Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Γρηγοράκη «Ο άνεμος κόπασε» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Στην κεντρική εικόνα, o κινηματογραφιστής Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, σημαντική αναφορά στο μυθιστόρημα του Γρηγοράκη.
Γράφει ο Παναγιώτης Γούτας
Ο μυθιστοριογράφος Γιάννης Γρηγοράκης (1950) στο δέκατο κατά σειρά μυθιστόρημά του που τιτλοφορείται Ο άνεμος κόπασε, φιλοτεχνεί το πορτρέτο ενός μπεκετικού τύπου ήρωα, μιας σύνθετης και παράλληλα σκοτεινής προσωπικότητας, του Οδυσσέα Μπλαντ, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1935.
Πάνω στο γραφείο του είναι σημειωμένη η φράση «Ο άνεμος κόπασε»
Ο Μπλαντ, ζώντας στο πετσί του το μετεμφυλιακό παρακράτος και τη δίωξη των Εβραίων από την πόλη του, συχνά με την ανοχή και την υποστήριξη Ελλήνων αντισημιτών πολιτών, κουβαλά τις νεανικές του εμπειρίες και τα τραυματικά του βιώματα στην Ευρώπη, όπου ζει μεγάλο μέρος της ζωής του. Στο Λονδίνο υιοθετείται από μια οικογένεια που έχασε τον γιο της στην απόβαση της Νορμανδίας, κι εκεί, δεκαπεντάχρονος, με μια κάμερα Bolex στα χέρια, γνωρίζει τη φρίκη που αφήνει πίσω του ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, περιπλανιέται ανάμεσα στα χαλάσματα και στα ερείπια βομβαρδισμένων περιοχών, γυρίζοντας τις πρώτες ολιγόλεπτες ταινίες-ντοκιμαντέρ. Στο Παρίσι θα ζήσει τη δεκαετία του ’60, θαυμαστής της Νουβέλ Βαγκ και των κινηματογραφιστών της εποχής, και η ώσμωσή του με καλλιτέχνες και διανοούμενους που απογείωσαν την τέχνη οδηγώντας τα πράγματα στα γεγονότα του Μάη του ’68, τον δυναμώνουν ως σκηνοθέτη αλλά και ως άνθρωπο. Θα ρουφήξει ως το μεδούλι όλη την ποιητική και καλλιτεχνική ατμόσφαιρα του Παρισιού εκείνης της εποχής με τα καφέ, τα τζαζ κλαμπ, τις μπάντες του δρόμου, την πολύτιμη ελευθεριότητα της πόλης, αλλά και τις γόνιμες πολιτικές αντιπαραθέσεις, τις ζυμώσεις στα αμφιθέατρα της Σορβόνης, τις ταινίες που σκηνοθετεί.
Θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, στο μέσον της διαμονής του στο Παρίσι, τη δεκαετία του ’70, για να πληροφορηθεί από τον δικηγόρο της οικογένειας για τον θάνατο του πατέρα του, έναν σκοτεινό άνθρωπο της εποχής του, που καταχράστηκε το σπίτι μιας εβραϊκής οικογένειας που ξεριζώθηκε από την πόλη. Αυτό το γεγονός, που σαν ακίδα λογχίζει την ψυχή του χρόνια τώρα, και που τον μειώνει ως ανθρώπινη οντότητα, κάπως θα απαλυνθεί στη συνείδησή του όταν παραχωρήσει το πατρικό του σπίτι στη μοναδική επιζήσασα της εβραϊκής οικογένειας που χάθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα, την οποία εντοπίζει και που ζει, πλέον, στο Ισραήλ. Άνοιξη του ’82 αφήνει το Παρίσι και επιστρέφει οριστικά στη Θεσσαλονίκη, συνεχίζει τη σκηνοθετική του δράση, σχετίζεται με μια όμορφη ηθοποιό, την Εκάβη, και δημιουργεί με φίλους του καλλιτέχνες μια μικρή θεατρική ομάδα, ανεβάζοντας στην πόλη έργα του κλασικού θεατρικού ρεπερτορίου. Όμως, την τελευταία νύχτα του εικοστού αιώνα, κι ενώ ο κόσμος γιορτάζει το Μιλένιουμ, με φαντασμαγορικές εκδηλώσεις και πυροτεχνήματα, ο Οδυσσέας Μπλαντ βρίσκεται νεκρός στο σπίτι του, επί της οδού Παστέρ, με μια σφαίρα στο κεφάλι. Πάνω στο γραφείο του είναι σημειωμένη η φράση «Ο άνεμος κόπασε». Η σύντροφος του Μπαλντ, η Εκάβη, δεν αναγνωρίζει στο σημείωμα τον γραφικό του χαρακτήρα του σκηνοθέτη, αλλά μόνο το πνεύμα του. Τελικά πρόκειται για έγκλημα ή για αυτοκτονία;
[...] εκτός από ιστορικό-αστυνομικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα είναι και μια γροθιά απέναντι σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και συμπεριφορές, στον φασισμό και στον αντισημιτισμό.
Ζωντανή ομιλούσα κάμερα
Ο Γρηγοράκης, στο συγγραφικό του εργαστήριο, χρησιμοποιώντας μοντερνιστικά και μεταμοντερνιστικά αφηγηματικά στοιχεία –αλληλογραφία των ηρώων, πληροφορίες μέσα από τη διαδικασία της ψυχανάλυσης, μη γραμμική αφήγηση, κινηματογραφικά φλας μπακ κ.τλ.– επινοεί έναν πειστικό βασικό πρωταγωνιστή και μια προσωπική ιστορία-περιπέτεια, ενταγμένη όμως αριστοτεχνικά στη μεγάλη εικόνα-πλαίσιο της ζωής, που είναι η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία αλλά και η σύγχρονη ευρωπαϊκή τέχνη, με βάση την εξέλιξη της τέχνης του κινηματογράφου. Στο μυθιστόρημα, που ξετυλίγεται με κινηματογραφικό τρόπο, πρωτοστατεί το μεγάλο πλάνο επικών ταινιών. Εικόνες, κατά βάση δυσάρεστες, των καταστραμμένων και αποδεκατισμένων πόλεων της Ευρώπης, μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και εκείθεν. Η κατοχική και μετακατοχική Θεσσαλονίκη, ο δωσιλογισμός και ο εκτοπισμός των Εβραίων της πόλης, η στερεοτυπικά κυνική και στενά νομικίστικη αντίληψη των επαϊόντων της εποχής για το μέλλον των ρημαγμένων εβραϊκών περιουσιών, το Τείχος του Βερολίνου που χωρίζει δύο κόσμους, ο ανασφαλής, αναδυόμενος καινούριος κόσμος μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, οι πρωτοποριακοί κινηματογραφιστές του ’60 και του ’70 στην Ευρώπη, αλλά και ο σύγχρονος κόσμος που γεμάτος ελπίδα υποδέχεται τη νέα χιλιετία, καταγράφονται και αναδεικνύονται από τον συγγραφέα διά μέσου της εκάστοτε κάμερας του σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή του.
Ο Οδυσσέας Μπλαντ δεν είναι απλώς ένας χαρισματικός και φιλόδοξος σκηνοθέτης, ένας εσωστρεφής και μελαγχολικός άντρας που αλλάζει ερωμένες ή ένας πειστικός μυθιστορηματικός ήρωας, που κάποιο σκοτεινό κατάλοιπο του παρελθόντος του θα του στερήσει, εντέλει, τη ζωή. Είναι πρωτίστως ένας αυτόπτης μάρτυρας γεγονότων της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας του προηγούμενου αιώνα, μια ζωντανή ομιλούσα κάμερα που απαθανάτισε όλη την οδύνη, την ανέχεια, την αδικία, αλλά και την ελπίδα της Ευρώπης στο να κλείσει τις χαίνουσες πληγές δύο πολέμων που την αποδεκάτισαν, και ν’ αντικρίσει με χαμόγελο τη νέα χιλιετία που έχει ήδη ανατείλει. Παράλληλα, όμως, είναι και ένας υπαρξιακά κουρασμένος άνθρωπος του καιρού του, που ως σύγχρονος Σίσυφος, κουβαλά στην πλάτη του όλες τις ματαιώσεις και τις οδύνες του σύγχρονου ανθρώπου.
Ο Γιάννης Γρηγοράκης γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά και για περισσότερο από τριάντα χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. «Ο άνεμος κόπασε» είναι το δέκατο μυθιστόρημά του. |
Σαν ήρωας ταινιών του Γκοντάρ
Το βιβλίο του Γρηγοράκη, που είναι προϊόν επίπονου συγγραφικού μόχθου και μελέτης ιστορικών γεγονότων και πηγών, παρότι χρονολογικά σταματά λίγους μήνες μετά το Μιλένιουμ –από τότε μεσολάβησαν μια οικονομική κρίση, για την πατρίδα μας, και μια πανδημία και ένας πόλεμος για όλο τον πλανήτη–, είναι επίκαιρο για δύο λόγους, που δεν θα μπορούσε να τους φανταστεί ο συγγραφέας όσο το έγραφε.
Πρώτον: Διαβάζεται ως φόρος τιμής στον μεγάλο κινηματογραφιστή Ζαν Λικ Γκοντάρ (1930-2022), που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, τον ανανεωτή, μαζί με τους Τριφό, Σαμπρόλ και Ερίκ Ρομέρ, του γαλλικού και ευρωπαϊκού σινεμά, δημιουργώντας το καλλιτεχνικό ρεύμα της Νουβέλ Βαγκ, μια τάση που επηρέασε σημαντικά και τον μυθιστορηματικό πρωταγωνιστή του Γρηγοράκη στις δικές του σκηνοθετικές απόπειρες ταινιών μικρού ή μεγάλου μήκους. Στον μεγάλο Γάλλο σκηνοθέτη γίνεται αναφορά (σε κάποια σημεία και εκτενής) στις σελίδες 117,118,141 και 154 του βιβλίου. Ο Οδυσσέας Μπλαντ θα μπορούσε να είχε υπάρξει ήρωας ταινιών του Γκοντάρ, αφού στον ψυχισμό του συνυπήρχαν αξεδιάλυτα η ποίηση με τη σκληρότητα, το φως με το σκοτάδι. Σε πολλά σημεία, μάλιστα, του βιβλίου ο πρωταγωνιστής-σκηνοθέτης παραπέμπει στον ίδιο τον Γκοντάρ με τον τρόπο που γύριζε τις ταινίες του, τη θεματολογία τους, το εκρηκτικό τού χαρακτήρα του ή την απόφασή του να ζει κατά διαστήματα σ’ ένα ξυλόσπιτο στις όχθες της λίμνης Βόλβης, που παραπέμπει στην επιλογή του Γκοντάρ να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ελβετικό χωριό δίπλα στη λίμνη Λεμάν, προτού συνειδητά οδηγηθεί στην ευθανασία για λόγους υγείας.
Δεύτερον: Το βιβλίο Ο άνεμος κόπασε, εκτός από ιστορικό-αστυνομικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα είναι και μια γροθιά απέναντι σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και συμπεριφορές, στον φασισμό και στον αντισημιτισμό. Μπορεί, όμως, να αποτελέσει και εγχειρίδιο συνειδητοποίησης και κατανόησης της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας και της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης, ως αντίβαρα και ως πνευματικά εφόδια απέναντι σε σύγχρονους κυνικούς εισβολείς και ολοκληρωτικά καθεστώτα που οραματίζονται αλλαγές συνόρων των κρατών στον παγκόσμιο χάρτη και έχουν βλέψεις για αναβίωση παλαιού τύπου αυτοκρατοριών, σ’ έναν ρευστό και ακαταστάλακτο ακόμη σύγχρονο κόσμο.
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο
«Πηγαίνει συχνά και γράφει. Το βιβλίο του με τίτλο Αόρατο Τρένο το κάνει σενάριο σ’ αυτό εδώ το ξυλόσπιτο. Δυστυχώς ο Ίταλο Καλβίνο δεν είχε προλάβει να το διαβάσει. Είχε προβλήματα υγείας. Σκέφτεται τώρα να το στείλει στον Μπερτολούτσι, που γνωρίζει τη γυναίκα του Ίταλο. Αν αρέσει το σενάριο στον Μπερνάντο και πει το ναι η γυναίκα του Καλβίνο, τότε… Τότε τι; Ποτέ δεν ξέρεις. Αυτό σκέφτεται όποτε αράζει έξω από το ξυλόσπιτο και χαζεύει τη λίμνη, καθώς δεν υπάρχει τίποτα στ’ αυτιά του πέρα από τα κρωξίματα των πουλιών και το φυσικό βουητό της σιωπής. Είναι παράξενο: σ’ αυτό το τοπίο τα δράματα της παιδικής ηλικίας είναι πολύ μακρινά. Επιστρέφει στην πόλη έχοντας πάντα ένα κύμα δροσιάς στο στήθος, στα μάτια. Βλέπει καλύτερα όταν επιστρέφει από τη λίμνη, δίνεται καλύτερα σ’ αυτό που θέλει να κάνει, το αίμα του κυλάει ζεστό και το νιώθει.» (σελ. 357-358)
*Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Η εγγύτητα των πραγμάτων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νησίδες.