
Για το βιβλίο της Αουρόρα Βεντουρίνι (Aurora Venturini) «Οι ξαδέλφες» (μτφρ. Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδ. Carnivora). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία του Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι «Santa Sangre» (1989).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Υπάρχουν δηλώσεις αφηγητών που τις παρακάμπτεις, καθώς αντιλαμβάνεσαι ότι εμπίπτουν στην κατηγορία εκείνων που η θεωρία της λογοτεχνίας τους κατατάσσει στην κατηγορία «αναξιόπιστοι». Τι γίνεται, όμως, όταν η αφηγήτρια (η μόνη που υπάρχει) του μυθιστορήματος Οι ξαδέλφες της Αουρόρα Βεντουρίνι, η περιλάλητη Γιούνα, δηλώνει ευθαρσώς: «Ήμασταν ασυνήθιστοι, που σημαίνει ότι δεν ήμασταν φυσιολογικοί». Διότι έτσι ακριβώς περιγράφει την οικογένειά της στις πρώτες σελίδες. Έτσι αρχίζει να σκιαγραφεί και το δικό της πορτρέτο. Να την πιστέψουμε; Μας επιτρέπει με όσα λέει και πράττει στη συνέχεια, να παραδεχθούμε το λεχθέν; Η απάντηση είναι κατηγορηματική: Ναι.
Αυτό το μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να σταθεί αλλιώς, παρά μόνο μέσα από τη σαγηνευτική, σκοτεινά αστεία, παιδιάστικη και συχνά ενοχλητική ομιλία της Γιούνα που μας περιγράφει με τον δικό της ιδιοσυγκρασιακό τρόπο όσα συναποτελούν την οικογένεια και την ιστορία της.
Πάνω από όλα έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα λεκτικού ρυθμού και αποδοχής, από τη μεριά του αναγνώστη, της δίχως ανάσα αφήγησης της Γιούνα, που ξεχνάει σημεία στίξης, πέφτει σε επαναλήψεις και χρονικές ανακολουθίες, αλλά πάντα καταλήγει εκεί που θέλει. Η Βεντουρίνι έχει παραδεχθεί πως Οι ξαδέλφες είναι ένα αυτοβιογραφικό έργο, καθώς και η δική της οικογένεια ήταν κάπως «αλλόκοτη».
Όσο για την χωρίς σημεία στίξης αφήγηση, εξηγεί πως αυτά την μπερδεύουν και της δημιουργούν θόρυβο από σκέψεις στο κεφάλι. Όταν δεν αντέχει άλλο, λέει απλώς «διάλειμμα» και σταματάει για να πάρει ανάσα και να συνεχίσει.
Τοποθετημένο στη δεκαετία του 1940 στη Λα Πλάτα, το βιβλίο αφηγείται την ιστορία από την οπτική γωνία της Γιούνα Ρίγκλος, μιας νεαρής γυναίκας και ταλαντούχας (πλην ολότελα εμπειρικής) ζωγράφου. Αν και δυσκολεύεται με την ανάγνωση, τη γραφή και την ομιλία, δεν έχει δείκτη ασφαλείας όταν αρχίσει να μιλάει. Τίποτα δεν είναι εκτός θέματος για τη Γιούνα: ούτε οι σωματικές λειτουργίες, ούτε το σεξ, ούτε οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ταμπού. Η αφήγησή της κινείται άγρια από θέμα σε θέμα, αντανακλώντας τόσο τη μοναδική της οπτική γωνία όσο και την ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία μεγαλώνει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ενώ η γλώσσα της είναι τραχιά και ανεπεξέργαστη, συχνά χρησιμοποιεί λόγιες λέξεις (ή, τέλος πάντων, λέξεις που δεν θα ταίριαζαν με το μορφωτικό της επίπεδο), τις οποίες αμέσως δικαιολογεί ότι τις βρήκε στο λεξικό. Όσο για την χωρίς σημεία στίξης αφήγηση, εξηγεί πως αυτά την μπερδεύουν και της δημιουργούν θόρυβο από σκέψεις στο κεφάλι. Όταν δεν αντέχει άλλο, λέει απλώς «διάλειμμα» και σταματάει για να πάρει ανάσα και να συνεχίσει.
Η οικογένεια της Γιούνα
Οι γυναίκες στην οικογένεια της Γιούνα είναι σχεδόν όλες τόσο πληγωμένες όσο κι αυτή: σε καθεμία «έλειπε κάτι ή είχε κάποια άλλη αδυναμία». Η μικρότερη αδερφή της Γιούνα, η Μπετίνα, έχει σοβαρή αναπηρία: είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο, ενώ δεν μπορεί να αρθρώσει μια κανονική πρόταση. Η Γιούνα δεν διστάζει να την περιγράφει ως «λάθος της φύσης». Μια θεία, η Νενέ, παθαίνει νευρικό κλονισμό μετά τον θάνατο της μητέρας της, με μακάβριες συνέπειες. Και μετά υπάρχουν δύο «ανόητες νεότερες ξαδέρφες».
Η Καρίνα έχει επιπλέον δάχτυλα, μένει έγκυος στα δεκαπέντε και πεθαίνει μετά από μια έκτρωση. Η Πέτρα, μια νάνος, αρχίζει να κάνει σεξ στην ηλικία των δώδεκα ετών και ασκεί «το αρχαιότερο επάγγελμα». Είναι η πιο στενή σύμμαχος της Γιούνα και παίρνει εκδίκηση για τον θάνατο της αδελφής της, σκοτώνοντας τον γείτονα που την άφησε έγκυο, δίχως όμως συνέπειες από τον νόμο. Όπως γίνεται κατανοητό, δεν έχουν να κάνουμε με μια στοργική οικογένεια. Η μητέρα της Γιούνα, δασκάλα, επιβάλλει τακτικά πειθαρχία στις κόρες της χρησιμοποιώντας μια βέργα, ενώ η θεία της Νενέ αποκαλεί τόσο τη Γιούνα όσο και την Καρίνα «καθυστερημένες». Όσο για τον πατέρα, αυτός έχει φύγει πολύ νωρίς αφήνοντας τις γυναίκες να τα βγάλουν πέρα μόνες τους.
Καμία από τις δύο γυναίκες δεν υποστηρίζει την τέχνη της Γιούνα. Η μητέρα της μάλιστα την απορρίπτει ως «παιδική φάση» που σύντομα θα ξεπεράσει.
Η Γιούνα είναι ανελέητη από την πλευρά της. Χλευάζει τη Νενέ. Μάλιστα, κάποια στιγμή της κλέβει τη μασέλα της και την πετάει στην τουαλέτα. Και ενώ θρηνεί για το γεγονός ότι η μητέρα της είναι ταλαιπωρημένη από την εγκατάλειψη και από τα φρικιά που έχει να μεγαλώσει, παραδέχεται: «Ποτέ δεν τη λυπήθηκα επειδή δεν την αγαπούσα». Καμία από τις δύο γυναίκες δεν υποστηρίζει την τέχνη της Γιούνα. Η μητέρα της μάλιστα την απορρίπτει ως «παιδική φάση» που σύντομα θα ξεπεράσει.
Ο μόνος άνθρωπος που ενθαρρύνει τη Γιούνα να συνεχίσει να ζωγραφίζει είναι ο καθηγητής της, Χοσέ Καμαλεόν. Της κάνει ιδιαίτερα μαθήματα αφού ολοκληρώσει τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών, της αγοράζει χρώματα και οργανώνει την πρώτη της έκθεση. Όταν γίνεται επιτυχημένη, γίνεται κάτι σαν ατζέντης της. Ωστόσο, δεν έχουμε να κάνουμε με έναν καλό Σαμαρείτη, αλλά για κάποιον που έχει τον χαρακτήρα τόσο του ευεργέτη όσο και του αρπακτικού. Αυτό η Γιούνα δεν είναι σε θέση να το κατανοήσει. Το πόσο τέρας είναι γίνεται φανερό μόνο καθώς προχωρά το μυθιστόρημα.
Η βία
Ο καθηγητής δεν είναι ο μοναδικός φορέας της βίας στο μυθιστόρημα. Αντιθέτως, όλο το βιβλίο κινείται μέσα στα βρόμικα νερά της βίας, έστω κι αν η Γούνα τα αφηγείται πολλές φορές με μια γκροτέσκα διάθεση. Σχεδόν όλοι στο βιβλίο επηρεάζονται από τη βία και τη σκληρότητα, ιδιαίτερα σεξουαλικής φύσης. Η εγκυμοσύνη της Καρίνα προκύπτει από τον βιασμό της από έναν μεγαλύτερο, παντρεμένο γείτονα.
Αυτά τα έργα γίνονται το διαβατήριό της για έναν κόσμο γεμάτο τέχνη και αναγνώριση.
Και παρόλο που η Πέτρα χρησιμοποιεί το σεξ ως όπλο -στην πραγματικότητα, το χρησιμοποιεί για να πάρει την κατάλληλη εκδίκηση για τον θάνατο της αδερφής της-, είναι επίσης θύμα του. Παρακολουθώντας την Πέτρα να λούζεται, η Γιούνα σχολιάζει τους μώλωπες που σκουραίνουν το δέρμα του θλιβερού μικρού της σώματος και ένα ή δύο δαγκώματα και γρατζουνιές που της έχουν προκαλέσει οι πελάτες της. Η Γιούνα έχει την τάση να βελτιώνεται, να θριαμβεύει πάνω από όλα αυτά τα απαίσια περιττώματα και παραμορφώσεις με τα οποία μεγάλωσε. Η τέχνη της τής επιτρέπει να αλλάξει στάτους, να γίνει κάτι άλλο.
Σε όλο το μυθιστόρημα, η ζωγραφική ήταν το μόνο αληθινό της μέσο έκφρασης. Ρίχνει όλα τα συναισθήματα, τις αμφιβολίες και τις παράξενες εικασίες σχετικά με τη ζωή, το πεπρωμένο και τον θάνατο, που δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια, στους πίνακές της. Αυτά τα έργα γίνονται το διαβατήριό της για έναν κόσμο γεμάτο τέχνη και αναγνώριση. Μόνη πλέον, καθώς ακόμη και η Πέτρα την εγκατέλειψε για να παντρευτεί, και μακριά από όλο αυτόν τον συρφετό που αποτελούσε για πολλά χρόνια την οικογένειά της, η Γούνα μοιάζει εντελώς διαφορετική και συνάμα ίδια με αυτή που γνωρίσαμε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Εντέλει, έχουμε να κάνουμε με μια ηρωίδα που δεν γίνεται να την ξεχάσεις.
Η ιστορία της Βεντουρίνι
Η ιστορία της Βεντουρίνι έχει κι αυτή το δικό της ενδιαφέρον. Αυτό το λαμπρό μυθιστόρημα ενηλικίωσης που εναντιώθηκε στην αστική ευγένεια, τον καθωσπρεπισμό και την πολιτική ορθότητα, ήταν το επιστέγασμα της πολυετούς προσπάθειάς της στη λογοτεχνία. Χρειάστηκε να φτάσει έως τα ογδόντα της για να δει ένα έργο της να βραβεύεται. Συγκεκριμένα, για τις Ξαδέλφες έλαβε το 2007 το βραβείο Nueva Novela και έκτοτε έγινε κάτι σαν λογοτεχνικό σύμβολο στην Αργεντινή.
Η Βεντουρίνι πέρασε αρκετά χρόνια ζώντας στο Μπουένος Άιρες. Ήταν στενή φίλη με την Εύα Περόν και γνώρισε τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος της απένειμε ένα βραβείο για ένα πρώιμο έργο της. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Περον, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έγινε φίλη με πολλούς επιδραστικούς στοχαστές και συγγραφείς, όπως ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Αλμπέρ Καμύ. Σε μια καριέρα που διήρκεσε πάνω από εξήντα χρόνια, δημοσίευσε περισσότερα από σαράντα έργα ως μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, ποιήτρια και μεταφράστρια. Αλλά κανένα δεν είχε την ίδια απήχηση που είχαν οι Ξαδέλφες.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Αουρόρα Βεντουρίνι (1921-2015, Λα Πλάτα) ξεκίνησε τη συγγραφική της πορεία ως ποιήτρια, αλλά γρήγορα ασχολήθηκε και με άλλα λογοτεχνικά είδη. Πολύ νωρίς παρέλαβε από τα χέρια του Χόρχε Λουίς Μπόρχες το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα για το βιβλίο της El solitario [Ο μοναχικός]. Σπούδασε Φιλοσοφία και Παιδαγωγική στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Λα Πλάτα και διετέλεσε σύμβουλος στο Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Επανεκπαίδευσης του Παιδιού, όπου γνώρισε την Εύα Περόν και ανέπτυξε συνεργασία αλλά και στενή φιλία μαζί της.
Μετά την επονομαζόμενη Απελευθερωτική Επανάσταση που ανέτρεψε το περονικό καθεστώς το 1955, η Βεντουρίνι αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Εκεί έζησε για 25 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών. Από το γαλλικό κράτος τής απονεμήθηκε ο Σιδηρούς Σταυρός για τις μεταφράσεις του έργου του Φρανσουά Βιγιόν και του Αρθούρου Ρεμπό. Το 2007 έλαβε το βραβείο Nueva Novela για το μυθιστόρημά της Οι Ξαδέλφες. «Επιτέλους, μια τίμια επιτροπή», είπε. Ήταν 85 ετών. Μετά από αυτό, τα βιβλία της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και έλαβε πολυάριθμα βραβεία τόσο στην Αργεντινή όσο και σε διεθνές επίπεδο. Πάντα ανατρεπτική και ανήσυχη προσωπικότητα, συνέχισε να γράφει ως το τέλος της ζωής της.