
Για το μυθιστόρημα του Βιντσέντζο Λατρόνικο (Vincenzo Latronico) «Η τελειότητα» (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Loggia).
Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός
Η τελειότητα του Βιντσέντζο Λατρόνικο αποτελεί, κατά τις περισσότερες ερμηνείες, ένα εκτενές σχόλιο πάνω στη γενιά των millennials και των gen Z. Γραμμένο, κατά τα λεγόμενα του ίδιου του συγγραφέα, ως φόρος τιμής στα Πράγματα του Περέκ, Η τελειότητα βασίζει τον αφηγηματικό κορμό της στην λεπτομερή περιγραφικότητα. Ωστόσο, είναι αρκετά ξεκάθαρο από το κείμενο πως το μικρό αυτό μυθιστόρημα ξεπερνά κατά πολύ αυτές τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Καταρχάς, ας αφήσουμε για λίγο πίσω μας την έννοια της γενιάς, έννοια που άλλωστε έχει αμφισβητηθεί από την κοινωνιολογία ως ασαφής, τουλάχιστον στον απλουστευτικό επιμερισμό των γενιών ανά δύο ή και τρεις δεκαετίες. Όπως εξηγεί και ο καθηγητής δημόσιας πολιτικής Bobby Duffy στο βιβλίο του The generation myth, ο χρόνος της γέννησής μας παίζει πολύ λιγότερο ρόλο από ό,τι πιστεύεται στην κατηγοριοποίηση μιας γενιάς. Για παράδειγμα, η γενιά X έχει πολλά κοινά τόσο με τη γενιά των millennials όσο και με τη γενιά Z, κυρίως όσον αφορά την οικονομική κατάσταση και τη χρήση του διαδικτύου.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, όπως εξηγείται σε έτερο κεφάλαιο του βιβλίου, ακόμα και παλαιότερες «γενιές» αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις, ειδικά στον επαγγελματικό τομέα και τον καταμερισμό του κεφαλαίου, εφόσον ζούμε εντός ενός μακραίωνου καπιταλισμού, με διαφορετικές συνθήκες μεν, αλλά με ομοιάζουσες άνισες προϋποθέσεις. Επιπροσθέτως, οφείλουμε να αμφισβητήσουμε γενικά την αξιοπιστία του όρου «γενιά», όπως άλλωστε διαβάζουμε και στο βιβλίο του καθηγητή Ιστορίας Ευγένιου Ματθιόπουλου Η έννοια της γενιάς (ΠΕΚ) – η συγκεκριμένη μελέτη, παρότι αφορά περισσότερο την έννοια της γενιάς στην τέχνη, περιέχει μια εκτενή ιστορική ανασκόπηση του όρου, που στέκεται χρήσιμη στην αποσαφήνιση της αοριστίας και του ψευδεπιστημονισμού της.
Γαλλικός ρεαλισμός
Ας απομακρύνουμε, λοιπόν, λιγάκι τον φακό από το ειδικό, ας αποεστιάσουμε από τους millenials, τους zoomers και τους boomers και ας διαβάσουμε προσεκτικά τα σημεία στα οποία μας εφιστά την προσοχή ο ίδιος ο Λατρόνικο μέσα από την πρόζα του, χωρίς ηλικιακά bias. Η τελειότητα υπό αυτή την οπτική αποτελεί μια ειρωνική διήγηση για τον αμέριστο κομφορμισμό των κοινωνικών δικτύων και την παράνοια της ψηφιακότητας. Ο Ζωρζ Περέκ, βεβαίως, στέκεται ως άμεσος πρόγονος της διήγησης, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, οφείλουμε να ανατρέξουμε και σε άλλους Γάλλους που χρησιμοποιώντας ειρωνικές διηγήσεις με καρικατούρες χαρακτήρων, κατόρθωσαν να αποτυπώσουν διαχρονικούς φιλοσοφικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς.
Σαν άλλοι «Αγαθούληδες», καταλήγουν να αναζητούν τυφλά την ευτυχία ή την τελειότητα: έννοιες, με άλλα λόγια, που είναι θολές και ασαφείς και δεν εξαργυρώνονται στην πραγματικότητα.
Φυσικά δεν προσδιορίζω τη χώρα τυχαίως: ο γαλλικός ρεαλισμός είναι εκκωφαντικά παρών στο συγκεκριμένο βιβλίο. Ωστόσο φιλοσοφικώς και ως κοινωνική σάτιρα, Η τελειότητα απηχεί αμυδρά και το κεφαλαιώδες σατυρικό μυθιστόρημα του Βολταίρου, Ο Αγαθούλης (Candide). Η ομοιότητα αυτή δεν αφορά τόσο στο ύφος -ο Βολταίρος είναι εμφατικώς πιο βιτριολικός απέναντι στην τάση της άκρατης αισιοδοξίας και γενικά στις κομφορμιστικές αυταπάτες-, αλλά τον τρόπο που το βιβλίο διαρθρώνεται αποτυπώνοντας τους πρωταγωνιστές αφοσιωμένους στις ασαφείς αντιφάσεις των ιδεολογιών της ψηφιακής εποχής: από τον μινιμαλισμό στον clictivism (διαδικτυακός ακτιβισμός) οι δύο ήρωες παραπαίουν εντροπικά σε ένα σύστημα που τους χειραγωγεί αόκνως. Σαν άλλοι «Αγαθούληδες», καταλήγουν να αναζητούν τυφλά την ευτυχία ή την τελειότητα: έννοιες, με άλλα λόγια, που είναι θολές και ασαφείς και δεν εξαργυρώνονται στην πραγματικότητα.
Το μετανεωτερικό υποκείμενο
Στο βιβλίο συνεπώς η αφηγούμενη ιστορία δεν διαχωρίζεται τόσο σε γενιές, αλλά τέμνει τον 20ό και τον 21ο αιώνα ως έχοντες δύο διακριτές περιόδους – τουλάχιστον σε συσχετισμό με τον σύγχρονο άνθρωπο. Η πρώτη περίοδος είναι η μεταπολεμική, δηλαδή η εποχή μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η δεύτερη αφορά το υποκείμενο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η πόλη του Βερολίνου με βάση αυτή την ανάγνωση δεν επιλέγεται διόλου τυχαία στο αφήγημα. Παρά τον συσχετισμό που υπάρχει με τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, μιας και έζησε και ο ίδιος ως «εκπατρισμένος» στη Γερμανία, ο Λατρόνικο διαλέγει το Βερολίνο γιατί η πτώση του Τείχους αποτελεί ιστορικώς το συμβολικό ορόσημο του τέλους της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου.
Δεν αποτελούν όλα αυτά απλώς μια έκφανση του φαινομένου του χιπστερισμού, αλλά μια γενικότερη κοινωνική τάση που σχετίζεται αιτιωδώς με την καπιταλιστική αλλοτρίωση.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με το μετανεωτερικό υποκείμενο. Το παρελθόν αποϊστορικοποιείται και στην καλύτερη περίπτωση διατίθεται ως τουριστικό προϊόν («γνώριζαν ότι υπήρχαν απομεινάρια του Τείχους που είχαν γίνει τουριστικά αξιοθέατα, αλλά δεν είχαν αναρωτηθεί ποτέ πού πραγματικά βρίσκονταν» [σελ. 34]). Έτσι, ο κάθε Τομ και η κάθε Άννα καταλήγουν άτομα χωρίς ταυτότητα και χωρίς σκοπό, ριγμένα στη δίνη μιας μοντέρνας αυταπάτης. Η αισθητική, η τέχνη, ακόμα και το φαγητό καταλήγουν να προσφέρουν μη αυθεντικά βιώματα, που επαναλαμβάνονται αέναα και εφιαλτικά μέσα από φωτογραφικές αναπαραστάσεις. Η αισθητική έκφραση λόγω του ανεξέλεγκτου κομφορμισμού των κοινωνικών δικτύων καταλήγει απελπιστικά πανομοιότυπη. Παρότι λοιπόν οι χρήστες των διαδικτυακών πλατφορμών θεωρούν ότι είναι ξεχωριστοί, η ταυτότητα των προφίλ τους παραμένει πάνω κάτω η ίδια: φωτογραφίες αστικών τοπίων, φωτογραφίες αδέσποτων γατιών, φωτογραφίες αψεγάδιαστων γευμάτων, φωτογραφίες από γκαλερί. Δεν αποτελούν όλα αυτά απλώς μια έκφανση του φαινομένου του χιπστερισμού, αλλά μια γενικότερη κοινωνική τάση που σχετίζεται αιτιωδώς με την καπιταλιστική αλλοτρίωση. Ο δυτικός άνθρωπος εκφυλίζεται τόσο που μετατρέπει ακόμα και την απλή πράξη του μαγειρέματος της τροφής ως επιτέλεση, μια χειραγωγημένη φωτογραφική αναπαραγωγή δήθεν αψεγάδιαστων πιάτων που φιλμογραφούνται, αποτυπώνονται και διακινούνται αφειδώς στην ανούσια φαυλότητα των κοινωνικών δικτύων.
Το μοναδικό παρελθόν που μπορεί να ανακαλέσει υπό αυτές τις επιρροές το σύγχρονο υποκείμενο είναι αυτό του ίδιου του διαδικτύου. Η Άννα και ο Τομ προστρέχουν μνημονικά σε μια «προϊστορία του διαδικτύου», μια διαδικτυακή παιδική ηλικία, τότε που όλα ήταν πιο ελεύθερα και ακόμα η πειρατεία ήταν η βασική χρήση του ίντερνετ, τότε που, ως μαθητές λυκείου, περνούσαν «ατέλειωτα απογεύματα μεταξύ Ιστορίας και Μαθηματικών και Photoshop ή Flash, προσπαθώντας να ελιχθούν στα τυφλά ανάμεσα στα σφάλματα του λογισμικού για να ομορφύνουν τη σελίδα τους στο GeoCities» (σελ. 25).
Καυτηριάζοντας τον σύγχρονο κόσμο
Η έλλειψη παρελθόντος, ή σωστότερα, η αδυναμία ταύτισης με αυτό, οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα μη συμπαγές παρόν και σε ένα εξίσου αμφίβολο μέλλον. Το πολιτικοποιημένο 1960 βρίσκεται μακριά. Η σημερινή αριστερή σκηνή στη γραφή του Λατρόνικο αποτυπώνεται άνευρη και αποπροσανατολισμένη, αν όχι έρμαιο του αλγόριθμου. Η εμμένουσα κρίση του μεταναστευτικού μεταβιβάζεται στον μέσο άνθρωπο ως ειδησιογραφικό υλικό. Οι φουσκωτές λέμβοι στη θάλασσα αποπροσωποποιούνται με κλισέ δημοσιογραφικών λεζάντων. Παρομοίως, η ακτιβιστική δράση και η ανθρωπιστική συνείδηση του δυτικού ατόμου περιορίζεται συχνά αποκλειστικά στην ηλεκτρονική σφαίρα. Φευ. Ακόμα και η ερωτική έκφραση καταλήγει μια εκφυλιστική διαστροφή. Ο Λατρόνικο μιλά για την αποκαρδιωτική απομάγευση της κοινωνίας μετά την σεξουαλική επανάσταση. Η επίδραση της ελευθεριότητας έφερε κομβικές αλλαγές για λοάτκι+ άτομα και ετεροσεξουαλικές γυναίκες, αλλά από την άλλη κατέληξε να συνδεθεί μ' ένα επαναστατικά ανίσχυρο σλόγκαν του καπιταλισμού.
Είναι λανθασμένη, παρόλα αυτά, η σύνδεση που αποτόλμησαν ορισμένες ερμηνείες του βιβλίου αποκλειστικά με το λοάτκι+ κίνημα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την πλήξη και την αμηχανία από την οποία υποφέρει ο ετεροφυλοφιλικός έρωτας στα χρόνια του ύστερου καπιταλισμού. Όπως δήλωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, διάλεξε συνειδητά ένα ετεροφυλοφιλικό ζευγάρι. Μιλάμε συχνά για το pink washing και την οικειοποίηση μιας επιφανειακής λοάτκι+ δεκτικότητας από μεγάλα brands, αλλά όχι για τον τρόπο που και η ετεροφυλοφιλική ερωτική επιθυμία, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα, εξευγενίζεται και πουλιέται μέσα από προϊόντα, ταινίες και πλατφόρμες ερωτικών γνωριμιών.
Και ενώ αυτού του τύπου ο καπιταλισμός δίνει την ψευδαίσθηση του άπλετου ελεύθερου χρόνου και της αυτόβουλης ατομικής επιχειρηματικότητας, στην πραγματικότητα επωφελούνται και πάλι οι ολιγάρχες των μεγάλων πλατφορμών,
Ο συγγραφέας καυτηριάζει παράλληλα την παράλογη και συνάμα ανούσια πολυλογία της σύγχρονης ζωής. Η ψηφιακότητα, τα κοινωνικά δίκτυα, οι επαγγελματικές ευκαιρίες στις πλατφόρμες του διαδικτυακού καπιταλισμού στέκονται ως μια δυστοπική σκιά που καταπλακώνει άυλα τον σύγχρονο άνθρωπο. Και ενώ αυτού του τύπου ο καπιταλισμός δίνει την ψευδαίσθηση του άπλετου ελεύθερου χρόνου και της αυτόβουλης ατομικής επιχειρηματικότητας, στην πραγματικότητα επωφελούνται και πάλι οι ολιγάρχες των μεγάλων πλατφορμών, ενώ οι απλοί εργαζόμενοι βιώνουν όχι απλώς την αποσταθεροποίηση του εργασιακού τους περιβάλλοντος, αλλά και μια βαθιά υπαρξιακή κρίση. Άλλωστε, αφού πολλές δουλειές πλέον ψηφιοποιούνται, ακόμα και οι καθαρά «άυλες» δουλειές, όπως η γραφιστική ηλεκτρονικών μέσων που εξασκούν η Άννα και ο Τομ ως «digital creators», κινδυνεύουν πλέον από την έλευση της τεχνητής νοημοσύνης (το βιβλίο γράφτηκε το 2021, όταν ακόμα η τεχνητή νοημοσύνη αφορούσε κυρίως παρασκηνιακά εργαλεία από μεγάλες πλατφόρμες και εταιρείες και δεν είχε κυκλοφορήσει ως εργαλείο για το ευρύ κοινό. Γίνεται ωστόσο μια μικρή αναφορά από τον Λατρόνικο). Βιώνεται έτσι ένα πολυτροπικό σοκ, μια αποσύνδεση από την πραγματικότητα:
«Ζούσαν δύο ζωές. Υπήρχε η απτή πραγματικότητα που τους περιέβαλλε και υπήρχαν και οι εικόνες (…). Βρίσκονταν στην οθόνη του smartphone που τους ξυπνούσε. Ένας αστροναύτης που τραγουδάει από το Διάστημα. Ένα κορίτσι καβάλα σε μια μπάλα κατεδάφισης ενός γερανού. Τους φώτιζαν το μαξιλάρι πίσω από το παραπέτασμα του ύπνου, τους συνόδευαν στο μπάνιο, παρελαύνοντας κάτω από τα ακροδάχτυλά τους. Συνέχιζαν στο τάμπλετ στην κουζίνα εν αναμονή του καφέ και επεκτείνονταν αδιάλειπτα μέχρι την οθόνη του γραφείου» (σελ. 59).
Η ψηφιακή κουλτούρα
Ο βομβαρδισμός της καθημερινότητας από μια ακατάσχετα σημαίνουσα εικοποιία, πολυάριθμα σλόγκαν και φορτία νοημάτων, καθιστά το υποκείμενο ανίσχυρο στο φόντο μιας ανενεργής σημειολογίας που δεν μπορεί πια να αποκωδικοποιηθεί, αφού λόγω του πλήθους και της ροής των εικόνων, το σύγχρονο άτομο καταρρακώνεται εγκεφαλικά και, κυρίως, συνειδησιακά. Η εικόνα μιας χαρούμενης σέλφι έρχεται αμέσως μετά από ένα εμπόλεμο τοπίο με νεκρούς ή την είδηση ενός μοιραίου ατυχήματος. Κατά αυτόν τον τρόπο, ένα άτομο δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί ορθώς τα συναισθήματα που του δημιουργούν αυτές οι εικόνες, αντιθέτως, καταλήγει να τις εισπράττει με μια παθολογική απάθεια ή μια ραγδαία αλλαγή από το θλιβερό στο χαρούμενο, η οποία, αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι παράλογη αν όχι διεστραμμένη. Ο Λατρόνικο μάλιστα θίγει πολλά από τα θέματα που απασχολούν τον σκεπτικισμό απέναντι στην αλόγιστη χρήση της τεχνολογίας. Αναφέρονται υπόρρητα αρκετά «ιστορικά» περιστατικά του διαδικτυακού παρελθόντος, όπως για παράδειγμα η περίπτωση της Justine Sacco (ο συγγραφέας δεν την κατονομάζει), που είχε κάνει ένα ατυχές αστείο στο τουίτερ και έκτοτε, όπως εξηγεί και ο Τζον Ρόνσον στο βιβλίο του So you ‘ve been publicly shamed, υπέστη cancel που οδήγησε στο να χάσει τη δουλειά της.
Οι αλλαγές που γίνονται σε πλατφόρμες ψηφιακού καπιταλισμού, όπως το facebook και το instagram, περιγράφονται ως εισβολές, και τα likes ως ένας εθισμός
Την ίδια στιγμή θίγεται και αυτή η περίφημη «διαδικτυακή επιχειρηματικότητα», αφού επιστρέφει το άτομο σε μια προ μαρξιστική κοινωνία όπου ο διαχωρισμός της εργασίας από τον προσωπικό χώρο και χρόνο ενός ατόμου αποτελούν αδιανόητη κατάσταση. Κατά αυτόν τον τρόπο, το διάλειμμα στην ψηφιακή εργασία διανέμεται επίσης σε ψηφιακό χρόνο, αφού οι δύο ήρωες, όπως και μεγάλο μέρος των πραγματικών ψηφιακών εργαζόμενων, ξοδεύουν τον «ελεύθερο» χρόνο τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε ένα multitasking επιπέδου παράνοιας. Οι αλλαγές που γίνονται σε πλατφόρμες ψηφιακού καπιταλισμού, όπως το facebook και το instagram, περιγράφονται ως εισβολές, και τα likes ως ένας εθισμός. Και ενώ οι δύο ήρωες γνωρίζουν τις εξηγήσεις τις νευροεπιστήμης για τον εθισμό στα social media, αποδυναμώνουν τους φόβους τους βαφτίζοντας τα όλα ως «τεχνοφοβικές απλουστεύσεις». Άλλωστε, ακόμα και τον εξευγενισμό «τον αντιλαμβάνονταν μόνο ως κάτι που έπρατταν οι άλλοι» (σελ. 78).
Σε τελική ανάλυση το σύγχρονο υποκείμενο είναι καταδικασμένο να αναζητά μια ολότελα και ανεπανόρθωτα εξαντλημένη αυθεντικότητα – την τέλεια εκδοχή της μάλιστα.
Η ψηφιακή κουλτούρα τούς οδηγεί όχι μόνο σε μια πανομοιότυπη αντίληψη της αισθητικής και της καλλιτεχνικής έκφρασης, όχι μόνο στην πανδημική εξάπλωση του στυλ ως κομφορμιστικού συμπτώματος, αλλά σε μια αγιάτρευτη ανεστιότητα: οι ψηφιακοί νομάδες δεν μπορούν να ταυτιστούν με έναν τόπο και όταν καταλήγουν να ταυτιστούν με αυτόν θέλουν να αποδημήσουν ξανά, αναζητώντας κάτι που δεν μπορούν να προσδιορίσουν, κάτι που να προσομοιάζει με το ειδυλλιακό θάμπος μιας φωτοσοπαρισμένης φωτογραφίας. Σε τελική ανάλυση, το σύγχρονο υποκείμενο είναι καταδικασμένο να αναζητά μια ολότελα και ανεπανόρθωτα εξαντλημένη αυθεντικότητα – την τέλεια εκδοχή της, μάλιστα.
* Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΟΥΛΙΑΝΟΣ είναι συγγραφέας και αρθρογράφος.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Βιντσέντζο Λατρόνικο (Ρώμη, 1984) έζησε για χρόνια στο Βερολίνο και σήμερα κατοικεί στο Μιλάνο. Είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κριτικός τέχνης. Έχει μεταφράσει έργα σπουδαίων συγγραφέων, όπως του Τζορτζ Όργουελ, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ και του Χανίφ Κιουρέισι.
Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην Corriere della Sera και στη La Stampa, ενώ είναι τακτικός συνεργάτης του Internazionale. Η τελειότητα, το τέταρτο μυθιστόρημά του, το πρώτο που μεταφράζεται στα ελληνικά, πρόκειται να κυκλοφορήσει σε περισσότερες από 29 χώρες και ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025.