Του Μάκη Πανώριου
Το Γοτθικό Μυθιστόρημα δεν είναι μόνο ιστορίες υπερφυσικού τρόμου, είναι, κυρίως, και μέσω αυτών των ιστοριών ως πρόσχημα, η αντανάκλαση και το ‘στίγμα’ μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, της οποίας τα βασικά χαρακτηριστικά είναι ο προληπτικός σκοταδισμός, η φανατική θρησκοληψία και η μεταφυσική φαντασίωση.
Σε μια καθημερινότητα με συγκεκριμένο κοινωκο-πολιτικό στάτους κβο και σαφή διαχωρισμό των τάξεων, Άρχοντες και Πληβείοι, σε περίκλειστους, μυστηριώδεις πύργους οι πρώτοι, σε άθλιες, ρυπαρές κατοικίες οι δεύτεροι, κι ένα φυσικό περιβάλλον ερημικών εκτάσεων και σκοτεινών δασών, ήταν απολύτως φυσικό να γεννηθεί και να καλλιεργηθεί από αυτήν την αμφίβολη πραγματικότητα ένα πνεύμα ‘σκοτεινιάς και τρόμου’. Οι σκιές, τα φαντάσματα, οι δαίμονες, οι νεκροζώντανοι, τα τέρατα, οι μάγοι, οι μάγισσες, είναι τα ‘υπερρεαλιστικά’ σύμβολα που θα εκφράσουν αυτό το πνεύμα. Απ’ αυτή την άποψη τα όνειρα, τα οράματα, οι φαντασιώσεις, υπεύθυνες για τις ψυχοπαθολογικές νευρώσεις, θα λειτουργήσουν ως βασικά ‘υλικά’ που διαμόρφωσαν την εν λόγω πραγματικότητα. Αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι κανένα άλλο λογοτεχνικό κίνημα δεν κατάφερε να συλλάβει το βαθύτερο προαναφερθέν υπαρξιακό πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής, όπως το Γοτθικό Μυθιστόρημα.
Η αρχετυπική καταγωγή του, ωστόσο, θα πρέπει να αναζητηθεί στην αρχαία ελληνική και ανατολική λογοτεχνία. Την περίοδο του Μεσαίωνα αρχίζει να αποκτά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δανείστηκε από τα λαϊκά παραμύθια τρόμου που κυκλοφορούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Τα αυθεντικά του διαπιστευτήρια, όμως, θα τα καταθέσει τον 17ο αιώνα, και θα τα επιβεβαιώσει τον 18ο και 19ο. Τον 20ο αιώνα θα προσαρμοστεί στο πνεύμα της επιστημονικής-τεχνολογικής εποχής. Τους δαίμονες και τα φαντάσματα θα αντικαταστήσουν οι ‘κακοί’ εξωγήινοι και οι ‘σατανικοί’ επιστήμονες. Γαλλία, Γερμανία, και Αμερική δίνουν τον τόνο του είδους που συμπορεύεται με τον Ρομαντισμό. Αλλά τον ουσιώδη τόνο του Γοτθικού Μυθιστορήματος ως προς τη θεματική, την ατμόσφαιρα, το κλίμα, το σκηνικό, και την μυθολογία του, θα την δώσει η Αγγλία. Ο Χόρας Γουόλπολ, Άγγλος ευγενής (1717-1797), με το αρχετυπικό του μυθιστόρημα, «Ο Πύργος του Οτράντο, μια γοτθική ιστορία» 1764, που βασίζεται σε έναν εφιάλτη του συγγραφέα του, θεωρείται ο εισηγητής του. Αξίζει να αναφερθούν ορισμένα έργα αυτής της γόνιμης περιόδου, όπως, «Η Θαυμαστή Ιστορία του Χαλίφη Βατέκ» 1782, του Ουίλιαμ Μπέκφορντ, «Τα Μυστήρια του Ουντόλφο» 1794, της Ανν Ράντκλιφ, «Ο Καλόγερος» 1796, του Μάθιου Γκρέγκορι Λιούις. Ο «Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος» 1820, του Τσαρλς Ρ, Ματιούριν, είναι το επιστέγασμα αυτής της εκρηκτικής εποχής, το αριστούργημα του συγγραφέα του, και η αναγγελία ενός νέου επαναστατικού ιστορικού κύκλου. «Ο Φρανκενστάιν ή ο Νέος Προμηθέας» 1818, της Μέρι Γούλστονκρφτ Σέλεϊ, προφητεύει την βιομηχανική επανάσταση, την έλευση της επιστημονικής-τεχνολογικής εποχής και εγκαινιάζει την Επιστημονική Φαντασία, λογοτεχνικό είδος που θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια για να φτάσει στο απόγειό της τον 20ο αιώνα.
Ο«Μέλμοθ»,ωστόσο, αυτό το πολυεπίπεδο, πολυδιάστατο, επιθετικό μυθιστόρημα, δεν εξαντλείται μόνο στην καταγραφή της δεισιδαιμονίας της εποχής του που διαστρέβλωσε την ανθρώπινη οπτική, αλλά συλλαμβάνει στο απώτερο βάθος του την αγωνιώδη υπαρξιακή ανάσα του ανθρώπου κι εκείνο το απροσδιόριστο, φευγαλέο «Κάτι», που εκπορεύεται από τον βουβό ήχο του σύμπαντος. Οι διάφορες εγκιβωτισμένες ιστορίες που διοργανώνουν το σώμα του έργου, πέρα από την ουσιώδη αυτονομία τους, επισημαίνουν την ανθρώπινη περιπέτεια στο αμφίβολο, τρομώδες περιβάλλον της εποχής τους. Τα εφιαλτικά υπόγεια της Ιερής Εξέτασης, τα φοβερά μπουντρούμια, τα σκοτεινά κελιά, οι κλειστοφοβικές κρύπτες, οι δαιδαλώδεις στοές, κι ένα επικίνδυνο κοινωνικοπολιτικό ισπανικό καθεστώς, είναι η δυσοίωνη τοιχογραφία ενός κόσμου αίματος, υποκρισίας, φόνου, εγκληματικότητας, αμφίβολων σχέσεων και καταδικασμένων ερώτων. Σε αυτό το αβέβαιο τοπίο, που μοιάζει ‘εκσυγχρονισμένος’ πίνακας του Ιερώνυμου Μπος, θα κινηθεί ο Μέλμοθ, αυτός ο έκπτωτος άγγελος, ένας προκλητικός, αναρχικός Φάουστ. Θα συνάψει συμφωνία αθανασίας με τον Άρχοντα του Σκότους να του αποκαλυφθεί η «Μέγιστη Αλήθεια», αλλά με την προϋπόθεση να χρησιμοποιήσει τη ζωή των άλλων. Δεν θα βρει, όμως, ούτε έναν που να δεχτεί την απώλεια της ψυχής του, με δέλεαρ την αθανασία, τα πλούτη, την εξουσία. Εξυπακούεται ότι στο τέλος ο Μέλμοθ θα καταστραφεί, επειδή δεν έχει συλλάβει τα ανθρώπινα όριά του. Εκ φύσεως δεν είναι δυνατόν να υπερβεί εαυτόν, ούτε να απορρίψει τους φυσικούς νόμους, ούτε να ακυρώσει τον χρόνο. Πολύ περισσότερο δεν είναι σε θέση να διεισδύσει στο χάος. Η ‘αναρχική’ ωστόσο σκέψη του και συμπεριφορά του προαναγγέλλει τον σύγχρονο υπαρξιακό άνθρωπο. Για την εποχή του, όμως, είναι το όπλο που θα του δώσει τη χαριστική βολή∙ και, υπό ευρεία έννοια, είναι αυτή η εποχή η οποία θα τον θανατώσει, επειδή δεν είναι ακόμη σε θέση να δεχτεί την προοδευτική αλλαγή της.
Παρ’ όλο τον εκπνέοντα μεσαιωνισμό που συντηρεί ακόμη τους παραδοσιακούς θύλακές του, το υπερφυσικό κάνει μια μάλλον συμβολική εμφάνιση, λειτουργώντας, κυρίως, ως πρόσχημα αποκάλυψης των πληγών μιας δυσώδους κοινωνίας που αρέσκεται να εθελοτυφλεί βυθισμένη στην τρομολαγνία της και στις ψευδαισθήσεις της. Η γοτθική ατμόσφαιρα διατηρεί ακόμη τα κλασικά χαρακτηριστικά της, αλλά απογυμνωμένα από την υπερφυσική τους επίστρωση, προαναγγέλλοντας, έστω και υπαινικτικά, την έλευση του ρεαλισμού που θα την διαδεχτεί τον επόμενο αιώνα. Τα πρόσωπα, παρ’ όλο τον μελοδραματικό σχεδιασμό τους, προς χάριν της ιστορίας που οφείλουν να διεκπεραιώσουν, είναι αληθινά πλάσματα, με σάρκα και οστά, πάσχοντες οργανισμοί, που αγωνίζονται συνειδησιακά να υπάρξουν, να συναντήσουν, να επιβεβαιώσουν θετικά ή αρνητικά ένα αμφιλεγόμενο εαυτό, την αποκάλυψη του οποίου πρέπει ή να δεχτούν ή να απορρίψουν. Υπό αυτή την έννοια το πολυδιάστατο αυτό μυθιστόρημα, καταγράφοντας μέσω των προσώπων του την κοινωνιολογική περιπέτεια αυτής της μεταβατικής αυτής περιόδου, αποκαλύπτεται και ως αρχέτυπο του ψυχογραφικού μυθιστορήματος, εκ του μακρόθεν του βραχύβιου εσωτερικού μονολόγου και της ψυχανάλυσης, ρεύματα που θα χαρακτηρίσουν την λογοτεχνία του 20ου αιώνα.
Όπως και σε κάθε σοβαρή λογοτεχνία, έτσι και στη συγκεκριμένη, ο αποσυνάγωγος Μέλμοθ είναι ο ίδιος ο Μτιούριν που ενδύθηκε τον ήρωά του για να επισημάνει τα οιδήματα της ασθενούσας εποχής του∙ θα τον επιβεβαιώσει αργότερα ο Φλομπέρ: «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ». Στον Ματιούριν εξάλλου άρεσαν οι μεταμφιέσεις. Φανταχτερές ενδυμασίες, εξεζητημένα χτενίσματα, προκλητική ζωή, μια συνειδητή αμφισβήτηση της συντηρητικής εποχής του. Εργάστηκε ως τελωνοφύλακας και ιερέας, αλλά διέπρεψε ως συγγραφέας μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων. Τον αποδέχτηκαν ως σπουδαίο λογοτέχνη: ο Ουόλτερ Σκοτ, ο Ουίλιαμ Μέικπις Θάκερέι, ο Ντάντε Γκαμπριέλε Ροσέτι, ο Λόρδος Μπάιρον, ο Τέοντορ Βίλελμ Χόφμαν, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, και, κυρίως, ο Σαρλ Μποντλέρ. Οι Αδελφές Μπροντέ, ο Βίκτορ Ουγκό, ο Ευγένιος Σιί, ο Μορίς Λεμπλάν, ακόμη και ο Ιούλιος Βερν συγκαταλέγονται στους θαυμαστές του, τους οποίους, άλλους εμφανώς άλλους αφανώς επηρέασε∙ ο Όσκαρ Ουάιλντ, στην εξορία του, για να τον τιμήσει, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Σεμπάστιαν Μέλμοθ». Αρνητική κριτική δέχτηκε από τον Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ. Ίσως γιατί ο Μέλμοθ του προχώρησε ένα τολμηρό, αναρχικό βήμα, πέρα από τον Εωσφόρο, του συγγραφέα του «Χαμένου Παραδείσου». Ο Τσαρλς Ρόμπερ Ματιούριν γεννήθηκε και πέθανε στο Δουβλίνο (1780-1824).
Charles R. Maturin
μετάφραση: Χαρά Σύρου
επιμέλεια σειράς: Α. Κ. Χριστοδούλου
Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2011
956 σελ.