Η Ντόρις Λέσινγκ δεν είναι συγγραφέας που θα μπορούσε εύκολα να κατηγοριοποιηθεί. Στη διάρκεια της μακράς συγγραφικής της πορείας δοκίμασε πολλά είδη αφήγησης, πειραματίστηκε με διάφορες φόρμες και κάλυψε με το έργο της μια ευρύτατη θεματική. Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1919 στο σημερινό Ιράν, μεγάλωσε στη σημερινή Ζιμπάμπουε, τότε Νότια Ροδεσία, και πέθανε στις 17 Νοεμβρίου 2013 στο Λονδίνο, έχοντας διαγράψει μια σπουδαία συγγραφική πορεία για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 2007.
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Πέρασε από τη μικρή φόρμα στο μυθιστόρημα, από την παραδοσιακή αφήγηση στη μεταμοντέρνα σύνθεση, από το ρεαλιστικό και φεμινιστικό μυθιστόρημα στο μυθιστόρημα διαμόρφωσης της συνείδησης, από την αυτοβιογραφία και την πολιτική στην επιστημονική φαντασία, σε αφηγήσεις της ουτοπίας και της μυστικιστικής εμπειρίας.Πολύ πριν την απονομή του Νόμπελ το 2007 είχε αναγνωριστεί ως μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Στο έργο της διακρίνει κανείς λεπτομερείς, ρεαλιστικές περιγραφές, συμβολισμό αλλά και την ευρύτατη χρήση της εικόνας προκειμένου να αποτυπωθεί ένα ευρύτατο φάσμα χαρακτήρων, ιδεών, διαθέσεων, χώρων –όλα δοσμένα μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο της ιστορίας που αφηγείται– ενώ η γραφή της –όπως είχε σχολιάσει ένας κριτικός– διαπνέεται από «ένταση και αμεσότητα». Ο ρηξικέλευθος τρόπος που περιέγραψε τη γυναικεία εμπειρία –τις σχέσεις, το γάμο, τη μητρότητα–, οι θέσεις της για το απαρτχάιντ, η ενεργή συμμετοχή της στην πολιτική, ο πειραματισμός της με τα είδη και τη φόρμα συνέβαλλαν στο να αναδειχτεί σε μια μοναδική, αν και αμφιλεγόμενη, παρουσία στα γράμματα.
Πολύ πριν την απονομή του Νόμπελ το 2007 είχε αναγνωριστεί ως μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς του εικοστού αιώνα.
Η ενασχόλησή της με θέματα όπως ο ρατσισμός, ο κομμουνισμός, ο φεμινισμός, η ψυχολογία, ο μυστικισμός προκαλούσε συζητήσεις και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους κύκλους των κριτικών οι οποίοι πάντα αιφνιδιάζονταν από τις εκάστοτε επιλογές της, μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, η Ντόρις Λέσινγκ να κατακτήσει τη θέση της, και τώρα πια να συζητούν και να εξετάζουν την επίδραση της στους μεταγενέστερους συγγραφείς.
Από τα πρώτα της έργα διαφαίνεται η μέριμνα της να συμπεριλάβει στην ιστορία της την πολιτική διάσταση, τον κοινωνικό σχολιασμό και τα καυτά θέματα της εποχής. Κάποιοι από τους χαρακτήρες της παρουσιάζονταν τρωτοί και αδύναμοι αλλά πάντοτε μαχητικοί, και παρότι βίωναν τις ανισότητες σε ένα εχθρικό περιβάλλον, αγωνίζονταν να βελτιώσουν τις συνθήκες τους. Επίσης, η συγγραφέας δεν κατέγραφε απλώς τη θέση των γυναικών αλλά και την πάλη τους να μη περιοριστούν στο ρόλο της μητέρας και συζύγου, τη θέλησή τους να αναπτύξουν και τη δική τους δημιουργική διάσταση και να προωθήσουν τα προσωπικά τους αιτήματα. Σε όλα της τα έργα η Λέσινγκ δημιουργεί ηρωίδες με ισχυρή βούληση, ανεξάρτητες και αντισυμβατικές γυναίκες που κατορθώνουν να ισορροπήσουν την ανάγκη τους να αγαπηθούν με την αυτάρκεια και την αυτοδιαχείρισή τους.
Η γυναίκα flaneur
Ήταν το 1997 στο Γαλλικό Ινστιτούτο στο Κένσιγκτον του Λονδίνου, σε μια διάλεξη της Ντόρις Λέσινγκ, χρόνια πριν το Νόμπελ. Τότε θυμάμαι να ακούω για πρώτη φορά από τα χείλη της την έκφραση «γυναίκα flaneur», η γυναίκα που «διαβάζει» την πόλη: «Περιφέρεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό και παρατηρεί την κίνηση, παρακολουθεί τα πλήθη, σαν να παρακολουθεί θεατρική παράσταση. Αποβάλει το φόβο, το στίγμα της μοναχικής και περιθωριακής και περιπλανιέται κοιτάζοντας στα μάτια τους περαστικούς χωρίς να χαμηλώνει το βλέμμα». Στα διηγήματα, στις νουβέλες και στα μυθιστορήματά της συναντάμε γυναίκες που απολαμβάνουν τον εξωτερικό, δημόσιο χώρο, και μέσα από το δικό τους βλέμμα παρουσιάζονται στιγμιότυπα και λεπτομέρειες, αισθήσεις που διαφεύγουν από το βλέμμα των αντρών συγγραφέων. Στη Λέσινγκ η γυναικεία εμπειρία δεν περιορίζεται στο χώρο του σπιτιού και του γραφείου αλλά απλώνεται στο δρόμο και στους εξωτερικούς χώρους, συμμετέχοντας ενεργά στα μεγάλα κοινωνικά θέματα και ανατρέποντας τα παραδοσιακά μοτίβα.
Το 1962 δημοσιεύτηκε το «Χρυσό ημερολόγιο», το κορυφαίο της έργο που όπως είχε δηλώσει και η ίδια «αποκαλύπτεται μέσα από τη φόρμα του». Πρόκειται για την πλατιά, πανοραμική θεώρηση της ζωής μιας γυναίκας, της Άνα Φρίμαν, που συμμετέχει ενεργά στα θέματα που ταλάνιζαν την εποχή της. Συνδέοντας το προσωπικό με το πολιτικό, το βιβλίο σημαδεύει την ανάδυση του σύγχρονου γυναικείου λόγου καθώς επιχειρεί να διαχειριστεί τόσο τις ρωγμές της συνείδησης της ηρωίδας, όσο και τις ρωγμές τις αφηγηματικής δομής –πολύ σύντομα επρόκειτο να γίνουν ο τόπος του μεταμοντέρνου μυθιστορήματος–, καθιστώντας το «βίβλο του φεμινισμού». Οι αναγνώστριες το χαιρέτησαν ως μια αυθεντική καταγραφή της δικής τους εμπειρίας και ταυτίστηκαν με την Άνα, με την απογοήτευσή της, την αβεβαιότητά της, την μπλοκαρισμένη δημιουργικότητά της – μια ακόμα γυναίκα που διεκδικούσε την ταυτότητα της και τη θέση της στον κόσμο. Στο μυθιστόρημα εξερευνάται, επίσης, ο αγώνας μιας γυναίκας να κατακτήσει έναν νέο τρόπο γραφής, έναν τρόπο ανάλογο της κατακερματισμένης της συνείδησης, αλλά και ο αγώνας για την ανάκτηση της ακεραιότητας της. Το «Χρυσό ημερολόγιο» θεωρήθηκε ως ένα από τα κομβικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα, το πλέον ρηξικέλευθο έργο της φεμινιστικής παραγωγής.
Όπως εξήγησε η ίδια η Λέσινγκ στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου, η Άνα μέσα από την αποσπασματικότητα και τον κατακερματισμό της οδεύει προς μια νέα πραγματικότητα, μια αποκλειστικά δική της κατάκτηση. Ο Μάλκομ Μπράντμπουρι στο βιβλίο του The Modern British Novel γράφει πως πρόκειται για το σημαντικότερο έργο που εμφανίστηκε στο βρετανικό μυθιστόρημα μετά τα έργα της Βιρτζίνια Γουλφ, αν και ο ίδιος θεωρεί πως βρίσκεται πιο κοντά στην παράδοση της Τζορζ Ελιοτ.
Στη συνέχεια η Λέσινγκ θα εξέλθει από τον κατακερματισμένο γυναικείο κόσμο, θα τολμήσει άλλους δρόμους και θα δοκιμαστεί και σε άλλα επίπεδα. «Βρήκα έναν καινούργιο κόσμο για τον εαυτό μου, μια επικράτεια όπου τα ταπεινά πρόσωπα των ανθρώπων, δεν είναι παρά πτυχές της κοσμικής εξέλιξης των ειδών...» Η «εξέλιξη των ειδών» υπήρξε ένα από τα θέματα που την απασχόλησαν χωρίς να εγκαταλείψει την πολιτική και την καθημερινότητα. Το ενδιαφέρον της μπορεί να στράφηκε σε άλλους κόσμους, στο φανταστικό, στο υπερφυσικό, στο αποκαλυψιακό και στο ουτοπικό, αλλά δεν εγκατέλειψε τα θέματα που ταλάνιζαν την χώρα όπου ζούσε και τον πλανήτη.
Η «Καλή τρομοκράτισσα» είναι ένα κομβικό μυθιστόρημα για την καριέρα της, όπου η πολιτική και η ουτοπία μετατρέπονται σε βία, αποδίδοντας το κρίσιμο σημείο όπου οι απογοητεύσεις, οι ακυρωμένες ελπίδες και ο γενικευμένος θυμός συσσωρεύονται και ξεσπάνε σε δολοφονική δράση. Μυθιστόρημα γραμμένο το 1987, διατηρεί την επικαιρότητά του, καθώς καταδεικνύει τη δύναμη του αφηγηματικού λόγου να διεισδύει και να εξερευνά περιοχές που ο δημοσιογραφικός και ο δοκιμιακός λόγος δεν είναι σε θέση να το κάνει, προχωρώντας στην απόδοση της εσωτερικής ζωής, των κινήτρων, των συγκρούσεων αλλά και του ιστορικού των χαρακτήρων. Εν προκειμένω η Λέσινγκ συνθέτει το πορτρέτο της Άλις, μιας γυναίκας που βρίσκεται σχεδόν στο κατώφλι της μέσης ηλικίας, με συμπεριφορά και αντιδράσεις εφήβου, η οποία από επαναστάτρια καταλήγει να γίνει μέλος μιας οργάνωσης που επιδίδεται σε τρομοκρατικές ενέργειες, περιγράφοντας όλα τα στάδια, τις μεταβολές και τα γεγονότα εκείνα που την ώθησαν σε μια τέτοια επιλογή. Η Λέσινγκ παίρνει μια συνηθισμένη κατάσταση και την οδηγεί στα άκρα, δίνοντάς μας ένα ρεαλιστικό κοντινό πλάνο, μιας ομάδας από οργισμένα πολιτικοποιημένα άτομα που ζουν στο Λονδίνο σε ένα σπίτι υπό κατάληψη την εποχή της Θάτσερ, αποδίδοντας το επαναστατικό κλίμα της κοινοβιακής ζωής, την απαξίωση των συμβάσεων και των μικροαστικών αξιών, τοποθετώντας τους ήρωες της σε ένα χώρο όπου κάθε τι προσωπικό είναι συνυφασμένο με το πολιτικό.
Από την πολιτική στη μεταφυσική
Τα τελευταία έργα της είναι στραμμένα στο μυστικισμό και στην υπερφυσική εμπειρία, ακόμα και στην αλληγορία και στην ανασκευή των βιβλικών μύθων. Στις συνεντεύξεις που έδινε κατά καιρούς δεν δίσταζε να επικρίνει τις γυναίκες για αντεστραμμένο σεξισμό και επιθετικότητα. Στο τέλος της ζωής της είχε κατακτήσει την ελευθερία να είναι ειλικρινής και να εκφράζει απερίφραστα τις απόψεις της. «Τώρα μπορώ να είμαι όσο πειραματική και όσο παραδοσιακή θέλω», είχε δηλώσει στους επικριτές της. Σε εκείνους που την κατηγόρησαν για ανορθολογισμό τους έδωσε μια δριμύτατη απάντηση: «Ο ίδιος ο ορθολογισμός είναι σαν θρησκεία: οι επιθέσεις εναντίον του θεωρούνται βέβηλες σχεδόν. Όσο γερνάω βλέπω τον κόσμο όλο και λιγότερο πειστικό, έτσι καθώς μας προσπερνάει ορμητικά είναι ένα όνειρο, μια σκιά. Στ' αλήθεια πιστεύω ότι υπάρχει και κάτι άλλο. Όμως αυτό που με ενδιαφέρει είναι πώς με το χρόνο καταρρέουν πεποιθήσεις και βεβαιότητες, έτσι που απομένεις με όλο και λιγότερη πίστη ή ενδιαφέρον για την «πολύτιμη» προσωπικότητά σου».
Μια τέτοια δήλωση από τα χείλη μιας γυναίκας που έχει δοκιμάσει τόσους τρόπους αποτύπωσης του κόσμου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα: η συνειδητοποίηση της φευγαλέας φύσης της εμπειρίας, η παροδική διάρκεια των διάφορων θεωριών, αλλά και η ανάγκη της συνεχούς μεταμόρφωσης. Η Λέσινγκ δεν δίστασε να έρθει σε κόντρα με τον παλιό εαυτό της, να κατεδαφίσει αυτά που ήταν κυρίαρχα για εκείνην κάποιες δεκαετίες πριν. Τόλμησε, επίσης, να πειραματιστεί και να εκτεθεί – μέρος της διαδικασίας του να είσαι και να παραμένεις ζωντανός.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.