παιδιά είναι τα μόνα που θα μπορέσουν να δουν την αλήθεια για τον κόσμο τους, αντικρίζοντάς τον με μια φρέσκια ματιά, και μετά από πολλές περιπέτειες, θα καταφέρουν να ανακαλύψουν τον ηλιόλουστο κόσμο της επιφάνειας.
Στο δεύτερο βιβλίο ‘‘Πέρα από το Σκοτάδι’’ (Πατάκης, 2011), η ιστορία συνεχίζει από εκεί που την αφήσαμε στο πρώτο, αν και μπορεί να διαβαστεί και ανεξάρτητα από αυτό. Την Λίνα και τον Ντουν στην επιφάνεια ακολουθούν και τετρακόσιοι συμπολίτες τους, χωρίς να κουβαλούν τίποτα μαζί τους εκτός από λιγοστά υπάρχοντα, και σύντομα συναντούν το πρώτο χωριό, με το χαρακτηριστικό όνομα Λάμψη. Η κάτοικοι της Λάμψης έχουν καταφέρει να οργανώσουν την ζωή τους έτσι ώστε να πετύχουν κάποιο βαθμό αυτάρκειας, αλλά ξαφνιάζονται έντονα όταν βλέπουν τους πολυπληθείς νεοφερμένους. «Πάρα πολλοί… θέμα ανθρωπιάς… ίσως να πάρουμε λίγους μέσα…» μουρμουρίζουν μεταξύ τους και αποφασίζουν να τους φιλοξενήσουν για ένα χρονικό διάστημα έξι μηνών μέχρι να προσαρμοστούν στις καινούριες συνθήκες της ζωής στην επιφάνεια.
Στην αρχή όλα φαίνονται να κυλούν ομαλά, αλλά δεν θα αργήσουν να εμφανιστούν τα πρώτα προβλήματα. Θα αρχίσουν να συμβαίνουν κάποιες περίεργες καταστροφές από άγνωστους δράστες, οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ των πιο ευέξαπτων ατόμων, ενώ γρήγορα θα φανεί πως και τα τρόφιμα δεν επαρκούν για όλους. «Το χωριό μας δεν έχει αρκετά για τετρακόσιους επιπλέον ανθρώπους. Μήπως υποτίθεται ότι θα πρέπει να ταΐζουμε εσάς αντί για τις οικογένειές μας ; Και γιατί να το κάνουμε ; Γιατί να πεινάσουμε για μερικούς ξένους από κάποια πόλη που δεν έχει ακούσει ποτέ κανείς ;»
Έτσι, το ‘‘Πέρα από το Σκοτάδι’’ έχει να κάνει με το πρόβλημα της συνύπαρξης δύο διαφορετικών πληθυσμών μέσα σε μία κοινότητα, το πώς αλληλεπιδρούν, το πώς μπορεί να αυξηθούν οι συγκρούσεις και οι εντάσεις μεταξύ τους, και τέλος το πώς μπορούν να συνεργαστούν ώστε να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους που είναι κατά βάση κοινά. Οι κάτοικοι της Έμπερ έρχονται από το μαύρο σκοτάδι, δεν φέρουν τίποτα μαζί τους, και αγνοούν την πραγματικότητα του καινούριου κόσμου στον οποίο αιφνίδια βρέθηκαν. Οι κάτοικοι της Λάμψης, παρόλο που έχουν καταφέρει να στήσουν μία βιώσιμη κοινότητα, βρίσκονται σε συνεχή προσπάθεια μετά την καταστροφή των παλαιών δομών του πολιτισμού και δεν έχουν αφθονία αγαθών.
Η αφήγηση κυλά άνετα και ομαλά, με ευχέρεια και παραστατικότητα, και συνεχίζει να μας δίνεται κυρίως μέσα από το βλέμμα των νεαρών πρωταγωνιστών. Η Λίνα είναι εκείνη που έχει τις περισσότερες απορίες για τον κόσμο της επιφάνειας. Τι είναι αυτά για τα οποία μιλούν οι κάτοικοι της Λάμψης ; Τι είναι ο πόλεμος και η μεγάλη καταστροφή ; Το ταξίδι της μέσα από τα ερείπια των παλιών πόλεων θα τις δώσει μερικές απαντήσεις… Ενώ ο Ντουν παρακολουθεί την προσπάθεια των δύο διαφορετικών πληθυσμών να συνυπάρξουν και τις τριβές που αναπτύσσονται μεταξύ τους.
Καταλήγοντας, το ‘‘Πέρα από το Σκοτάδι’’ είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα για νέους αλλά και μεγαλύτερους αναγνώστες, που προσφέρει ταυτόχρονα αρκετά επεισόδια και δράση μαζί με σύγχρονους προβληματισμούς.
argastaras@yahoo.gr
Τζιν Ντιπρό
μετάφραση:Φωτεινή Μεγαλούδη
Πατάκης, 2011
σελ: 350